Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009


Ο κήπος της εγκατάλειψης


Το φριχτό μαρτύριο δεν έλεγε να τελειώσει. Έγειρε το βλέμμα πρώτα κάτω, μετά αριστερά, ύστερα πάλι κάτω… Τελικά το ύψωσε στο στερέωμα. Ήταν μια συνηθισμένη ανοιξιάτικη μέρα στη γη της Ιουδαίας. Συνηθισμένη; Όχι βέβαια!

Ο ταλαιπωρημένος ληστής στα αριστερά του, έκανε ένα δυνατό σπασμό καθώς παρέδιδε το πνεύμα. Ο βόγγος του τρύπησε τ’ αυτιά τού μαζεμένου πλήθους που μόρφασε με αγωνία. Κάποιοι είχαν αρχίσει να απομακρύνονται. Οι ήχοι από τους επιθανάτιους ρόγχους και το θέαμα των κορμιών που συσπώνται λίγο πριν το τέλος, δεν είναι κάτι που μπορείς να το αντέξεις για πολύ.

Ο εσταυρωμένος ένιωσε πως πλησίαζε και η δική του ακροτελεύτια στιγμή. Έριξε μια ακόμη γενναία ματιά στην αγαπημένη πόλη των Προφητών, των προγόνων, των μανάδων και των πατεράδων, των Ραβίνων, των αδελφών και των αγαπημένων του. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή, για μια αδιάφανη στιγμή που την ένιωσε να συνθλίβεται ανάμεσα στο αιώνιο παρόν και το αιώνιο μέλλον όπως συνθλίβονταν και τα σπλάχνα του από την μαρτυρική στάση του…

αναρωτήθηκε που να ήταν Εκείνος…

Εκείνος που έπρεπε να συνεχίσει…

Ο άνθρωπος που κάποτε, για μια απειρόχρονη στιγμή, σε μια ριπαία ενόραση του Απείρου, είχε αποκληθεί «Πέτρος», τάχυνε το ασταθές βήμα του στα σκονισμένα σοκάκια της Δυτικής Συνοικίας. Ήταν κάθιδρος και ωχρός. Δεν έφταιγαν οι εβδομήντα ενιαυτοί που φιλοξενούσαν τα κόκαλά του ούτε οι τραχείς δρόμοι της ιερής πρωτεύουσας του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα ήταν τρομοκρατημένος. Μα κι αυτή η λέξη ήταν μάλλον αδύναμη και ταπεινή για να χωρέσει όλα όσα είχαν πλημμυρίσει από την κορυφή ως τα νύχια τον γέροντα πρώην αλιέα. Τον είχαν πλημμυρίσει και λίγο ήθελαν να τον πνίξουν. Είναι πιθανό να συνέβαινε τούτο αν δεν σκόνταφτε σε μια μυτερή κοτρώνα και δεν σωριαζόταν φαρδύς πλατύς σε κάποιο ερημικό λιθόστρωτο δρομάκι της Ιερουσαλήμ.

Καθώς η καρδιά του πάλευε να αποκαταστήσει έναν αρμονικό και σταθερό ρυθμό για να μην καταρρεύσει, ο ψαρομάλλης ψαράς έχασε τις αισθήσεις του και…

Τον κοιτούσε με περιέργεια, με απορία και έκπληξη. Ποιος ήταν Αυτός με τα μεγάλα γαλάζια μάτια, το ελληνικό πηγούνι, τα μακριά, καστανά μαλλιά και την ζεστή, βαθιά, μπάσα φωνή που τον καλούσε κοντά του; Ποιος ήταν Αυτός που όταν σε κοιτούσε είχες την εξωφρενική αίσθηση ότι σε κοιτούσε η ίδια η Αιωνιότητα;

Ο Σίμωνας κατέβηκε από το πλοιάριό του και μαζί με τον αδερφό του, τον Ανδρέα και κάποιους άλλους -που μερικούς ήξερε και τους περισσότερους δεν ήθελε να ξέρει- πλησίασαν τον μυστηριώδη ξένο που τους απηύθυνε το λόγο. Πάντως, όσο περίεργα γοητευτική και αν ήταν η φωνή Του, δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Τα δίχτυα είχαν τα χάλια τους και ήθελαν ώρες σκληρής δουλειάς να ξανάρθουν στα συγκαλά τους, οι βάρκες τους ήθελαν πλύσιμο και τακτοποίηση και το ίδιο βράδυ έπρεπε να ξαναβγούν στα ανοιχτά.

Ο ξένος, γύρω στα τριάντα τον υπολόγισε τώρα που τον έβλεπε από κοντά –αν και για κάποιο λόγο δεν ήθελε να Τον κοιτάζει ολόισια στα μάτια- ανέπτυσσε κάποιο θέμα στους χασομέρηδες της περιοχής που Τον άκουγαν αμίλητοι, σαν υπνωτισμένοι.

Άλλος ένας ιεροκήρυκας που θα σώσει τον ταλαίπωρο τον Ισραήλ, σκέφτηκε ο Σίμωνας αλλά όταν πλησίασε ακόμη περισσότερο όλες οι αρνητικές του σκέψεις τον εγκατέλειψαν. Μονομιάς! Απίστευτο. Δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε, θετικό ή αρνητικό, καλό ή κακό.

Για μια πελώρια και λυτρωτική στιγμή ήταν άδειος.

Και ελεύθερος!

Εκεί που νόμιζε πως έτσι κάπως είναι ο θάνατος, μπόρεσε να αντικρίσει επιτέλους τον Άνθρωπο αυτό στα μάτια και το σοκ από ενόχληση έγινε διάσταση που λίγο ήθελε να τον καταπιεί.

Το βλέμμα αυτό ήταν μια δέσμη καθαρού, δυνατού και… εξωκοσμικού Φωτός! Δεν έβρισκε τα λόγια να το περιγράψει στον εαυτό του, δεν είχε την λόγια μόρφωση των Φαρισαίων ή το ποιητικό ταλέντο του Δαβίδ να την αποδώσει σε ένα χαρτί.

Κείνο που ήξερε ήταν πως μέσα από μια σπηλιά, του μυαλού ή της ψυχής του, άκουσε… «Σίμωνα, από σήμερα θα είσαι Μαζί μου…»

Και, όσο παράλογο κι αν θα του φαινόταν δέκα λεπτά πριν, δεν είχε τη δύναμη ή τη θέληση να αρνηθεί.

Κείνη η κλήση ήταν η φωνή της ίδιας της ύπαρξής του και δεν μπορείς να αντικρούσεις τη φωνή της ύπαρξής σου.

Και έτσι, σε μια χαοτική ρωγμή του χρόνου, τα παράτησε όλα και Τον ακολούθησε…

Ο γέρο-Σίμων, που κάποτε, πριν από χίλιες αιωνιότητες, τον αποκαλούσαν Πέτρο, ξύπνησε στο φτωχικό δωμάτιο κάποιων άγνωστων ανθρώπων που τον κοιτούσαν μελαγχολικά. Διέκρινε το γλυκό πρόσωπο μιας κόρης, τον πατέρα της και μια ηλικιωμένη γυναίκα.

«Συνήλθες;», τον ρώτησε ο άντρας και το σκληρό του βλέμμα έδειχνε να τον ψηλαφεί από πάνω μέχρι κάτω.

«Εεε… ναι… μα…»

«Σε βρήκαμε έξω απ’ τη πόρτα. Ήσουν άσπρος σα πεθαμένος», διευκρίνισε η γριά κλείνοντας τη φράση της με ακατάληπτους εξορκισμούς του θανάτου.

Η κοπέλα του έφερε μια κούπα νερό στα χείλη του. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το δέρμα του είχε ξεραθεί και έκαιγε.

Έκαιγε ολόκληρος. Εσωτερικά κι εξωτερικά.

«Είμαι άρρωστος;», περισσότερο απεφάνθη παρά ρώτησε.

«Σε λίγο έρχεται η γυναίκα μου με λίγο ζωμό. Δεν έχεις τίποτε. Έτσι νομίζω», απάντησε αμέσως ο πατέρας που το βλέμμα του ήταν καχύποπτο, αεικίνητο.

«Έμπορος είσαι;»

Ο Σίμων ξαφνικά τα θυμήθηκε όλα. Πως είχαν έρθει για το Πάσχα με το γιο του και την ανιψιά του στην Ιερουσαλήμ, πως είχαν περάσει μερικές μέρες στο Ναό για τα καθιερωμένα της πανάρχαιας πίστης τους, πως ετοιμάζονταν πια, μεταπασχάλια να ξαναγυρίσουν στην αγαπημένη τους Γαλιλαία.

Την τελευταία ημέρα, την ημέρα των ετοιμασιών στο σπίτι των φίλων και αδελφών που τους φιλοξενούσαν, αποφάσισε να κάνει μια επίσκεψη σε έναν παλιό του φίλο στη Δυτική Συνοικία της πόλης. Τον γνώριζε από τότε, από εκείνα τα φοβερά τρία χρόνια που κανείς δεν είχε ξεχάσει αλλά και κανείς δεν ήθελε πια να θυμάται. (Κανείς… όχι ακριβώς, υπήρχε κι εκείνος ο παλαβιάρης πρώην Φαρισαίος από την Ταρσό που είχε γυρίσει τρεις φορές όλη την αυτοκρατορία και… τέλος πάντων). Ήταν εκείνος που είχε τολμήσει να βοηθήσει τον Διδάσκαλο να μεταφέρει το Ξύλο στο δρόμο προς το Γολγοθά. Κάθε χρόνο που ερχόταν στην Ιερουσαλήμ σκεφτόταν να τον επισκεφτεί και κάθε χρόνο το ανέβαλλε. Για κάποιο περίεργο λόγο, αυτή τη φορά είχε την αποφασιστικότητα και την δύναμη να το κάνει. Και με βήματα γρήγορα και την καρδιά του να βροντάει στο στήθος του, βγήκε στα σοκάκια της πόλης…

«Δεν μου απάντησες. Έμπορος είσαι;»

Η ερώτηση του άντρα είχε πια τον καθαρό τόνο του ανακριτή.

«Εεε, όχι, όχι. Ψαράς είμαι… ήμουν δηλαδή. Τώρα πια είμαι πλοιοκτήτης… στη Γαλιλαία»

«Φτου! Ειδωλολάτρες!», έκραξε ο άντρας και απομακρύνθηκε από κοντά του σα να είχε δίπλα του λεπρό.

«Ιερεμία!», τον μάλωσε η γριά μητέρα του, «να μην ακούσω ξανά τούτη τη λέξη στο σπίτι μας!»

Ο άντρας αποσύρθηκε στο μέσα δωμάτιο αφήνοντας την κόρη να κοιτάζει τρυφερά τον Σίμωνα.

«Συγνώμη, δεν θα μείνω άλλο…», είπε εκείνος και έκανε να σηκωθεί αλλά αμέσως μια σκοτοδίνη τον ξανάριξε στο κρεβάτι.

«Μην σηκώνεστε. Να έρθει η μητέρα πρώτα. Να πιείτε λίγο ζωμό. Οι δικοί σας που μένουν;»

«Στο σπίτι του Ζεφρά, στη μεγάλη Δεξαμενή…»

«Ναι, ξέρω. Θα πάω να τους ειδοποιήσω γιατί θα ανησυχούν», είπε τρυφερά η μικρή και ο Σίμων της χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη.

«Ευχαριστώ παιδί μου», της είπε. «Να ζητήσεις τον Ιωάννη, είναι ο γιος μου. Ο γιος του Π…, του Σίμωνα από τη Γαλιλαία. Και την ανιψιά μου, τη Ραχήλ. Είναι στα χρόνια σου περίπου και τόσο όμορφη όσο εσύ»

Η μικρή του χαμογέλασε και απομακρύνθηκε από το κρεβάτι. Κι αφού πήρε την άδεια του πατέρα της βγήκε από το μικρό σπίτι αφήνοντας τον Σίμωνα στο κρεβάτι με εκατομμύρια συναισθήματα και μια ψυχή έτοιμη να εκραγεί…

Εκείνο το βράδυ, όλη η ομάδα των μαθητών, αποκαμωμένη, είχε αποσυρθεί νωρίς. Όλοι κοιμόνταν. Ο Ματθαίος ροχάλιζε ως συνήθως, ο Ιούδας βογκούσε από κάποιο ενύπνιο, ο Ιωάννης, ο μικρός και αγαπημένος Του δεν ακουγόταν καθόλου.

Ο Πέτρος δεν κοιμόταν. Στριφογύριζε στα στρώματά του, φύσαγε και ξεφύσαγε. Ήθελε να ενοχλήσει το Διδάσκαλο αλλά ντρεπόταν. Όλη την ημέρα γυρνούσαν, Εκείνος δίδασκε, τα πλήθη ακολουθούσαν, κάποιοι από το Συμβούλιο τους κατασκόπευαν, που και που Ρωμαίοι έκαναν περιπόλους, έμεναν για λίγο, άκουγαν, χλεύαζαν, έφτυναν το χώμα και έφευγαν. Ένα κακό προαίσθημα τον είχε ζώσει, ένα φίδι που τον κατέτρωγε, όταν ήταν μαζί Του η ψυχή του αναπαυόταν μα όταν έμενε μόνος…

Σηκώθηκε από τα σκεπάσματά του και πλησίασε την άλλη πλευρά του δωματίου που είχε πλαγιάσει ο Ραβί. Τον βρήκε καθισμένο δίπλα στο μικρό παράθυρο να ατενίζει τον έναστρο ουρανό. Το ασημένιο φως της μισογεμάτης σελήνης απλωνόταν στο οστεώδες πρόσωπό Του και τόνιζε ακόμη περισσότερο τις όμορφες γωνίες του προσώπου Του.

Ο Σίμωνας ντράπηκε που μαγάριζε τη στιγμή κι έκανε να ξαναγυρίσει στο στρώμα του.

«Έλα κοντά μου Πέτρο!», άκουσε τη φωνή Του σαν βελούδινο χάδι στα αυτιά του και γύρισε.

Κουλουριάστηκε δίπλα Του σα να ήθελε να είναι η ελαχιστότερη των υπάρξεων δίπλα στον Διδάσκαλο και αρκέστηκε να Τον κοιτάζει στο μαγικό σεληνόφως. Ήξερε πως ήταν μια σπάνια στιγμή κοντά Του, μια προνομιούχα στιγμή που θα ήθελαν να ζήσουν χιλιάδες άλλοι και δε θα τη ζούσαν ποτέ.

«Ραβί…», ψέλλισε μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας και σαν άκουσε φωνή του σώπασε. Και δεν ήξερε γιατί, ήθελε να ξεσπάσει, να ξεσπάσει σε λυγμούς, να αφήσει τη καρδιά του να εκραγεί, να εκραγούν μαζί του και όλα τα άλλα γύρω του, όσα τον πλάκωναν και όσα τον έπνιγαν.

«Είσαι ανήσυχος Πέτρο… μα πρέπει να ξέρεις ότι δεν θα ησυχάσεις ποτέ…»

Ο Πέτρος είχε κλείσει τα μάτια. Δεν μπορούσε να κοιτάξει το Διδάσκαλο, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, ήταν ολόκληρος μια βουβή κραυγή.

Κάποια στιγμή ένιωσε το χέρι Του να χαϊδεύει τα μαλλιά του. Μονομιάς η φουρτούνα μέσα του κόπασε, η ψυχή γαλήνεψε, η καρδιά έπεσε στους σωστούς παλμούς της.

«Δάσκαλε…», πήγε να πει αλλά Εκείνος δεν τον άφησε. Του έσφιξε τον ώμο, τον χάιδεψε στο μάγουλο, τον ακινητοποίησε.

«Έχεις δει ποτέ σου τα αστέρια το βράδυ;», άκουσε την φωνή Του. «Αμέτρητα, άλλα πιο φωτεινά, άλλα λιγότερο μα όλα υπάρχουν για τη Δόξα Εκείνου…», συνέχισε ο Διδάσκαλος και η φωνή του τώρα έμοιαζε με γλυκό νανούρισμα. Ο Πέτρος λυμένος πια και χαλαρός έγειρε εμπρός στα πόδια Του και αφέθηκε.

«Κάποτε Με ρώτησαν το όνομά Μου. Θυμάσαι Πέτρο τι απάντησα;»

Ο απλοϊκός ψαράς ήταν κιόλας με το ένα πόδι στην αγκαλιά του ύπνου και μέσα σε δευτερόλεπτα θα κοιμόταν σαν μωρό. Ο Ιησούς τον χάιδευε τρυφερά. Μονάχα λίγο πριν βυθιστεί εντελώς στο μαυλιστικό ταξίδι της λήθης, άκουσε από μακριά τη γλυκιά φωνή Του.

«Είμαι Αυτός που Είμαι, αυτό είπα… και θα πρέπει σύντομα να το δουν και να το βιώσουν όλοι…»

Όταν άνοιξε τα μάτια του ένα άλλο αγαπημένο χέρι του χάιδευε το πρόσωπο.

«Τον είδα Ιωάννη!», ψέλλισε αμέσως με το που είδε τον μονάκριβο γιο του να κάθεται στο προσκεφάλι του. «Ναι, Τον είδα… στο…»

«Ησύχασε πατέρα, ησύχασε»

Τα μάτια του γέροντα αλιέα είχαν ανάψει, καθρέφτιζαν αληθινά την διάπυρη, αναστατωμένη ψυχή του. Ο Ιωάννης από την άλλη, ήρεμος και πράος προσπαθούσε να του μεταδώσει λίγη από τη γαλήνη του.

«Πρέπει να φύγουμε πατέρα. Μπορείς να σηκωθείς; Πως αισθάνεσαι;»

Ο Σίμων αντί απάντησης όρθωσε το κορμί του στο κρεβάτι του και αργά αλλά σίγουρα πάτησε και τα πόδια του. Ο Ιωάννης τον στήριζε και σύντομα ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η οικοδέσποινα.

«Τι κάνετε; Που πάτε;»

«Θα φύγουμε κυρά. Ευχαριστούμε για όσα έκανες. Ο πατέρας μου…»

«Ο πατέρας σου θα μείνει απόψε και θα κοιμηθεί εδώ. Ετοίμασα ζεστή σούπα και δεν θέλω αντιρρήσεις παιδί μου. Άσε εμάς τους μεγαλύτερους, ξέρουμε καλύτερα»

Ο Ιωάννης κοίταξε τον χλωμό ακόμη πατέρα του και δεν το σκέφτηκε πολύ. Τον βοήθησε να ξαπλώσει ξανά στο κρεβάτι του και έσπευσε να ευχαριστήσει την γυναίκα για τις περιποιήσεις της.

«Πρέπει να πάω στη Ραχήλ πατέρα», του είπε. «Συ κοιμήσου πάλι, είσαι σε καλά χέρια εδώ».

Ο Σίμων χαμογέλασε. Πόσο περήφανος ήταν για το γιο του. Πόσο καμάρωνε για κείνον.

«Να πας στη μικρή μας Ιωάννη», είπε και έγειρε στο στρώμα.

Ο Ιωάννης έφυγε και ύστερα από λίγο η γυναίκα πλησίασε τον κλινήρη με ένα πιάτο ζεστή σούπα.

«Έλα, σιγά σιγά…», είπε και τον βοήθησε να ανακαθίσει και να φάει.

«Είσαι ένας από εκείνους, έτσι δεν είναι;»

Η ερώτηση άναψε σαν φωτιά στο μυαλό του. Ώστε ήξερε;

«Ο Πέτρος δεν είσαι; Ξέρω ποιος είσαι αλλά μην φοβάσαι. Εδώ είσαι ασφαλής. Πάντα θα είσαι»

Ο Σίμωνας είχε παγώσει και δεν μπόρεσε να κατεβάσει άλλη γουλιά.

«Αναρωτιέσαι πως εγώ που έχω τα μισά σου χρόνια ξέρω για σας και για… Εκείνον… πολλοί είμαστε τέτοιοι… κρυβόμαστε, δεν μιλάμε, όσο πάει λιγοστεύουμε, αλλά… και σε κατάλαβα αμέσως!»

Ο Σίμωνας κοίταξε τη γυναίκα με βλέμμα ιδιαίτερο. Με απορία, έκπληξη αλλά και συμπάθεια. Ώστε υπήρχαν ακόμη οπαδοί Του;

«Και αν θες να ξέρεις… Τον έχω δει κι εγώ! Πρόσφατα!»

Ο Σίμωνας κόντεψε να πνιγεί, άφησε το πιάτο του να πέσει και κοίταξε με γουρλωμένα μάτια την γυναίκα.

«Τον… Τον έχεις δει;»

«Ναι…δυο φορές. Η μια ήταν πριν πέντε ημέρες. Κρύβεται. Και καλά κάνει»

Ο Σίμωνας αισθανόταν την καρδιά του να βροντάει πια σαν τρελή στο γέρικο στήθος του. Άρπαξε τη γυναίκα από τα μπράτσα και την ταρακούνησε.

«Που μένει; Που είναι το σπίτι Του;»

Η γυναίκα απομακρύνθηκε.

«Δεν ξέρω. Απλά τον είδα. Και δεν ήταν μόνος. Ήταν μαζί με…»

Ο Σίμωνας κατάλαβε, έκλεισε τα μάτια και την παρακάλεσε να μην συνεχίσει.

Από τη πρώτη στιγμή που την είδε, κάτι σαν μαύρο σύννεφο τον σκίασε. Και ήξερε πως όλα πια θα άλλαζαν, όλα θα ήταν διαφορετικά ανάμεσα σε κείνους και τον Διδάσκαλο. Η Μαρία ήταν όμορφη βέβαια και την ποθούσαν κρυφά όλοι οι μαθητές – εκτός ίσως από τον Ιωάννη που είχε το μυαλό και το κορμί του ήδη αφιερωμένο σε άλλα πράγματα – αλλά το κυριότερο ήταν πως είχε γίνει απαραίτητη και σ’ Εκείνον και στην ομάδα. Όταν κατέβηκαν από το Θαβώρ, μετά την φοβερή εμπειρία που είχαν ζήσει εκείνος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης όταν έγιναν μάρτυρες της φωτοχυσίας που είχε τυλίξει σαν λευκή θάλασσα τον Ραβί, εκείνη ήταν που έσπευσε να τον περιποιηθεί πρώτη, να του πλύνει τα πόδια, να του ετοιμάσει τα καθαρά σεντόνια, να τον φροντίσει.

Όταν γύρισαν από τη χώρα των Γαδαρηνών, των ελεεινών αυτών παγανιστών που τους έδιωξαν κακήν κακώς μετά από εκείνο το εξοντωτικό εξορκισμό του δύστυχου δαιμονισμένου βοσκού, εκείνη τον περίμενε στην ακρογιαλιά να τον υποδεχθεί πρώτη και καλύτερη, να του δώσει φαγητό και κρασί και να τον ρωτήσει για όσα είχαν γίνει.

Κι όταν έγινε το απίστευτο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, του αγαπημένου φίλου του Ιησού, εκείνη ήταν που πέρασε όλη την υπόλοιπη μέρα μαζί Του για να Τον ηρεμεί και να Τον κανακεύει.

Και εκτός απ΄όλα αυτά, εκείνη σιγά σιγά ήταν που κρατούσε το ταμείο, εκείνη έσπευδε να βρίσκει τα σπίτια που τους φιλοξενούσαν, τα φαγητά και το νερό, τα ζωντανά να τους μεταφέρουν στις δύσκολες ώρες.

Κανείς από τους μαθητές δεν την θεωρούσε ισότιμη, ίση και ισάξια. Αλλά και κανείς δεν ήθελε να την διώξει από το πλευρό Του. Και ο Διδάσκαλος, αλήθεια είναι, δεν ήθελε να τους ξεχωρίζει, να τους διακρίνει, να τους διαιρεί. Κι όμως, το ήξεραν, το διαισθάνονταν, το φοβόνταν όλοι. Πιο πολύ και από τους Σαχρεντίν, κι από τους Ρωμαίους και από τον Σατανά τον ίδιο, όλοι τους εκείνη είχαν σε φόβο. Γιατί το Έργο κινδύνευε, η Αποστολή τους να πάει στο βρόντο, όλα να χαθούν.

Και τότε…

Είχε βραδιάσει. Ο Πέτρος είχε ανασηκωθεί. Καθόταν σκυφτός στο κρεβάτι του και έκλαιγε. Έκλαιγε με αναφιλητά, βγάζοντας συριχτές κραυγές, πιο πολύ εσωτερικά παρά εξωτερικά. Τούτο το θέαμα είχε τρομάξει τη γυναίκα και τον Ιωάννη. Ο κάποτε ΄κλειδοκράτορας’ της Σωτηρίας, ο άνθρωπος που πάνω του θα έχτιζε Εκείνος το Βασίλειό Του, γέροντας πια, ανήμπορος και τελειωμένος, στην αποδρομή του βίου του, σε ένα άγνωστο σπίτι, μπροστά στο παιδί του και μια περίεργη γυναίκα έκλαιγε σα μωρό παιδί.

«Θέλω να Τον… Κύριε… Διδάσκαλε… γιατί…»

Τα λόγια, οι λέξεις, οι συλλαβές, οι αναμνήσεις, το βάρος μιας ολόκληρης ζωής, το Έργο που τελείωσε πριν καν αρχίσει, Εκείνος που όταν έχασε εκείνη που αγαπούσε…

Με κάποιο τρόπο, παράξενο και σαφή, ο Πέτρος συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν η τελευταία του νύχτα. Μια νύχτα που θα την περνούσε μακριά από την αγαπημένη του Γαλιλαία, από τα χώματα που ξεκίνησε κάποτε, πριν από εφτά δεκαετίες τη γήινη περιπέτειά του, τα χώματα που είχε ζήσει όλες τις χαρές και τις λύπες του, που είχε συναντήσει Εκείνον, ή μάλλον, που το Άπειρο τον είχε, έστω για λίγο αγγίξει…

«Ιωάννη, πρέπει… πρέπει να σας πω… και που είναι μάρτυρας και η γυναίκα αυτή το θεωρώ καλό σημείο, ναι, πριν οτιδήποτε άλλο, πρέπει να σας πω…», είπε ξαφνικά και το πρόσωπό του είχε φωτιστεί, έτσι όπως τότε, στο όρος Θαβώρ, όταν ο Ραβί τους είχε πάρει μαζί Του, εκείνον, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και όλα είχαν ξαφνικά λουστεί στο άκτιστο Φως των Αιώνων…

«Πατέρα…», διαμαρτυρήθηκε ο Ιωάννης αλλά εισέπραξε μια έντονη χειρονομία από εκείνον που ακόμη σπαρασσόταν από τους λυγμούς.

Η γυναίκα τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Ο άντρας της είχε πάρει τη κόρη τους και τη μάνα του και είχαν πάει να περάσουν τη βραδιά στο σπίτι του αδελφού του για να μην έχουν καμιά σχέση με έναν ‘εθνικό’, έναν ειδωλολάτρη. Έτσι είχε όλη την ησυχία και την άνεση να ζήσει αυτές τις σπάνιες στιγμές με έναν από τους μαθητές Εκείνου…

«Πατέρα, ησύχασε…», είπε ο νεαρός με έντονη την ανησυχία στο βλέμμα του καθώς προαισθανόταν κι εκείνος το τέλος που ερχόταν στη ζωή του ταλαιπωρημένου πατέρα του.

Ο Πέτρος σηκώθηκε από το κρεβάτι του και προχώρησε προς το μικρό παραθυράκι του δωματίου. Απ’ έξω η αρχαία πόλη ησύχαζε. Που και που ακούγονταν βήματα μοναχικών διαβατών και πιο σπάνια περίπολοι της Φρουράς του Πραιτορίου που επιθεωρούσαν τους σκοτεινούς δρόμους.

«Κάποτε», άρχισε να τους λέει, «σ’ αυτήν εδώ την πόλη, την ιερή για όλους μας πόλη, έγινε ένα θαύμα… δεν ξέρω αν το συνειδητοποίησαν πολλοί, δεν ξέρω αν το κατάλαβαν, αν το βίωσαν, αν το έζησαν πολλοί, ξέρω όμως ότι έγινε ένα θαύμα… στη ζωή τη δική μας… στη ζωή όσων ήταν κοντά Του…»

Ο Ιωάννης είχε έλθει δίπλα του και του κρατούσε το ρυτιδιασμένο χέρι του. Ο πατέρας του ήταν για κείνον ολόκληρος ο κόσμος μετά τον πρόωρο χαμό της μητέρας. Και τώρα…

«…Πριν από Εκείνον δεν ξέραμε, δεν υποψιαζόμασταν, δεν… δεν υπήρχαμε… όλοι το νιώθαμε, όλων η καρδιά είχε τον ίδιο χτύπο… Εκείνος είχε έλθει και μας είχε κοιτάξει… και από κείνη την ώρα μας πήρε στην αγκαλιά της μια θάλασσα που όμοιά της δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι υπήρχε… Μια θάλασσα όμορφη, τεράστια αλλά… κόκκινη, κόκκινη σαν το αίμα!...»

Ο πρώην απόστολος ρίγησε και η φωνή του έσπασε. Ο Ιωάννης τον έσφιξε και τον συνόδευσε και πάλι στο κρεβάτι.

Η γυναίκα έφερε λίγο κρασί για όλους.

«Τι ήταν εκείνο που μας τράβηξε τη ψυχή, μας την… πήρε και την έφερε, σαν ανεμοδούρα που παίρνει το σκαφάκι, το γυρνάει και το γυρίζει σα ξυλαράκι… να, έτσι γίναμε όλοι μέσα μας… και μαζί, πώς να το πω… πιο όμορφοι, πιο ήρεμοι, λες κι επειδή ήταν Εκείνος μαζί μας, δεν είχαμε να φοβόμαστε τίποτε…»

Το βλέμμα του γέροντα ψαρά είχε γλυκάνει, το ίδιο και η φωνή του και το ωραίο κρασί είχε ροδίσει τα μάγουλά του. Ο Ιωάννης δεν είχε ξαναδεί τον πατέρα του τόσο… εσωτερικά φωτεινό, τόσο διαφορετικό.

«Εκείνη την άνοιξη, τη τελευταία μας μαζί Του…όταν όλοι έζησαν την… την ανάσταση του παιδικού του φίλου…»

«Του Λαζάρου!», συμπλήρωσε η γυναίκα με γουρλωμένα μάτια.

«Ναι, λίγο μετά… δεν ξέρω, όλα άλλαξαν… έφταιγε η αρρώστια της Μαρίας… κι Εκείνος ήξερε βέβαια… το παιδί που είχε στα σπλάχνα της, κάτι δεν πήγαινε καλά, η εγκυμοσύνη δεν πήγαινε καλά και ο Ραβί την αγαπούσε τόσο πολύ… και ξαφνικά, ένα τεράστιο ρήγμα Τον έσκισε, Τον άνοιξε στα δυο, από τη μια το Έργο, η Αποστολή, από την άλλη η Μαρία, η νέα ζωή μέσα της, η συνέχειά Του…»

«Μα πατέρα…», διέκοψε ο Ιωάννης.

«Δικό Του ήταν! Κι αν δεν ήταν, το θεωρούσε δικό Του. Ποτέ δεν έμαθε στ’ αλήθεια κανείς, τι σημασία έχει;»

Η γυναίκα είχε κοκαλώσει στη θέση της.

«Προτού μπούμε στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα, χιλιάδες μας περίμεναν, πλήθη αμέτρητα, μα λίγο πριν, εκείνο το βράδυ…»

Η μαμή βγήκε από την κάμαρη της εγκυμονούσης με βλέμμα σκοτεινό, χλομή και κάθιδρη. Το δικό Του βλέμμα αντίθετα ήταν όλες οι φωτιές της Δημιουργίας και όλες οι θύελλες των κατακλυσμών.

«Ένα από τα δυο… μια από τις δυο…», είπε και Εκείνος όρμηξε στο δωμάτιο να παλέψει ενάντια στο θάνατο όπως τόσες και τόσες φορές είχε κάνει ως τώρα.

Η Μαρία πάλευε, άρπαζε τις κοπέλες, τις τραβούσε, σφάδαζε σα ζώο, ούρλιαζε, χτυπιόταν… Σαν μπήκε Εκείνος, μονομιάς ησύχασε, οι τρομακτικοί πόνοι καταλάγιασαν όπως κάποτε όταν μπήκε στη θάλασσα τα κύματα του έγλειφαν τα πόδια και ο άνεμος Τον προσκύνησε, ναι, έτσι Τον προσκύνησε κι ο πόνος… Της άγγιξε το μέτωπο και ο μορφασμός του θανάτου έφυγε για λίγο από το ωραίο πρόσωπό της, μόνο για λίγο…

Οι κοπέλες μέριασαν στην άκρη του μικρού δωματίου σαν τρομαγμένα ζωάκια, μαζεύτηκαν και κλείσαν τα μάτια καθώς Εκείνος όρθωσε το αριστερό Του χέρι στον ουρανό, όπως είχε κάνει και έξω από το βράχο του Λαζάρου, σήκωσε το πηγούνι Του ενώ με το άλλο χέρι έσφιγγε δυνατά το μέτωπό της…

Η μια από τις κοπέλες δεν άντεξε, άνοιξε τα μάτια της και κείνο που αντίκρισε την άφησε μισότυφλη για όλη την υπόλοιπη ρημαγμένη ζωή της.

Ο Ιησούς – θεραπευτής και Θεουργός, εφελκύοντας κολοσσιαίες Δυνάμεις συνεργούς στη προσπάθειά Του, είχε λουστεί σε ένα τρομακτικό γαλαζόλευκο φως που ήταν αδύνατο να το αντέξει κανείς. Σείστηκε η γη και δονήθηκαν για λίγο άνθρωποι και κτίσματα σε απόσταση χιλιομέτρων καθώς ο Κύριος των Δυνάμεων πάλευε να σώσει μάνα και κόρη από το χαμό, από το πέρασμα στην άλλη όχθη…

Δεν τα κατάφερε. Ως κι Εκείνος. Όχι εντελώς. Η Θεία Οικονομία μερίμνησε για τη νεότερη ύπαρξη, χαμογέλασε στη καινούργια ψυχή που ερχόταν στο κόσμο κι άφησε τα μάτια της όμορφης Μαρίας για πάντα πλέον σφαλιστά…

«Αυτό… αυτό ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να το αντέξει…», είπε ο Πέτρος ιδρωμένος, συνεπαρμένος από την αφήγησή του, όπως ξαναζούσε όσα έγιναν εκείνες τις φοβερές ημέρες που οι τύχες της ανθρωπότητας παίζονταν στις στιγμές, στους λυγμούς, στις ρυτίδες της Αιωνιότητας που είχε σαρκωθεί στον άντρα εκείνο που περπάτησε κάποτε στη Γη…

Η γυναίκα έφερε κι άλλο κρασί και ξαναμμένη κι εκείνη είχε λύσει το πανωφόρι της κι είχε λύσει τα μαλλιά της.

Ο Ιωάννης είχε σκύψει το κεφάλι και ρουφούσε τα λόγια του πατέρα του. Ήταν τα στερνά του, τα πιο ιερά, τα πιο αληθινά.

Και τα πιο δύσκολα.

«Από κείνη την ημέρα… όλα αφανίστηκαν, όλα τελείωσαν, δεν ξέρω, ακόμα και σήμερα δεν ξέρω πως…»

«Η μικρή;», ρώτησε ο Ιωάννης.

«Την παραδώσαμε στο σπίτι του Νομοδιδάσκαλου Νικοδήμου που ο Ραβί τον εμπιστευόταν απόλυτα. Δεν την ξανάδε κανείς… έως πρόσφατα...», συμπλήρωσε ο Πέτρος και κοίταξε την γυναίκα που κούναγε το κεφάλι της με θαυμασμό, έκπληξη και δέος.

«Και μια βδομάδα μετά, στο ανώγειο, μας συγκέντρωσε όλους για τον Τελευταίο Δείπνο… Εκεί μας τα είπε όλα…»

Όλοι μαζεμένοι γύρω από το Διδάσκαλο. Στο χλομό φως των κεριών που κάνει τις σκιές να τρεμοπαίζουν στα θλιμμένα πρόσωπά τους. Όλοι μαζί, πάλι, όπως εκατοντάδες φορές τα τελευταία τρία χρόνια. Μαζί. Για τελευταία φορά.

Ο Διδάσκαλος τους έπλυνε τα πόδια, έκοψε το ψωμί, γέμισε όλες τις κούπες με το κόκκινο κρασί. Κανείς δεν μιλούσε. Τη σιωπή την έκοβες με το μαχαίρι στο φτωχικό τούτο ανώγειο. Επιτέλους, ήρθε η στιγμή να τους μιλήσει.

«Περπάτησα πολύ για να φτάσω ίσαμε δω… το ξέρετε… μαζί διανύσαμε όλη τούτη την απόσταση…»

Η φωνή Του βαθιά, ήρεμη, γεμάτη. Το βλέμμα να αφήνει τον ένα μαθητή και να γραπώνεται στον άλλο. Τα χέρια να ανοίγουν και να κλείνουν σε κύκλους και σε ημικύκλια. Τα μαλλιά να τρέχουν ελεύθερα στους ώμους, να γυαλίζουν στο φως των κεριών. Το δέρμα ηλεκτρισμένο, τα αγγίγματα γεμάτα σημασία και περιεχόμενο.

Ο Πέτρος καθόταν δεξιά. Ο Ιούδας στ’ αριστερά. Ο Ιωάννης σιωπηλός απέναντι κοντά στον Ιάκωβο. Οι άλλοι ολόγυρα.

«…δεν σας κάλεσα τυχαία να είστε μαζί μου. Όλοι σας, ο καθένας από σας είναι και μια όψη του Έργου. Τώρα δεν το υποψιάζεστε, μετά θα σας γίνει γνωστό… να είστε αγαπημένοι, θα έρθουν δύσκολες μέρες…»

Ο Ιούδας βούτηξε το ψωμί του στο κρασί και ξαφνικά σηκώθηκε και σιωπηλά έφυγε.

«Που πάει αυτός;», πετάχτηκε ο Ματθαίος με μάτια που έκαιγαν.

«Ησύχασε. Πηγαίνει εκεί που πρέπει…», τον μάλωσε ο Ραβί.

Δείπνησαν πιο σιωπηλοί, πιο βουβοί από ποτέ. Κανείς δεν ήξερε ακόμη, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί…

Ο Πέτρος αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν όπως η άμμος που τρέχει ανάμεσα στα δάχτυλα και χάνεται στο πουθενά. Κι όπως τα ξαναζούσε τώρα όλα, λέξη τη λέξη, εικόνα την εικόνα, στιγμή τη στιγμή, όπως τα άφηνε να βγαίνουν από μέσα του, αλάφρωνε, άδειαζε, αφαιρούσε… Και ο Ιωάννης του κρατούσε το χέρι και ανάσαινε δυνατά.

«Πατέρα…»

«Στη Γεσθημανή… εκεί έγιναν όλα, εκεί…», είπε και μια κραυγή βγήκε σαν φωτιά από τα σπλάχνα του. Η γυναίκα κόντεψε να βάλει τις φωνές. Είχε τρομοκρατηθεί. Από ώρα τώρα έβλεπε το φως του γέρου να τρεμοσβήνει, όπως μπορούσε να βλέπει η μάνα της και η μάνα της μάνας της… Και τούτο το φως ήταν… το πιο αλλόκοτο απ’ όσα είχε αξιωθεί να δει ως σήμερα. Είχε μέσα του όλο το θάνατο και όλη την αθανασία…

«Στον ελαιώνα της Γεσθημανής… στην ελιά, τη μεγάλη, αυτή δίπλα στη ξερολιθιά, στην έχω δείξει παιδί μου…»

«Ναι πατέρα, μου την έχεις δείξει...»

«Στην ελιά αυτή την αγιασμένη που ήπιε όλα τα δάκρυά Του… κείνο το άγιο νερό ανάμικτο με το αίμα Του…»

«Τι έγινε εκεί; Εκεί δεν Τον συνέλαβαν;», πετάχτηκε η γυναίκα αλαφιασμένη.

«Όχι! Όχι, όχι Αυτόν!», έκραξε ο ψαράς και έχασε τις αισθήσεις του.

Το φριχτό μαρτύριο τον είχε εξαντλήσει, δεν άντεχε πια. Ο άνθρωπος που κρεμόταν πια από μια κλωστή, από μια ύστατη ανάσα, από μια προσευχή, άνοιξε για μια τελευταία φορά τα μάτια του, ατένισε μέσα από τα δάκρυά του το στερέωμα και ψέλλισε μερικές συλλαβές που δε θα μπορούσε να ακούσει κανείς.

Κανείς;

Εκτός ίσως από Εκείνον…

Στο μυαλό του πέρασαν γρήγορα οι τελευταίες εικόνες της γήινης διαδρομής του.

Η συνάντηση στον Κήπο με τον Διδάσκαλο.

Το φιλί που του έδωσε.

Τα τελευταία λόγια Εκείνου προς τους έκπληκτους μαθητές.

Η ιερή υπόσχεση που αντάλλαξαν μυστικά.

Να μη μάθει ποτέ κανένας.

Ποτέ…

Την αναχώρηση του Διδασκάλου μέσα στη τεράστια νύχτα.

Τα τρομερά συναισθήματά του όταν έμεινε μόνος… στο Κήπο της Εγκατάλειψης.

Στο Κήπο της Ιερής Αγάπης που δε θα μάθαινε ποτέ κανείς πόσο ασύνορη υπήρξε…

Τον ερχομό των στρατιωτών…

Δάδες, φωνές, η οδός του μυστικού μαρτυρίου που απλώνεται εμπρός του…

Ο ιδρώτας που ποτίζει το χώμα…

Και η παράδοση… η παράδοση σε κείνους που λίγες μέρες πριν ήθελε να παραδώσει Εκείνον…

Δεν το περίμενε, μειδίασε…

Ανακουφισμένος, πλήρης…

Δικαιωμένος…

Έκλεισε τα μάτια, ετοιμάστηκε να αναχωρήσει και για στερνή φορά αναρωτήθηκε…

αναρωτήθηκε που να ήταν Εκείνος…

Εκείνος που έπρεπε να συνεχίσει…

Ιούνιος 2009

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009


Όπου κι αν με κόψεις…


Όπου κι αν κοιτάξεις μέσα μου

Θα βρεις εσένα

Όπου κι αν μ’αγγίξεις

Το δικό σου ρίγος…


Όπου κι αν με κόψεις

Το δικό σου αίμα θα τρέξει…


Αν έφευγες

Θα έκανα το μέλλον παρελθόν

Τη δράση μου αναδρομή

Την ανάσα του χρόνου

Απολίθωμα της αγάπης μου

Για να σε έχω πάντοτε κοντά μου

Όμως αν έμενες…

Ό,τι κι αν ανασύρεις από μέσα μου

Είναι η δική σου εικόνα

Κι όλα μου τα δάκρυα

Οι φυλακισμένες ενοχές μου

Όποιο δωμάτιο κι αν ανοίξεις μέσα μου

Φιλοξενώ εσένα


Όπου κι αν με κόψεις

Το δικό σου αίμα θα τρέξει…


Ιούνιος 2009

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009



ΜΑΝΔΥΕΣ

 

 

Είμαστε

χορευτές από φωτιά

σ'ένα χιονισμένο σεντόνι

σαλεύουμε

αέναα απροσανατόλιστοι

ερωτικά και λάγνα

λατρεύοντας το θάνατό μας

 

Είμαστε

ροές φωτός

πλεξούδες χρόνου

αιχμάλωτοι ενός ανδρείου στρατού

από φαντάσματα ριψάσπιδων Ηρώων

και νεκροστόλιστες ιέρειες της Δόξας

 

Είμαστε

ποτάμια και χείμαρροι αιωνιότητας

που χύνονται στις θάλασσες

θνητών προσδοκιών

βλέμματα ερωτευμένων θεών

και ρυτίδες από σκόνη και θειάφι του Ηφαίστου...

 

 

Δευτέρα

Έξι ημέρες μετά...

          "Έρχομαι εδώ, κάθε απόγευμα, την ίδια περίπου ώρα, εφτά με εφτάμιση... έρχομαι γεμάτος πάντα από τις ίδιες ερωτήσεις και φεύγω πάντα χωρίς απαντήσεις. Δεν ξέρω αν μ'ακούς, δεν ξέρω αν με αντιλαμβάνεσαι καν, -στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα τι ακούς και τι αντιλαμβάνεσαι απ'όσα γίνονται γύρω σου- και ίσως να μην έχει πια και τόση σημασία. Όλες αυτές τις μέρες που άλλαξα το απογευματινό μου πρόγραμμα και το προσάρμοσα σε σένα, σκέφτομαι, σκέφτομαι διαρκώς. Να κι ένα καλό που μου έχει κάνει αυτός ο περίεργος μονόπλευρος 'διάλογος' που κάνουμε όλες αυτές τις μέρες. Με έχεις κάνει και σκέφτομαι... Δεν είναι περίεργο; Ως τα σήμερα, δεν είχα συνειδητοποιήσει μια απλή αλήθεια: Πάντα αρχίζεις να σκέφτεσαι μπροστά σε ένα θεόρατο, απροσπέλαστο τοίχο. Αν βρεις την έξοδο, το πέρασμα, σταματάς να σκέφτεσαι και τότε δρας.

            Σου έχω πει ότι είμαι αστυνομικός, έτσι δεν είναι; Ναι, στο έχω πει δεκάδες φορές, τόσες που έστω και αν δεν με ακούς, θα με έχεις σκυλοβαρεθεί. Ξέρεις, όταν ήμουν μικρός, πιτσιρικάς, 12, 13 ετών, νόμιζα πως είναι πολύ σπουδαίο πράγμα να είσαι αστυνομικός. Έβλεπα τότε συνέχεια αυτές τις Γαλλικές παλιές ταινίες με τον Αλαιν Ντελόν, ξέρεις, κι όλους αυτούς, με τις ωραίες καμπαρντίνες, τα ακριβά αυτοκίνητα και τις εξωτικές γκόμενες και σκεφτόμουνα: 'Να τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Ο λόγος μου θα έχει αξία και θα με σέβονται όλοι'. Ναι, μην σου φαίνεται αστείο, έτσι έλεγα αλλά το δυστύχημα δεν είναι ότι το έλεγα τότε αλλά ότι το λέω καμιά φορά ακόμα και τώρα!.

          Δεν σε πειράζει αν καπνίσω, ε; Ξέρεις, δεν μπορώ να μιλάω μόνος μου και να μην καπνίζω. Είναι μια ψευδαίσθηση, έτσι δε λένε, ότι το τσιγάρο σου κρατάει συντροφιά. Τέλος πάντων. Όλες αυτές τις μέρες που έρχομαι με τόσες ερωτήσεις και τις παίρνω μαζί μου όταν φεύγω, όλες αυτές τις ώρες που περνάω, εδώ, δίπλα σου, σ'αυτό το δωμάτιο με τη θέα στο Σαρωνικό -τουλάχιστον από θέα καλά σε βολέψανε, έτσι; Δεν έχεις παράπονο- όλες αυτές τις σιωπηλές μέρες που σου λέω τόσα πολλά και δεν μου λες τίποτα, κλωθογυρίζει στο μυαλό μου όχι μονάχα το τι είδες εκείνη τη φοβερή νύχτα στο εργοστάσιο, αλλά η ίδια η δουλειά σου. Ναι, μην σου κάνει περιέργεια. Έψαξα και ρώτησα όλο αυτό το καιρό για τη δουλειά αυτή. Του νυχτοφύλακα δηλαδή, που τώρα τη λένε 'σεκιούριτι'. Βρήκα ανθρώπους, συναδέλφους σου ας πούμε, σε νυχτερινές βάρδιες σε άλλα εργοστάσια ή επιχειρήσεις. Κωλοδουλειά φίλε μου. Σου βγάζω το καπέλο. Σκέτη βρομοδουλειά και από τις χειρότερες μάλιστα. Μέχρι πρόσφατα δεν είχα ιδέα και να με συγχωρείς. Νόμιζα δηλαδή ότι οι σεκιούριτι, πως τους λέτε εσείς, δεν κάνουν τίποτα. Φοράνε την στολή τους, κάνουνε το σουλάτσο τους, πίνουνε το καφεδάκι τους, διαβάζουνε και τα αθλητικά και ο μήνας έχει εννιά. Το ξαναλέω, δεν είχα ιδέα. Σκατοδουλειά και τώρα καταλαβαίνω πόση ανάγκη και κόψιμο θα πρέπει να έχει κανείς από λεφτά για να κάνει αυτή τη δουλειά. Και μάλιστα, ένας νεαρός όπως εσύ, μορφωμένος, τι μορφωμένος, μερικοί είπαν διανοούμενος, που έχει κατεβάσει δυο βιβλιοθήκες βιβλία και ξέρει και να μιλάει και να συμπεριφέρεται. Ναι, φαντάζομαι πόση ανάγκη θα πρέπει να είχες για να δεχτείς αυτή τη θέση, σ'αυτό το ερειπωμένο εργοστάσιο - φάντασμα που έχει γίνει αποικία για τις κατσαρίδες και τα ποντίκια.

          Δεν σε πειράζει που θα τσιμπήσω κάτι, ε; Είμαι από το πρωί με ένα σάντουιτς και είκοσι καφέδες. Μην απορείς που τα βγάζει πέρα το στομάχι μου με τόση καφεΐνη. Σαράβαλο είναι κι αυτό όπως κι εγώ. Απλά τους πίνω νερωμένους πια, σκέτη αηδία, μόνο και μόνο για να έχω κάτι να απασχολούμαι. Τι έλεγα πριν για τη δουλειά σου; Ε, και η δική μου δεν πάει πίσω, να το ξέρεις. Κερατοδουλειά, όπως την έλεγε και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, ναι, αυτό είναι, κερατοδουλειά.

          Πέρασε η ώρα, πρέπει να σ'αφήσω παλικάρι μου. Σαν να ίσιωσε λιγάκι το χρώμα σου σήμερα, ή φταίει το δειλινό; Τι να πω, καληνύχτα θα σου πω και αύριο πάλι."

 

 

Τετάρτη

Οκτώ ημέρες μετά

          "Λοιπόν, φίλε μου, ξέρεις, σήμερα είχα πάει μια βόλτα από το εργοστάσιο. Τώρα θα μου πεις, τι πήγα να κάνω εκεί πέρα; Ε, τα'παμε, διαστροφή του επαγγέλματος. Μου χάλασε η διάθεση όμως, αλήθεια στο λέω. Σκέφτομαι τόσες μέρες τώρα πως για να μπορέσει εκείνο που συνέβη εκείνο το βράδυ, εκείνο που είδες να συμβαίνει να σου κάνει όλη τούτη τη ζημιά, ώστε να μην βγάζεις μιλιά, να τρως με δυσκολία και να κάθεσαι με τις ώρες να αγναντεύεις τις βάρκες και τα καράβια στο Σαρωνικό, λέω δηλαδή, πως θα πρέπει, ό,τι κι αν ήταν αυτό, να ήταν τρομερό, τι λέω, απίστευτο θα πρέπει να ήταν, να μην μπόρεσε να το χωρέσει ο νους σου, να μην άντεξε το μυαλό σου, να αρνήθηκαν τα μάτια σου πως είναι αλήθεια. Εμείς, πάλι, στην αστυνομία, ξέρεις, μαθαίνουμε να δουλεύουμε αλλιώς, πως να στο εξηγήσω, να, πως για κάθε τι που γίνεται, κάτι άλλο έχει προηγηθεί. Δεν είμαι και φιλόσοφος για να στο βάλω σε μια θεωρία, εσύ που διαβάζεις τόσα πολλά θα μπορούσες να το κάνεις. Πως δηλαδή, δεν γεννιέται κάτι από το μηδέν, κατάλαβες; Πως τίποτα δεν ξεπηδάει από το κενό, από το χάος, πως αν βρω το μαχαίρι του φόνου θα βρω και το χέρι που το κρατούσε, κατάλαβες; Το μαχαίρι δε θα σηκωθεί ποτέ από μόνο του να πάει να κάνει το κακό, το χέρι χρειάζομαι, γιατί το χέρι θα με πάει στο μυαλό που το έσπρωξε. Απλά πράγματα, θα πεις. Στη πράξη όμως, καμιά φορά, ως και τα πιο απλά αναιρούνται. Και πρέπει πάλι να ξεκινάς από το μηδέν... Μακάρι να ήξερα με σένα ποιο είναι το μηδέν.

          Σου είπα για το εργοστάσιο ή με έπιασε πάλι η φλυαρία και το ξέχασα; Ε, λοιπόν, σε λίγες μέρες, λέει δε θα υπάρχει ούτε εργοστάσιο ούτε πέτρα όρθια από αυτό το θηρίο. Θα μπουν μπουλντόζες και εργάτες και θα το κάνουν ρημαδιό. Ο νέος ιδιοκτήτης, έμαθα, βιάζεται, δεν μπορεί να περιμένει άλλο και βάζει μπρος. Και δεν έχει κι άδικο, εδώ που τα λέμε. Σαν στοιχειωμένος πύργος είναι αυτό το πράγμα, σε πιάνει η ψυχή σου όταν ζυγώνεις. Δεν στο κρύβω φίλε μου, δέκα λεπτά έμεινα εκεί μέσα και ήταν και ντάλα μεσημέρι αλλά όταν έφυγα ρουφούσα τον αέρα λες και είχα βγει από τον βουλιαγμένο Τιτανικό! Πήγα σε ένα παγκάκι πιο κει και έκατσα να ηρεμήσω. Σκεφτόμουνα πως τόσους μήνες -έξι;- ήσουνα εκεί, σχεδόν κάθε βράδυ, οχτώ ώρες, μόνος σου και με έπιασε κρύος ιδρώτας.

          Λέω να πηγαίνω. Έχει τα γενέθλιά του ο μικρός μου γιος και, καταλαβαίνεις. Θα'ρθω πάλι αύριο. Θα πιάσω και τη γιατρίνα σου να μάθω νέα. Καληνύχτα αγόρι μου..."

 

 

Είμαστε

κουρασμένοι πολεμιστές

από αναρίθμητες μάχες

νανουριζόμαστε από σπαραγμούς αρρώστων

στο χνώτο μας κουρνιάζει ο θάνατος

 

Είμαστε

φρενιασμένα όνειρα στην καταιγίδα

περάσαμε από τις Πύλες της Γέννησης

και απλωνόμαστε ράθυμα

στον ανοιξιάτικο κάμπο του σύμπαντος

 

Είμαστε

μολυσμένα απόβλητα του φόβου μας

περήφανοι κάποτε βαδίζαμε

σε Σκαμάνδρια πεδία και Πύλες Λεόντων

μα τα ίχνη μας χάθηκαν για πάντα

στις χώρες των Φαιάκων

και σε νησιά βλάσφημων, πόρνων, μαγισσών...

 

 

Πέμπτη

Εννιά ημέρες μετά

          "Λοιπόν σήμερα σου φέρνω μάλλον ευχάριστα νέα. Λίγο πριν μιλούσα με τη γιατρίνα σου -θα πρέπει να παραδεχθείς ότι έχουν πολύ ωραίες γιατρίνες και νοσοκόμες εδώ μέσα-. Μου τα είπε όπως έχουν τα πράγματα. Η λέξη κλειδί, μου είπε, είναι 'σταθερότητα' και το τόνισε μέσα από τα γυαλάκια της λες και μου έλεγε τα μυστικά της CΙΑ! Νομίζω πως σε συμπαθεί όμως. Και το προσωπικό σε συμπαθεί. Είσαι ήσυχος και δεν ενοχλείς κανένα, γιατί να μη σε συμπαθούν; Η γιατρίνα το είπε όμως: Όσο είσαι σ'αυτή τη κατάσταση να μην περιμένω τίποτε περισσότερο. Ούτε κρύο ούτε ζέστη δηλαδή. Ε, αυτό εγώ το λέω καλά νέα. Το'λεγε κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, αφού δεν πάμε χάλια, καλά πάμε.

          Το πρωί έπρεπε να σε είχα από μια μεριά στην Υπηρεσία. Ήρθε και μου κόλλησε πάλι εκείνο το καθίκι ο Αστυνόμος, τι δουλειά έχω λέει να έρχομαι κάθε μέρα στο νοσοκομείο αφού το θέμα δεν έχει να κάνει με την Υπηρεσία. Και τι στο διάβολο τον νοιάζει εκείνον; Μου λες; Με το ζόρι κρατήθηκα να μην τον πιάσω απ'το γιακά. Ο φάκελός σου λέει, έκλεισε, να πάει στον Αγύριστο πήγα να του πω αλλά κρατήθηκα. Τέλος πάντων, μην σε νοιάζουν εσένα όλα αυτά. Ούτε και μένα θα πρέπει να νοιάζουν. Γιατί πως να εξηγήσω στον κο Αρχιμαλάκα Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων ότι αυτό που με κάνει και έρχομαι κάθε μέρα σ'αυτό το δωμάτιο δεν έχει να κάνει μόνο με την δουλειά; Πως έχει να κάνει με σένα; Και με μένα; Πως μου κάνει καλό όλο αυτό που βλέπω να γίνεται μέσα μου και πως έχω αναπτύξει μια σχέση μαζί σου τόσο ιδιαίτερη που όλα τα άλλα έρχονται μετά; Να σου πω την αλήθεια, και η γυναίκα μου με ρώτησε το ίδιο πράγμα. Τι σόι δουλειά έχω κι έρχομαι τόσο συχνά και σε βλέπω αφού δεν βγάζεις κουβέντα και μονάχα ατενίζεις το πέλαγος και, που και που, σαν να βλέπω κάποια δάκρυα να μουσκεύουν τα μάγουλά σου, εκτός κι αν πέφτω έξω. Ξέρεις τι της απάντησα; Είναι γιατί όταν είμαι εδώ, μαζί σου, πως να το εξηγήσω, αισθάνομαι ελεύθερος, αληθινός, αισθάνομαι ότι... μην γελάσεις, αισθάνομαι ότι υπάρχω! Δεν είναι σπουδαίο;

          Α, δεν σου'πα, σήμερα με πήρε τηλέφωνο και ο Μάκης, ο συνάδελφός σου που σε βρήκε εκείνο το πρωί γονατιστό και αναίσθητο να κοιτάζεις το κενό, στο εργοστάσιο. Ενδιαφέρεται πολύ για σένα και μου είπε πως σύντομα θα έρθει να σε δει. Μην τον αδικείς που ως τώρα δεν το'κανε, δεν φταίει. Τα χρειάστηκε εκείνο το πρωί, τα'κανε πάνω του, ακόμη βλέπει εφιάλτες μου είπε και τον πίστεψα. Και στο μυαλό μου ήρθε πάλι όλη η σκηνή όπως μου την περιέγραψε και δεν σου κρύβω πως και γω θα τα χρειαζόμουν. Πρώτα πρώτα, τρόμαξε όταν μπήκε στο δωματιάκι σας και αντί να τον υποδεχθείς όπως πάντα με το χαμόγελο, δεν ήσουν πουθενά! Πάνω στο γραφειάκι σου υπήρχε το βιβλίο που διάβαζες, ανοιχτό, ο καφές σου μισοτελειωμένος, η τσάντα σου απείραχτη στο πλάι, αλλά εσύ πουθενά! Σκέφτηκε το παλικάρι πως θα ήσουν στην τουαλέτα αλλά ούτε εκεί ήσουν. Φώναξε μια δυο φορές αλλά δεν απαντούσες. Εκεί άρχισε να ανησυχεί κάπως. Μετά σκέφτηκε πως θα έκανες κάποια καθυστερημένη βόλτα στους ορόφους μα εκεί που πάγωσε ήταν όταν έριξε μια ματιά στα μόνιτορ. Στο πρώτο, που φαίνεται η κεντρική πύλη, όλα καλά. Στο δεύτερο που φαίνεται η πίσω πύλη, με τη μεγάλη ράμπα, αυτή που μπαινοβγαίναν κάποτε τα φορτηγά, όταν το εργοστάσιο ήταν στις δόξες του, κι εκεί, όλα εντάξει. Στο τρίτο που φαίνεται ο πρώτος όροφος, τίποτα. Αλλά στο τέταρτο, σ'αυτό που φαίνεται ο δεύτερος, ο καταραμένος όροφος... Είδε στην αρχή μια θολή φιγούρα, παλιάς τεχνολογίας τα μόνιτορ βλέπεις, μια φιγούρα ακίνητη, στη μέση του απέραντου, άδειου πια χώρου και έβγαλε μια κραυγή ο φουκαράς! Η καρδιά του πήγε να σπάσει, ούτε κατάλαβε πως είσαι εσύ. Υστέρα, πήρε το ρόπαλο που έχετε κρυμμένο στο συρτάρι, φρόντισε να συνεφέρει τον εαυτό του και έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Από κοντά το θέαμα ήταν ακόμη πιο αλλόκοτο, μου είπε το παιδί. Το πρώτο που έκανε τη καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο ήταν ότι ήσουν... γυμνός. Ολόγυμνος! Σε πλησίασε πολύ προσεκτικά -και πολύ καλά έκανε βέβαια. Με κάθε του βήμα έριχνε και μια ματιά γύρω. Δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο εσύ. Εσύ, στα γόνατα, στητός, με τη πλάτη ολόισια και τα χέρια σου σφιγμένα σε γροθιές και κολλημένα στους γοφούς σου, το βλέμμα σου άδειο, να κοιτάζει στο ταβάνι, στο πουθενά δηλαδή, χλομός, κάτασπρος σαν το πανί... Χριστέ και Παναγία! Μόνο που δεν έπαθε έμφραγμα ο άνθρωπος. Σου μίλησε, δεν άκουγες, σε σκούντησε, δεν καταλάβαινες τίποτα. Προσπάθησε, με όσο κουράγιο είχε, να σε σηκώσει, να σε συνεφέρει, να σε μετακινήσει, τίποτα! Λες και κάποιος σε είχε κολλήσει στο πάτωμα, λες και σε είχαν βιδώσει! Και αυτό το άδειο βλέμμα σου, ένα βλέμμα ανθρώπου που δεν είναι από αυτό το κόσμο, που λογιάζεται περισσότερο για νεκρός παρά για ζωντανός, αυτό ήταν που τον κοψοχόλιασε και άρχισε να βάζει τις φωνές. Ύστερα, συνήλθε, πήρε το 166 και όλα πήραν τον δρόμο τους. Αν και, στο'χω πει κιόλας, οι νοσοκόμοι, δυο γομάρια ίσαμε κι απάνω, μισή ώρα παλεύανε να σε ξεκολλήσουνε από το πάτωμα! Τέλος πάντων, τα έχω πει τόσες φορές όλα αυτά... Μακάρι να είχες κάτι να μου πεις αντί να'σαι συνέχεια στυλωμένος στη θάλασσα... δεν πειράζει, ας είναι κι έτσι.

          Θα φύγω τώρα. Είναι η ώρα μου. Αύριο δε θα'ρθω. Φορτίστηκα απόψε και θέλω να σκεφτώ. Μεθαύριο πάλι."

 

 

Σάββατο

Έντεκα ημέρες μετά

          "Να'μαι πάλι. Απόψε σου έφερα μερικά σοκολατάκια, δεν ξέρω αν σου αρέσουν αλλά, να, έτσι, για το καλό. Η Χριστίνα, η παχουλή νοσοκόμα με το αστείο μουτράκι, μου είπε ότι τρως τα πάντα. Πολύ καλό είναι αυτό φίλε. Μπορεί να μη βγάζεις μιλιά ακόμα από το στόμα σου, δεν ξέχασες όμως τι θα πει να απολαμβάνεις ένα καλό γεύμα ή ένα ωραίο γλύκισμα, έτσι; Κι εγώ λέω να κάνω ένα τσιγαράκι γιατί απόψε έχω να σου πω πολλά. Εσύ μπορείς να θαυμάζεις την θάλασσα, όπως πάντα, κανένα πρόβλημα. Το συνήθισα πια.

          Αυτές τις δυο μέρες που δεν ήρθα, έκανα δουλειές ξέρεις. Εργαζόμουν. Για την υπόθεσή μας εννοώ. Είπα να πάρω δηλαδή τα πράγματα από την αρχή. Πάντα βοηθά να παίρνεις τα πράγματα από την αρχή. Ακόμα και στις πιο απλές καταστάσεις, το μυαλό καθαρίζει, οι απαντήσεις έρχονται πιο εύκολα. Έχουμε και λέμε λοιπόν: -συγνώμη αν θα ακούσεις τα ίδια και τα ίδια, αλλά όπως έλεγε και ο θείος μου που είχε φιλοσοφήσει τη ζωή, ο γάμος και η Γραφή σ'αυτό μοιάζουνε: είναι τα ίδια και τα ίδια.

          Λοιπόν, έχουμε έναν νεαρό, 25 ετών, γεννημένο στον Πειραιά και που ονομάζεται Λέανδρος Μ. Ο άνθρωπος αυτός, έφαγε κάποια δυνατά χαστούκια από τη κωλοζωή, έμεινε ορφανός από πατέρα και μητέρα στα 22 του και βρέθηκε να σπουδάζει Θεολογία και να εργάζεται τα βράδια, από δω κι από κει για να τα βγάζει πέρα. Έχει κι έναν αδερφό που ζει στην Αμερική από χρόνια και που και που τον ενισχύει οικονομικά. Στην ουσία ζει ολομόναχος, τον αδερφό του τον βλέπει σπάνια, ενώ μια θεία του και κάτι ξαδέρφια του είναι σαν να μην υπάρχουν. Από τα λίγα που γνωρίζουμε, ο αξιόλογος αυτός νέος που ανεβαίνει αυτό το Γολγοθά κουβαλώντας το σταυρό του ζει σεμνά και ήσυχα. Το πρωί στη Σχολή του και δυο, τρία βράδια τη βδομάδα, στις φυλάξεις, όπου τον στέλνει η εταιρεία. Τους τελευταίους τρεις μήνες, περίπου, τρία βράδια τη βδομάδα, καμιά φορά και περισσότερα, κάνει νυχτερινή βάρδια σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο που πρόκειται σύντομα να πουληθεί. Είναι μόνος του σ'αυτή τη βάρδια, ολομόναχος. Μια και ο νόμος δεν επιτρέπει στους σεκιούριτι να οπλοφορούν, μοναδικό του όπλο έχει ένα πλαστικό ρόπαλο και ένα... φακό! Λοιπόν, πιάνει δουλειά στις 10 και κάθε μια ώρα πρέπει να κάνει μια βόλτα σε όλο το εργοστάσιο και σε όλο το οικόπεδο, γύρω από το κτίριο για να τσεκάρει αν όλα είναι εντάξει. Στην ουσία είναι απροστάτευτος, οποιοσδήποτε κάνει κέφι, σαλτάρει και με ένα μαχαίρι ή ένα πιστόλι... τέλος πάντων, αυτά είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

          Αφού ολοκληρώσει τη βόλτα του, επιστρέφει στο δωματιάκι του και την αράζει στο γραφείο. Μπροστά του έχει και τέσσερα μόνιτορ. Το πρώτο αντιστοιχεί στη κάμερα που είναι στην κεντρική πύλη, το δεύτερο στην κάμερα που δείχνει την πίσω ράμπα, το τρίτο αντιστοιχεί σ'αυτήν που δείχνει το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου ορόφου και το τελευταίο σ'αυτήν που δείχνει το δεύτερο όροφο.

          Κάθεται λοιπόν ο Λέανδρος στην θεσούλα του, ανοίγει το βιβλίο του και προσπαθεί να αξιοποιήσει το 'νεκρό' αυτό χρόνο μέχρι να ξανακάνει τη βόλτα του, ρίχνοντας βέβαια ματιές και στα μόνιτορ. Υπάρχει και ένα σαραβαλιασμένο ραδιοφωνάκι αλλά ο Λέανδρος δεν το χρησιμοποιεί σχεδόν ποτέ. Δεν ξέρω γιατί αλλά, αν ρωτήσεις εμένα, νομίζω πως δεν θέλει τίποτα να του αποσπά την προσοχή. Μου φαίνεται πως τον μελαγχολεί να ακούει νυχτερινούς σταθμούς, τονίζουν ακόμη περισσότερο τη μοναξιά του. Αλλά, είπαμε, έχει βιβλία, σπουδάζει, θέλει να γίνει θεολόγος, και πολύ καλός μάλιστα.   

          Κι ερχόμαστε στην μοιραία νύχτα. Σε κούρασα; Δεν αργώ.

          Τι έγινε αλήθεια εκείνη τη νύχτα; Ας τα δούμε όλα όπως θα πρέπει να έγιναν. -Μακάρι να με διόρθωνες όπου τα κάνω θάλασσα. Ο Λέανδρος, συνεπέστατος, όπως πάντα, Τρίτη βράδυ, δέκα παρά δέκα βρίσκεται στο πόστο του και ετοιμάζεται να παραλάβει από τον Στέλιο που είχε την απογευματινή βάρδια, 2-10. Ο Στέλιος, 20 χρόνων, που ετοιμάζεται να πάει φαντάρος και μαζεύει χαρτζιλίκι και εμπειρίες για τις βάρδιες της θητείας, όπως λέει, δεν παρατηρεί τίποτε παράξενο στον Λέανδρο ούτε εκείνη τη νύχτα. Όλοι συμφωνούν πως ο Λέανδρος, έτσι κι αλλιώς, δεν μιλάει πάρα πολύ. Είναι ευγενής, λιγομίλητος και τυπικός. Πράγματα που τον κάνουν μυστηριώδη αλλά και συμπαθή σε όλους. Η σύντομη διαδικασία παράδοσης-παραλαβής δεν είχε ούτε εκείνο το βράδυ τίποτε το απρόβλεπτο. Ο Λέανδρος έβαλε στην άκρη τα πράγματά του, υπέγραψε στο βιβλίο και αποχαιρέτησε τον Στέλιο. Ύστερα, κλείδωσε την συρόμενη πόρτα της πύλης και επέστρεψε στο δωμάτιό του. Ήταν έτοιμος κιόλας για την πρώτη βόλτα της βραδιάς... Μου φαίνεται πως θα κάνω κι άλλο τσιγάρο. Ελπίζω να μην μας τσακώσει καμιά νοσοκόμα γιατί τις προάλλες μου'βαλαν χέρι ότι ντουμανιάζω το δωμάτιο του ασθενούς και τα τοιαύτα.

          Κάνω ένα χρονικό άλμα και πω στις οχτώ το πρωί της Τετάρτης. Έχει έρθει ο επόμενος, ο Μάκης, να παραλάβει από τον Λέανδρο. Η εξωτερική συρόμενη πόρτα είναι κλειδωμένη, πράγμα που παραξενεύει τον Μάκη, γιατί ο Λέανδρος θα έπρεπε, όπως πάντα, να την έχει ανοίξει. Ο Μάκης χτυπάει το κουδούνι, βάζει και μερικές φωνές αλλά τίποτα. Το εσωτερικό δωματιάκι απέχει μόλις δέκα μέτρα από την κεντρική είσοδο του εργοστασίου, και η παραμικρή φασαρία γίνεται αντιληπτή. Στις φωνές του Μάκη όμως δεν απαντάει κανείς. Ο Μάκης αρχίζει να ανησυχεί. Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αναγκάζεται να σκαρφαλώσει στην πόρτα και να σαλτάρει στο εσωτερικό, κίνηση κωμικοτραγική αν σκεφτεί κανείς το επάγγελμά του. Τρέχει στο δωμάτιο, ψάχνει για τον Λέανδρο, φωνάζει, τίποτα. Ύστερα κοιτάζει τα μόνιτορ και παγώνει το αίμα στις φλέβες του. Και μετά ανεβαίνει πάνω και βρίσκει τον συνάδελφό του γυμνό και στην αλλόκοτη στάση που τόσες φορές σου έχω αφηγηθεί.

          Ύστερα; Τι έγινε ύστερα; Δεν σε πειράζει να σου φάω ένα από τα σοκολατάκια ε; Λένε ότι η γλυκόζη βοηθάει στη σκέψη. Τρίχες αλλά αυτό συμφέρει όταν είσαι γλυκατζής!

          Τι έγινε λοιπόν μετά; Ψύχραιμος ο Μάκης, λειτούργησε όπως έπρεπε έστω κι αν τα είχε κάνει πάνω του, τρόπος του λέγειν βέβαια. Τηλεφώνησε στο 166 και μετά από δέκα λεπτά δυο γεροδεμένοι νοσοκόμοι πάλευαν να ξεκολλήσουν τον Λέανδρο από την περίεργη αυτή στάση του. Λοιπόν, ξέρεις, χτες ξαναδιάβαζα τις καταθέσεις που έδωσαν στην Αστυνομία. Έχουν ενδιαφέρον αν και ήταν και οι δυο τους πολύ συνοπτικοί. Ο ένας απ'αυτούς, σαράντα χρονών, 15 χρόνια στην υπηρεσία του, είπε πως δεν είχε ξανατύχει σε ανάλογο φαινόμενο. Στην αρχή πίστεψε ότι ο Λέανδρος είχε πεθάνει και είχε πάθει νεκρική ακαμψία. Έτσι είπε. Αλλά ο Λέανδρος δεν είχε πεθάνει. Δεν μπορούσε να δώσει καμιά εξήγηση για το συμβάν, απλά είπε πως ο νεαρός μύριζε περίεργα, ναι, αυτό ακριβώς λέει η κατάθεσή του αλλά τίποτε άλλο. Και ο μικρότερος νοσοκόμος τα ίδια είπε, σαν καρμπόν. Μόχθησαν αρκετά για να τον σηκώσουν, να  βάλουν στο φορείο και να τον μεταφέρουν στο ασθενοφόρο.

          Μάλιστα. Με αδρές γραμμές που λένε, έτσι έχουν τα πράγματα φίλε μου. Όμως, ποτέ τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, συμφωνείς; Σίγουρα συμφωνείς. Γι'αυτό κι εγώ αποφάσισα χτες το βράδυ να επισκεφτώ τον ένα από τους δυο νοσοκόμους και απορώ με τον εαυτό μου που άργησα τόσο πολύ να το κάνω. Γιατί έβγαλα λαγό, που λένε. Δεν το φανταζόμουν αλλά έβγαλα λαγό. Θα στα πω όμως σύντομα γιατί σε λίγο πρέπει να πάρεις τα φάρμακά σου και να ξαπλώσεις. Για να πω την αλήθεια, έχω κουραστεί κι εγώ λιγάκι.

          Δεν ξέρω αν σου αρέσουν οι λεπτομέρειες -και τώρα μου'ρχεται στο μυαλό η φωνή ενός παλιού καθηγητή στη Σχολή, 'οι λεπτομέρειες κύριοι, αυτό είναι το κλειδί, εκεί που οι άλλοι προσπερνούν αδιάφοροι, ο καλός αστυνομικός στέκεται. Μην το ξεχνάτε ποτέ, οι λεπτομέρειες!...', καλή του ώρα όπου κι αν είναι, συνέχεια αυτό έλεγε. Λοιπόν, το όνομα του ανθρώπου αυτού είναι Μιχάλης Κ. και μένει σε ένα διαμερισματάκι στο Περιστέρι με τη γυναίκα του και τη κόρη τους. Αιφνιδιάστηκε που με είδε, μπορώ να σου πω ότι φοβήθηκε. Του εξήγησα ότι ερευνώ ανεπίσημα γιατί είσαι οικογενειακός φίλος και τα σχετικά αλλά δεν έδειξε να χαλαρώνει. Ήθελε να με ξαποστείλει με δυο κουβέντες αλλά δεν είμαι από τους τύπους που ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα. Θαρρώ θα το έχεις καταλάβει κιόλας, σωστά;

          Ο κ.Μιχάλης λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια μεταφορέας και οδηγός στα ασθενοφόρα, μου σέρβιρε στην αρχή τα ίδια που κατέθεσε και στην ασφάλεια. Ύστερα από λίγο όμως κι όταν του είπα πως υπήρχαν 'πολλά κενά' στην κατάθεσή του -τρίχες κατσαρές- και έπρεπε να γίνει πιο σαφής σε μένα αν δεν ήθελε να ταράξω την ωραία και γαλήνια οικογενειακή του ευτυχία, μου είπε και τα υπόλοιπα. Ποια είναι αυτά;

          Πόσο σου είπα ότι έκανε το ασθενοφόρο να έρθει από την ώρα που τηλεφώνησε ο Μάκης; Δέκα λεπτά; Ε, στην διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο, τα δέκα λεπτά ξαφνικά, έγιναν είκοσι. Ο Μιχάλης καθόταν δίπλα σου και είχε αναλάβει να οδηγεί ο άλλος, ο νεότερος. Ο Μιχάλης λοιπόν σε παρατηρούσε προσεκτικά. Τα χέρια σου ήταν σφιγμένα ακόμη από την 'ακαμψία'. Προσπάθησε να στα ανοίξει αλλά μάταια. Σου είχε βάλει τον ορό και σε είχε σκεπάσει με ένα σεντόνι γιατί τα ρούχα σου δεν βρέθηκαν όσο κι αν έψαξαν οι δυο νοσοκόμοι και ο Μάκης!

          Αλήθεια, τι τα έκανες τα ρούχα σου Λέανδρε;

          Που τα πήγες; Τα έθαψες; Τα έκαψες ή κάποιος τα βρήκε και τα έχει; Τέλος πάντων, θα δούμε τι θα γίνει με αυτό. Που είχα μείνει; Α, ναι, στο ασθενοφόρο και τον φίλο μας τον Μιχαλάκη.

          Σε όλη τη διαδρομή λέει ήσουνα στην ίδια φάση όπως σε βρήκε ο Μάκης. Κάποια στιγμή όμως, ο Μιχάλης ένιωσε κάτι να του σφίγγει το μπράτσο και μόνο που δεν έβαλε τις φωνές. Είχε αφαιρεθεί βλέπεις, δεν σε παρακολουθούσε εκείνη την ώρα. Γύρισε το κεφάλι του και τι είδε; Εσένα να έχεις καρφώσει το βλέμμα σου πάνω του και να του ψιθυρίζεις κάτι. Δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα όμως. Η φασαρία από τη μηχανή τα σκέπαζε όλα. Πλησίασε το αυτί του στο στόμα σου αλλά, πάλι δεν έβγαζε άκρη. Κάτι περίεργα του έλεγες, κάτι ακαταλαβίστικα. Ύστερα, έκανε σήμα και ο οδηγός ακινητοποίησε το ασθενοφόρο. Κι αυτή ήταν η καλύτερη κίνηση που έκανε εκείνη τη μέρα ο φίλος μας ο Μιχάλης. Αφού το αυτοκίνητο έκανε δεξιά, κι έσβησε η μηχανή πλησίασε το αυτί του και προσπάθησε να ακούσει.

          Και άκουσε, ξέρεις. Μονάχα που αυτά που άκουσε δεν τα είπε στην αστυνομία, για να μην τον πάρουνε λέει, για τρελό, ή για φαντασμένο. Φοβήθηκε, ίσως να μην έδωσε σημασία. Λοιπόν, ξέρεις τι έκανα χτες; Τον έβαλα και έκατσε και μου τα έγραψε όλα αυτά που του έλεγες πάνω στο 'παραλήρημά' σου -σωστά δεν το είπα;- σε ένα χαρτί. Και τα θυμόταν όλα ε; Χαρτί και καλαμάρι, νερό που λέγανε και στο χωριό μου, τα έγραψε όλα ο Μιχάλης. Αφού τελείωσε το γράψιμο, τον ρώτησα αν θυμόταν και τίποτε άλλο. Δε θυμόταν. Μετά από το ξαφνικό αυτό 'διάλειμμα', έπεσες πάλι στο κενό ή τέλος πάντων όπου είσαι όλο τούτο το καιρό, ένας θεός ξέρει. Πήρα το χαρτί, τον ευχαρίστησα και έφυγα.

          Και το χαρτί το έχω εδώ, να'το. Το έφερα για να το δεις, να το αγγίξεις... Θα στο άφηνα φίλε μου, αλλά δεν εμπιστεύομαι τις νοσοκόμες. Μπορεί να το βρουν και να στο πετάξουν. Άσε, θα το πάρω και θα ξανάρθω να στο διαβάσω τη Δευτέρα. Με πήρε η ώρα σήμερα. Δεν μπορείς να πεις τίποτα όμως, έτσι; Ο φίλος σου έκανε καλή δουλειά. Τέλος πάντων. Σε καληνυχτώ φίλε μου, κοίτα να προσέχεις..."

 

 

Είμαστε

μανδύες από φως και σκοτάδι

κρύβουμε καλά το κλεμμένο όραμά μας

κρύβουμε καλά τις πληγές που αιμορραγούν

και μας σκοτώνουν

 

Είμαστε

ολομέταξοι χιτώνες

που βάφτηκαν στο αίμα αθώων

η ιστορία μάς ατενίζει θριαμβικά

υποκλίνονται οι αιώνες μπροστά μας

ο φόβος που μας τρώει τα σωθικά

έγινε το παιδί που κρατάμε απ'το χέρι

 

Είμαστε

πληγωμένοι εραστές που αρνήθηκαν

ένα γενναίο όχι

για να ζουν δυστυχισμένοι

σ'ένα κίβδηλο ναι...

 

 

Δευτέρα

Δέκα τρεις ημέρες μετά...

                      " 'Ο μανδύας...ο μανδύας που κρύβει το πρόσωπο... Σήκωσε το μανδύα για να με δεις... Έχω το μαχαίρι... κρατώ το μαχαίρι... εκείνοι θέλουν έτσι να γίνει... θα ρεύσει το αίμα, θα παγώσει στο βωμό... κάτω από το μανδύα είμαι εγώ, σήκωσε το μανδύα πριν τον σφάξω! Κοίταξέ με! Εγώ τον θυσιάζω! Πρέπει να τον σταματήσω...Το αίμα, το αίμα! Πρέπει να προλάβω...το αίμα!'

            Θες να στα ξαναδιαβάσω; Αυτό ήταν. Βγάζεις άκρη; Εγώ, τι να σου πω... Λέανδρε, αγόρι μου, που είχες μπλέξει; Να σου πω την αλήθεια, χθες, όλη τη μέρα χθες, αυτά σκεφτόμουν. Κάπου είχε μπλέξει ο Λέανδρος, έλεγα και ξανάλεγα, κάποιοι τον είχαν παρασύρει σε κάποια κωλοαίρεση από αυτές που είναι της μόδας και, να'τα τα αποτελέσματα. Μανδύες, μαχαίρια και θυσίες! Από την άλλη πάλι, μήπως όλο αυτό ήταν ένα όνειρο; Πήρα που λες ένα φίλο μου ψυχολόγο -γιατί εδώ μέσα δε βγάζει και κανείς τους μιλιά- και τον ρώτησα. Γίνεται, του είπα, γίνεται να δει κανείς ένα όνειρο τόσο ζωντανό που να νομίζει πως είναι αληθινό; Γίνεται, τον ξαναρώτησα, να βλέπεις ένα όνειρο και... πως να το πω, να είναι τόσο αληθινό, τόσο πραγματικό που να... να μπεις μέσα σ'αυτό, ή εκείνο να μπει μέσα σ'εσένα; Και να συμμετέχεις σε όσα γίνονται στο όνειρο με το σώμα σου; Ή ακόμα και με το μυαλό σου, ή έστω με ένα μέρος του μυαλού σου; Δηλαδή, μπορούν αυτά να γίνουν; Και ξέρεις τι μου είπε ο αθεόφοβος; Γίνεται! Είναι γνωστά πράγματα αυτά, μου είπε, μονάχα που είναι 'εξαιρετικώς σπάνια'! Έχουν καταγραφεί δηλαδή, τα βρίσκεις άμα ψάξεις σε βιβλία επιστημονικά αλλά πιο πολύ σε άλλα βιβλία, που οι επιστήμονες δεν τα πολυπαραδέχονται ακόμα. Βιβλία 'Παραψυχολογίας' και τα τοιαύτα. Ο φιλαράκος μου ο ψυχολόγος μου είπε πως οι αποκρυφιστές ασχολούνται με αυτά τα πράγματα. Η επιστήμη ακόμη είναι επιφυλακτική. Τρίβει το πηγούνι της και ξεφυσάει δηλαδή. Κι εγώ Λέανδρε, νομίζω πως εκείνο το φοβερό βράδυ αγόρι μου, κάτι τέτοιο έγινε. Να, δηλαδή, ήσουν κουρασμένος, τι κουρασμένος, πτώμα ήσουν. Όλο αυτό το καιρό το πρωί Πανεπιστήμιο-δουλειά το βράδυ, το πρωί σχολή-βάρδιες το βράδυ, ε, εξοντώθηκες, τι να σου κάνει; Εκείνο το βράδυ λοιπόν, κάποια στιγμή, σου βγήκε η κούραση, εκεί στο καρεκλάκι που είχες αράξει και καθώς είχες κολλήσει το βλέμμα σου στις οθόνες, έγινε το σκηνικό. Ποιο σκηνικό;

          Ε, τώρα, έτσι και με άκουγε ο διοικητής θα μου έκλεινε κι εμένα δωμάτιο εδώ παραδίπλα σου να σε βλέπω και όποτε θέλω. Τέλος πάντων, εγώ θα το πω. Είδες κάποιο όνειρο, μα ήταν τόσο ζωντανό, τόσο αλλόκοτο, τόσο περίεργο... είχε σχέση με αυτό που είπες στο φουκαρά το Μιχάλη και του γύρισαν τα άντερα! Κάτι είδες με κάποιον που θυσιαζόταν, τον είχαν έτοιμο να τον θυσιάσουν, κι όλα αυτά... ναι, όλα αυτά ήταν σα να τα έβλεπες μέσα από το μόνιτορ! Άγιε μου Γεράσιμε! Αυτό ήταν! Τα έβλεπες όλα σαν να έβλεπες μια ταινία τρόμου στη τηλεόραση μόνο που νόμιζες πως ήταν αληθινά, πως συνέβαιναν πραγματικά! Κάποιος με ένα μανδύα που ήταν έτοιμος να κατεβάσει το μαχαίρι σε κάποιο φουκαρά πάνω σε ένα βωμό και... και σου σάλεψε! Έτρεξες σαν αφηνιασμένος -μέσα στο όνειρο, σαν υπνοβάτης να πούμε-, έτρεξες σαν αλαφιασμένο άλογο για να τον προλάβεις, να'το, το γράφεις καθαρά αγόρι μου 'πρέπει να το σταματήσω, πρέπει να προλάβω' ...τι να σταματήσεις; Τι να προλάβεις; Μα το φονικό! Τη θυσία! Μάνα του Χριστού και όλοι οι Απόστολοι! Τώρα όλα είναι καθαρά, πεντακάθαρα!

          Ναι, αλλά όταν έφτασες εκεί πάνω, με το φακό στο χέρι, μέσα στο μισοσκόταδο, τι είδες; Τι στο δαίμονα είδες εκεί; Σκατά! Γιατί σε βρήκε ο Μάκης γυμνό, γονατισμένο στο δάπεδο και με το βλέμμα στυλωμένο ψηλά, στο πουθενά; Βοήθησέ με παιδί μου, μίλα! Για μια φορά και μοναδική, μίλα μου!

          ...Ήρθε η νοσοκόμα και μου ζήτησε να φύγω γιατί φώναζα λέει και είναι απαράδεκτο και τα σχετικά. Έχω ιδρώσει κιόλας, χάλια είμαι. Όμως, μη με παρεξηγείς. Νομίζω έφτασα κοντά, ναι, αρκετά κοντά αλλά... τέλος πάντων. Πρέπει να φύγω. Θα έρθω πάλι αύριο."

 

 

Σάββατο

Δέκα οκτώ ημέρες μετά...

Σε κάποιο κοιμητήριο, πάνω από φρεσκογεμισμένο λάκκο..

          "Γιατί ρε Λέανδρε, γιατί το έκανες αυτό;... Το ξέρω, είναι ανόητο να ρωτάει κανείς ένα... ένα νεκρό, είναι χαζό, είναι ηλίθιο, όμως... φίλε μου, γιατί; Πως έφτασες τόσο σύντομα ως εδώ; Δεν ήταν ο καιρός σου αγόρι μου, όχι, αλήθεια στο λέω, δεν ήταν ο καιρός σου. Να, κοίτα εμένα, ένα σαράβαλο πάνω σε δυο πόδια όπως λέει και η γυναίκα μου, να, εμένα, το ξέρω, πλησιάζει ο καιρός μου. Όμως, όχι, εσύ, όχι...

          Συγχώρησέ με, δεν έμεινα ως τώρα, τελευταίος εδώ για να σου κλαψουρίσω. Περίμενα να φύγουν όλοι για να έρθω φίλε μου να σου τα πω. Περίμενα, υπομονετικά, για να είμαστε οι δυο μας, όπως όλες αυτές τις μέρες που ερχόμουν στο δωματιάκι σου και.. αχ, Χριστέ μου, θα με σκοτώσει να σε βλέπω εκεί μέσα...

          Προχτές το μεσημέρι, καθώς μάζευα τα λιγοστά σου πράγματα από το δωμάτιο και προσπαθούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου να μην ουρλιάξει, να μην σηκώσει όλο το γαμημένο το νοσοκομείο στο πόδι, ήρθε εκείνη η νοσοκόμα που σου έλεγα, η παχουλούλα με το ωραίο προσωπάκι, η Χριστίνα. Ήταν κι αυτή, τα μαύρα της τα χάλια. Σε συμπαθούσε η φουκαριάρα, ήταν δακρυσμένη. 'Πάρτε αυτό. Είναι για σας', μου είπε και μου έδωσε αυτό το χαρτάκι. Ύστερα έφυγε και με άφησε μονάχο. Λοιπόν, ξέρεις τι έκανα; Δεν κάθισα στη πολυθρόνα που καθόμουν πάντα όταν ερχόμουν να σε δω. Όχι, είπα να κάτσω εκεί, στο παράθυρο που σου άρεσε εσένα να κάθεσαι και να ταξιδεύεις με τις ώρες στη θάλασσα. Λοιπόν, έκατσα αγόρι μου εκεί, στο παράθυρο και κοίταξα το χαρτάκι.

          Θα στο διαβάσω κι ας ξέρεις τι λέει γιατί εσύ το'γραψες.

          Θα στο διαβάσω φωναχτά γιατί είναι το μόνο πράγμα που έχω από σένα και θέλω να το ακούμε κι οι δυο! Συμπάθα με μονάχα αν κομπιάζει η φωνή μου, είναι που αρνούμαι να δεχτώ ακόμη ότι...

 

            «Αγαπημένε φίλε,

            Ξέρεις τι θα πει ελευθερία;

            Τι θα πει να είσαι ελεύθερος;

            Πολλά που στερήθηκα ως σήμερα αλλά το πιο σημαντικό είναι η ελευθερία!

            Όλες τούτες τις μέρες που ερχόσουν, σε άκουγα!

            Νόμιζαν όλοι πως είμαι σε ένα κόσμο δικό μου, σε ένα σύμπαν χαμένο στο πουθενά όμως εγώ τα άκουγα και τα συνειδητοποιούσα όλα.

            Όλα αυτά τα απογεύματα που με επισκεπτόσουν γεμάτος ενθουσιασμό, κούραση ή αγωνία κι εγώ ατένιζα τη θάλασσα, σε άκουγα, σε ένιωθα φίλε μου, να το ξέρεις αυτό.

            Κι ακόμη, να ξέρεις πως δεν έπεσες πολύ έξω για το τι έγινε εκείνο το φοβερό βράδυ. Δεν μπορώ να σου πω πολλά. Δεν μου επιτρέπεται. Ίσως να μην έχει και τόση σημασία.

            Κάποια στιγμή, κάποια μοναδική στιγμή στη ζωή μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το Μεγάλο Άγνωστο, το Ιερό Ρίγος και απαιτεί να το κοιτάξουμε κατάματα και ολόγυμνοι. Να τι συνέβη σε μένα εκείνο το βράδυ και περισσότερες λεπτομέρειες μη ζητάς γιατί ίσως κι εγώ να μην μπορώ να τις δώσω.

            Είμαι ευτυχισμένος όμως φίλε μου.

            Και για πρώτη φορά, στο’ γραψα ήδη, ελεύθερος!

            Σ'ευχαριστώ για την αφοσίωσή σου, την αγάπη σου, τη στοργή σου.

            Με έναν τρόπο σπάνιο και απίστευτο, έγινες ο μοναδικός φίλος που είχα ποτέ.

            Να με θυμάσαι.

Λέανδρος»

         

 

Είμαστε

μαρμάρινοι, παγωμένοι βωμοί

και εκείνοι που θα θυσιαστούν

σώματα είμαστε γυμνά

γεμάτα φλύκταινες και πύο

μ'ενα χαμόγελο άδειο

καρτερικά περιμένουμε

το αίμα μας να τρέξει αφρίζοντας

σε κούπες καμωμένες

από κρανία παιδιών

 

Είμαστε

από αιώνες κιόλας προδομένοι

καμιάν αυγή δεν είδαμε

αθώα ή ρόδινη

νύχτα καμιά δεν ξαποστάσαμε

χωρίς οιμωγές ξεκοιλιασμένων

στους βωμούς της νιότης που εκπορνεύσαμε

και της ξοφλημένης ανδρειοσύνης μας

στωικά, για αιωνιότητες περιμένουμε

ακούραστα θυσιαζόμενοι

αέναα, ξανά και ξανά

 

Τα ένοχα θύματα είμαστε

που έμαθαν αθώα να γελούν

μα είμαστε και οι δήμιοι

που θα μας μακελέψουν

 

* * *

 

Αύγουστος 2002