Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011





Μεταγραφή για το αεί…

Ο Διδάσκαλος τους κοίταξε όλους…
έναν προς έναν…
πολύ προσεκτικά…

Κάποια στιγμή το Άπειρο επιλέγει
Δεν είσαι εσύ που θα γραπώσεις αστρόσκονη για να την κάνεις σάρκα
Είναι η Materia Prima που θα σε διαλέξει
Για να την κάνεις Έρωτα

Ο Διδάσκαλος κοίταξε τον Ιωάννη
Δεν είναι τα βήματα του μελαγχολικού ποιητή
Να περπατήσουν σ’όλο τον κόσμο
Η πυρετώδης νηνεμία που φωλιάζει σε τούτο το παιδί
Έχει καταρριχήσεις μετρημένες μέσα της
Και αν το νυν δεν τραγουδηθεί ως αεί
Απ’τα χείλη των χοϊκών
Το νερό δεν θα γίνει ποτέ κρασί…

Κάποια στιγμή Αρχαίος των Ημερών εκπνέει
Κάποτε αγαπούσες τον ύπνο κάτω απ΄τις υποσχέσεις
Κάποτε έπλενες τα πόδια των αδελφών σου
Και αγρόν αγόραζες
Την ώρα που οι σάλπιγγες σε καλούσαν
Έπαιξες με τους πεσσούς
Την ίδια σου την ύπαρξη
Έχασες
Και ο μανδύας του Δικέρατου
Σε διώκει ακόμα

Ο Διδάσκαλος κοίταξε τον Ιάκωβο
Οι αδελφοί των Ιερών κι οι παλαιοί νομομαθείς
Έχουν τη φορεσιά τους ρυπαρή
Μα τιμημένη
Έχει αποστολή ο Φύλακας
Μένει στέρεος σε κείνο που περιγράφει το βλέμμα
Εδραίος μένει ο λογισμός
Και η καρδιά ατάραχη
Αλλιώς
Το πνεύμα αγκυρώνεται στο σκότος
Και αποσπάται το θνήσιο βλέμμα
Απ΄το απεριχώρητο…

Κάποια στιγμή ο Φονιάς του Χρόνου γονιμοποιεί τον εαυτό του
Αν έχεις ήπαρ από εφιάλτες
Και φλέβες από προσευχές λεπρών
Κείνο που θα μεταβολίζεις πάντα
Θα είναι η αδικαίωτη ανάσα σου
Τα χέρια σου δεν μπορούν ν’αγκαλιάσουν
Κείνη τη πρώτη μέρα
Που εξορίστηκες απ΄τον Κήπο
Και κατήλθες στο προγεφύρωμα του πόνου…

Ο Διδάσκαλος κοίταξε το Σίμωνα
Ο άνθρωπος δεν έχει α κεφαλαίο
Αλλιώς είναι απρόσιτος βράχος
Κοφτερός
Και μόνον οι μυστικοί τολμούν την ανάβαση
Κι ας χάσουν όλο τους το αίμα
Ο άνθρωπος έχει ακόμα το α του μικρό
Θέλει τη σάρκα για να ηρεμεί το νου
Θέλει το νύχτιο πόθο για να ονειρεύεται
Θέλει το γνωστό
Για να μπολιάζει το Άγνωστο
Στα έγκατα του είναι του

Κάποια στιγμή το Άπειρο επιλέγει
Και αλίμονο αν η φωνή του έχει περισσότερη φωτιά
Απ΄τη ματιά του
Κι αλίμονο αν στο Σπήλαιο του Δράκου
Πλησιάσεις ανυπόδητος, γυμνός
Χωρίς τις ημέρες σου
Χωρίς την ιαχή σου…

Και δίνει τα κλειδιά
Σε κείνον που το χαμόγελο
Δεν έχει χαρακωθεί ακόμα
Απ’το Άμορφο του Αιώνιου…

Σε κείνον
Που άντρας γεννήθηκε
Για να πεθάνει παιδί…

Απρ2011

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011




Αμπράξας

ένα μικρό πλάσμα
παλλόμενο ήταν
δεν είχε προλάβει ακόμα να φυλλομετρήσει
τις εποχές στο κορμί του
άφυλο
έμοιαζε μ’έναν θνήσκοντα Ιανό
μπροστά του
ένα κράσπεδο κεντημένο με το αίμα του
πίσω του
εμείς
να το χρεώνουμε όλη την αλήθεια μας
να το πνίγουμε
με όσα μας κληροδότησε ο Αμπράξας

με κοίταξες με όλα σου τα μάτια
κι εγώ δεν τολμούσα ν’ανταποδώσω στο βλέμμα σου
ένα δικό μου
το φονικό σπαρταρούσε μπροστά μας
ζεστό ακόμα
όπως τα κοχλάζοντα οξέα του έρωτά μας
κι εμείς αδειάσαμε τα χέρια μας
απ’όλα τα υπεροπτικά μας χνώτα
και περπατήσαμε χώρια
στη σιωπηλή
άγρια θύελλα που ερχόταν…

είδαμε τον Αμπράξας
όταν το χαρακωμένο στόμα του πλάσματος
πρόφερε τα όνοματά μας
και οι αισθήσεις
ούρλιαξαν δίπλα στο κράσπεδο
το αύριο

το αύριο που χλιμίντριζε στις ανάσες μας…

ιαν2011

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011





Δαφοινό

Εγώ
με τα χέρια μου
θα σκάψω το χώμα που πάτησες
βαθιά
ώσπου να βρω το αίμα μου
να το αντλήσω με τα δάχτυλά μου
να μεταγγίσω στο κορμί μου
το δαφοινό του πνεύμα
να αγριέψει ο μερωμένος του αφρός
ν’αρχίσει ν’ανασαίνει πάλι…

έπεσαν όλοι οι βράχοι
απ’τον ουρανό
η Γη ανάποδα γύρισε
κάτω απ’τα πόδια μου είναι τα σύννεφα
κάτω απ’το βλέμμα μου
είναι πια το άπειρο
κρατιέται ο αιώνας
από μια κλωστή
δεν έχει αρθρώσει ο Προφήτης
τη φοβερή απειλή
που θα μαυρίσει το στερέωμα
αιχμάλωτος σύρθηκε
ως τα έγκατα της συγνώμης
δεν ήξερε
δεν μέτρησε τις ιαχές
δεν συρρικνώθηκε σε μια πρανή κηλίδα
και ποιος θυμάται
όσους αμέλησαν το Απόλυτο;

Λοιπόν
εγώ
με τα χέρια μου
με όσα δάχτυλα μάτια
μου απέμειναν
με τις φλέβες σχισμένες
και το ιχώρ της Εκάτης
να ραντίζει το χώμα
εγώ θα σκάψω
όσο βαθιά μπορώ
όσο βαθιά τολμώ
θα σε ξεθάψω
απ΄το γεωργό σου μνήμα
στη βρυαρή σου νιότη
θα σ’αναστήσω
θα σου φυσήξω ζωή
στα πνευμόνια
και θα σε περιμένω
να ψελλίσεις
το ακατανόητο
για μια στιγμή
προτού χυθείς ξανά
στο αδαμικό σου στρώμα…

ένας Απόλλωνας μικρός
μια δέσμη άκτιστου πρωινού φωτός
το πρώτο μου ποίημα
τα παιδικά μου δάκρυα

ό,τι κι αν έχω
ό,τι απέμεινε

κείνο το άγγιγμα του πρώτου ήλιου
η δαμασκηνιά αυγή του φεγγαριού
οι αδέξιες ζωγραφιές μου
το μυστικό χάδι της μητέρας μου
και οι στερνές κουβέντες του πατέρα μου

εγώ
με τα ίδια μου τα χέρια
αλήθεια στο λέω

στα φέρνω εδώ
στο αρχαίο σου δώμα
τα καταθέτω
αν είναι κάτι να’χεις δίπλα σου
η πιο ακριβή μου αλήθεια να είναι

μαζί σου
στο αιώνιο που θάλλει
και δεν υπόσχεται τίποτε…

νοε2010 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011



Όπταις άμμε

Οι άνθρωποι συναντιούνται
με καρβουνιασμένα δάχτυλα
δίνουν χειραψίες
χωρίς αποτυπώματα
κι αποκεφαλίζουν τις ηδονές τους
σε γωνίες με παιδιά – αυταπάτες
σε γήπεδα με φοβίες – όχλους

…κλειστό είναι μάτια μου
το παράθυρο του πρώτου σου βλέμματος
αλλά έχεις ακόμα δροσιά στα χείλη
κι ας καίγεσαι απ’τον πόθο
να κάνεις τη σάρκα σώμα
και το σώμα να επιστρέψεις
ανέπαφο σε κείνο το βλέμμα…

…πυροβατείς στο ακρωτήρι
της κορεσμένης από ήλιους ελπίδας
κι έχεις στερεώματα
νανουρισμένα γλυκά
και υπέροχα
από τον αλητήριο άνεμο
που κάποιους άγνωστους
αιώνες πριν
σ’έφερε στο φως…

μην τους κοιτάς…

… οι άνθρωποι λιμοκτονούν
ταΐζοντας γενναιόδωρα
μονάχα ό,τι αφανίζει από μέσα τους
το αύριο…

εκείνοι σου μιλούν
εσύ μην τους μιλάς…

Οκτ2011


Metamorphosis

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011


Πυρετοί κατιόντες


Οι νεκροί
ήρθαν εφιάλτες
στα χώματά μας
τους υποδέχθηκαν χορεύοντας οι Νύμφες
τους καταγέλασαν οι Άνεμοι
τους περιέπαιξαν οι Σάτυροι
το χρόνο τους πετσοκόψαμε
και τσιμπούσι στήθηκε
θριάμβου
κάτω ακριβώς
απ’τα θεόχτιστα τείχη μας
και την αποφορά τους
θα τραγουδά ο τυφλός ποιητής
εξαγοράζοντας φτηνά
μιαν υστεροφημία βέβαιη
ανάμεσα στους βροτούς

Λοιπόν, απόρθητη
είναι η πόλη μας
αιώνες τώρα…

Ύστερα είδα την Ελένη
άργησα είν’η αλήθεια
ν’ανταμωθώ
με το πέπλο της σιωπής της
ήταν χλωμή
σαν βροχερή αυγή
και νεκροφόρες αύρες
την έλουζαν
σαν πεθαμένο φως
κι όμως
χαμογελούσε
είχε στους λεπτούς της αστραγάλους
δεμένες νεκροκεφαλές
και απ΄το ποδόγυρό της
κρέμονταν
όλες οι λιακάδες μας…

Λοιπόν, ανώλεθρη
είναι η αλαζονεία μας
και περισσεύει αν χρειαστεί
για τον διωγμό μας…

Και λίγο πριν
μας φορτώσουν
στα μαύρα τους πλοία οι Έλληνες
να πουληθούμε ανδράποδα
στις εσχατιές του Αιγαίου
την είδα πάλι
ερχόταν από μακριά
φορούσε ένα διάδημα
από βότσαλα του ιερού μας ποταμού
στα δάχτυλά της
σαν παιγνίδι μικροσκοπικό
ο πρίγκιπας παραληρούσε
μισότρελος ο δυστυχής
και στα σανδάλια της
οι σκύλοι της Εκάτης
ουρούσαν και αφόδευαν
ό,τι ιερότερο αφήσαμε
αχνιστό ακόμα
ν’αναπαύεται
ιχώρ και δάκρυα
επηρμένης νιότης

Λοιπόν, ανόθευτος
θα είναι ο θάνατός μας
κόκκινος
σαν τους σπαραγμούς
των κατιόντων πυρετών μας
κι αν επιμένει ο γέρο-ποιητής
να μας θυμίζει στους αιώνες
τη ντροπή μας
χάρισμά του!
θα’ναι μια δόξα που νεκρανασταίνει πάντα
μονάχα λέξεις…



Helen on the Walls of Troy by Gustave Moreau