Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012




κόκκινα πρωινά στον Άδη


φριχτά όνειρα
έκαναν τους ανθρώπους 
να μοιάζουν με ασήμαντες στιγμές
κοιλότητες στο ματωμένο χρόνο
αυτό έγιναν
και άδεια λόγια

και ποιος αξίζει το βλέμμα του;
ποιος αξίζει τα όνειρά του;
ποιος αξίζει να φλέγεται
στο διηνεκές 
χωρίς να καίγεται;

τα χέρια σήκωναν ψηλά
οι προπάτορες
είχαν ακόμη χέρια
να συνομιλούν με τους θεούς
έσφαξαν τον γιο του Πρώτου
βίασαν ξανά και ξανά
την θυγατέρα του Έσχατου
διαμέλισαν τον αποφλοιωμένο Προμηθέα
και τον δειπνούσαν κάθε εποχή φωτός
για να μην τους μισήσει το σκότος...

και ποιος αξίζει τη φωνή του;
ποιος αξίζει το σπέρμα του;
ποιος λέγεται ακόμη θεός θνητός
και ποιος ορέγεται το ήμαρ της Πενθεσίλειας;

βλάσφημοι εφιάλτες
έκαναν τους ανθρώπους άπληστους
έκαναν τους γόνους τους
ουτιδανούς και αχρείους
έκαναν τα δειλινά τους
να μοιάζουν με κόκκινα πρωινά στον Άδη 

έλα
μου έγνεψε ο Έλληνας
εκείνο το απόγευμα
που έλιωνε ο κόσμος ολόγυρα
και περπατούσαμε ανέμελοι
πάνω στα λευκά κρανία
των συντρόφων...

σεπ2011



Dot at the end of day

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012




Κέρας


Ανάσαινε η γη ανθρώπους
εκείνο το χειμώνα

δεν το θυμάσαι όμως
ήσουν αγέννητος ακόμα

είχε μια απόκοσμη ομορφιά ο ουρανός
τόση
που δεν τολμούσες να σηκώσεις το βλέμμα
και να τον κοιτάξεις
και στην χόβολη εκείνη των ψυχών
ετοίμαζε τις νέες του αφηγήσεις
ο Ασπιδοφόρος

μα ήσουν στο ταξίδι σου
στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
και δεν θυμάσαι

κάποια στιγμή
όταν το κρύο είχε διατρήσει τη σκέψη μας
όταν το μοναχικό μας δώμα
δεν άντεχε άλλους λυγμούς
κι όταν οι πολεμιστές
είχαν αρχίσει να μουρμουρίζουν
και να σπαθίζουν νευρικά το τίποτα
ο Ασπιδοφόρος άρχισε να τραγουδάει
και όλοι
να ξέρεις
σώπασαν

σώπασαν

το έρμα του Κόσμου
στη ψυχή μου μεγάλο
ω Κύνα και Απρόσιτε Πατέρα
το έρμα του Ανθρώπου
αβάσταχτο έκανες φορτίο
για μένα
ω Μητέρα Λευκή
και Πεπολοφόρα Δέσποινα
το φορτίο έκανες μεγάλο…

και αμίλητοι άκουγαν όλοι
κι ακόμη
έκλαιγαν
έκλαιγαν όλοι σου λέω
γιατί στη χόβολη θέριευαν οι φλόγες
κι ύστερα σβήναν πάλι
γιατί ο χειμώνας γινόταν άνοιξη και καλοκαίρι
και φθινόπωρο
σε μια στιγμή
και όλες οι μάχες της Δημιουργίας
ζωντάνευαν μπροστά μας
από το άχρονο κάποτε
στο απύθμενο κάπου…

ω Άδη ζωφερέ και αφιλόξενε
και συ Στύγα με τη μελανόχρονη ρύση
το έρμα του πόνου είναι ασήκωτο για μένα
κυκλώπειο τούτο το έργο
για τους σάρκινούς μου ώμους 
ω Περσεφόνη ευήμερη και συ Ίσιδα σκοτεινή μητέρα
της αιώνιας θηλυκής ανάσας
μην με λησμονήσετε…

μην με λησμονήσετε…

και φούντωσε κι άλλο η φωτιά
και οι αιώνες σχηματίστηκαν λες απ’το αρχέγονο σκότος
και πήραν μορφές
γινήκαν άνθρωποι και ήρωες και θεοί!
και ο Έρωτας και ο Ζαγρέας και η Εκάτη
και τα ορφανά παιδιά του κόσμου
που άνοιξαν τα μάτια τους
και τα μικρά τους χέρια
και επαιτούσαν
το μερίδιο ανθρωπιάς που τους αρμόζει
και δεν θα το χορτάσουν ποτέ…

και χοροί συμπαντικοί στήθηκαν γύρω μας
και στα στήθια μας η καρδιά πήγαινε να σπάσει
και στα κεφάλια μας μεγάλωνε το ερπετό…

το ερπετό…

και ξαφνικά
σιωπή

κι ύστερα

σιγή…

μα εσύ
στο κέρας του απείρου γλυκά κοιμόσουν
και ευτυχώς
γεννήθηκες
χωρίς την αρχή
ούτε το τέλος που σου έχυσαν στα σπλάχνα
να θυμάσαι


Νοε2012


photo: Silent Hill (2006)

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012




Δαφοινό


Εγώ
με τα χέρια μου
θα σκάψω το χώμα που πάτησες
βαθιά
ώσπου να βρω το αίμα μου
να το αντλήσω με τα δάχτυλά μου
να μεταγγίσω στο κορμί μου
το δαφοινό του πνεύμα
να αγριέψει ο μερωμένος του αφρός
ν’αρχίσει ν’ανασαίνει πάλι…

έπεσαν όλοι οι βράχοι
απ’τον ουρανό
η Γη ανάποδα γύρισε
κάτω απ’τα πόδια μου είναι τα σύννεφα
κάτω απ’το βλέμμα μου
είναι πια το άπειρο
κρατιέται ο αιώνας
από μια κλωστή
δεν έχει αρθρώσει ο Προφήτης
τη φοβερή απειλή
που θα μαυρίσει το στερέωμα
αιχμάλωτος σύρθηκε
ως τα έγκατα της συγνώμης
δεν ήξερε
δεν μέτρησε τις ιαχές
δεν συρρικνώθηκε σε μια πρανή κηλίδα
και ποιος θυμάται
όσους αμέλησαν το Απόλυτο;

Λοιπόν
εγώ
με τα χέρια μου
με όσα δάχτυλα μάτια
μου απέμειναν
με τις φλέβες σχισμένες
και το ιχώρ της Εκάτης
να ραντίζει το χώμα
εγώ θα σκάψω
όσο βαθιά μπορώ
όσο βαθιά τολμώ
θα σε ξεθάψω
απ΄το γεωργό σου μνήμα
στη βρυαρή σου νιότη
θα σ’αναστήσω
θα σου φυσήξω ζωή
στα πνευμόνια
και θα σε περιμένω
να ψελλίσεις
το ακατανόητο
για μια στιγμή
προτού χυθείς ξανά
στο αδαμικό σου στρώμα…

ένας Απόλλωνας μικρός
μια δέσμη άκτιστου πρωινού φωτός
το πρώτο μου ποίημα
τα παιδικά μου δάκρυα

ό,τι κι αν έχω
ό,τι απέμεινε

κείνο το άγγιγμα του πρώτου ήλιου
η δαμασκηνιά αυγή του φεγγαριού
οι αδέξιες ζωγραφιές μου
το μυστικό χάδι της μητέρας μου
και οι στερνές κουβέντες του πατέρα μου

εγώ
με τα ίδια μου τα χέρια
αλήθεια στο λέω

στα φέρνω εδώ
στο αρχαίο σου δώμα
τα καταθέτω
αν είναι κάτι να’χεις δίπλα σου
η πιο ακριβή μου αλήθεια να είναι

μαζί σου
στο αιώνιο που θάλλει
και δεν υπόσχεται τίποτε…

νοε2010 



Pistas

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012




Ξεκούτης

Κάποτε συνάντησα εκείνο τον αμαρτωλό ξεκούτη
καθισμένο στον κορμό ενός πανάρχαιου δέντρου
να καθαρίζει ένα μήλο
μόλις με είδε να πλησιάζω
έκανε νεύμα με την παλάμη του
να σταματήσω
χαμογέλασε νομίζω
και μου είπε
«είμαι ένας αμαρτωλός ξεκούτης
ταξιδευτή
και βγήκα απ’το σπίτι μου
για να σε ανταμώσω…»

είπε και ξαφνικά
το μήλο ήταν πια στην εντέλεια καθαρισμένο

«…σ’εξορκίζω
μη δένεσαι πολύ με τους ανθρώπους
όταν αγαπάς πολύ
είναι σα να ρίχνεις μια θεόρατη άγκυρα στη πιο βαθιά θάλασσα
μονάχα που είναι η αλυσίδα της
δεμένη στο λαιμό σου»
μου είπε ο άθλιος και στύλωσε το βλέμμα του
στο πουθενά
το μήλο του έπεσε απ’τα χέρια
κι ύστερα από λίγο
έπεσε και το κεφάλι του
κι άρχισε να κυλάει προς τα μένα!

μονάχα
που το στόμα του δεν έλεγε να κλείσει

«να εμπιστεύεσαι μονάχα
ό,τι μπορεί να σε κάνει να θυμώσεις
να αποφεύγεις όλα εκείνα
που υπόσχονται την ακεραιότητα
και πιο πολύ, αληθινά στο λέω
πάρε το βλέμμα σου απ'το Άπειρο
ό,τι χωράει στη χούφτα σου
τούτο σου αρκεί
κι ό,τι καλπάζει στα όνειρά σου
να μην το επικαλείσαι»

και να, πως έγινε
που το κεφάλι γύρισε προς τα πίσω
ανέβηκε ξανά στο σώμα
κάθισε στη θέση του

το βλέμμα έφυγε απ΄το Απέραντο
και γύρισε σε μένα

«που είναι το μήλο μου;»
με ρώτησε ο Ξεκούτης

έσκυψα παγωμένος
το έπιασα
και του το έδωσα…

τα μάτια του γέμισαν συμπόνια
και μου είπε
«πάρε την καρδιά σου απ'το Ανεκδήλωτο
αδελφέ μου
και μην σηκώνεσαι τις νύχτες ρημαγμένος
όσο έχεις ακόμα ένα δάκρυ
για το Μάταιο
να ελπίζεις
πιο ακριβό από τούτον τον καρπό
δεν αξιώθηκα να γευτώ ποτέ
πιο σπάνιο
 ακόμη και οι λέξεις
ναι
ακόμη και οι λέξεις
δεν έχουν την αιώνια θλίψη
αλλά αν ακούς τη μουσική μου μέσα τους
αυτό αρκεί…»

είπε

και το μεγάλο δέντρο
άνοιξε την αρχαία του αγκαλιά
και τον έκλεισε μέσα του…


Νοε2012

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012




Σε κείνο το παλιό σου όνειρο
Θυμάσαι;
Στεκόσουν στο μικρό αίθριο
Σε μια στάση ιερής από-στασης
Απ’ό,τι ψηλαφείται
Απ΄το νου…

Τον περίμενες

Ο ουρανός έπεφτε κομμάτια
Σαν αρχαία σιωπή
Πρώτα γινόταν μια μαύρη θύελλα από ρόδα
Που κλείναν τους ορίζοντες
Και σχημάτιζαν παράξενες σκεπτομορφές
Από τους μύστες των αιώνων
Κι ύστερα βροχή, τόσο πυκνή
Που σου πονούσε τη σάρκα…

Δεν φοβόσουν
Μονάχα άνοιγες το στόμα σου
Να πιεις…

Σε κείνο το όνειρό σου
Κείνος που σε κλείδωσε
Ανάμεσα σε γη και ουρανό
Σου αρνιόταν τη φυγή
Τον περίμενες!
Θα ερχόταν, το ήξερες
Μέσα από τον αλάστορα Χρόνο
Να σε διατρήσει
Ως τα μύχια έγκατά σου
Να σε αλώσει
Να σε ενώσει με το Άρρητο…

Τον περίμενες
Και έπινες αχόρταγα
Με δίψα ασίγαστη
Έπινες την Αλήθεια…

Εκεί σε βρίσκω
Πάντα…
Να στέκεις
Βαφτίζοντας το κάθε τι
Ξανά και ξανά
Μεθοκοπώντας
Ονοματίζοντας τα πάντα
Ένα προς ένα τα σώματα
Και τις υπάρξεις…

Δεκ2011

Powermaker
© Smidka