Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013




Ο άνθρωπος γεννιόταν και πέθαινε μέσα στο προφανές…
Ο άνθρωπος ανάσαινε στο στοιχειώδες…

Ο άνθρωπος τοπογραφούσε το Γνωστό…

Ο άνθρωπος άνθιζε μέσα στην μοναχική του παράσταση…

Είχε αναλωθεί στην αέναη αρχειοθέτηση
Αρχειοθετούσε τον εαυτό του
Συνεχώς
Συνεχώς
Συνεχώς
Και δεν προχωρούσε, δεν πήγαινε πουθενά
Στην πραγματικότητα
Είχε ακυρώσει κάθε βηματισμό
Είχε απαλλοτριώσει οτιδήποτε διακύβευε το έργο του
Στην πραγματικότητα
Τούτη η αέναη κυκλοτερική επανάληψη της ίδιας λειτουργίας
Τον αφομοίωνε
Τον απομυζούσε
Τον μαράζωνε

Τον κρατούσε ασφαλή…

Ο άνθρωπος ήταν αιχμάλωτος της μόνης φιλοδοξίας του
Να αποτρέψει το άγνωστο
Να αποκλείσει κάθε ξάφνιασμα
Να γίνει η τέλεια μηχανή…

Κι ήταν κοντά
Πολύ κοντά στο να το καταφέρει

Κι όταν τον χτύπησε ο ριπαίος αιφνιδιασμός
Όταν τον πλημμύρισε η θάλασσα του απείρου
Όταν έχασε τις συντεταγμένες του
Όταν οι αγκυρώσεις του στο Γνωστό
Άρχισαν να καταργούνται
Μία μία
Πανικοβλήθηκε

Κι ύστερα
Αισθάνθηκε για πρώτη φορά εντός του
Μια διαφορετική αίσθηση
Μια κίνηση
Μια ζωντανή διεργασία

Άλλαζε

Κι όταν ο αρχειοθέτης πάγωσε
Κι όταν ο δεσμοφύλακας σιώπησε
Κι όταν ο μηχανικός ακινητοποιήθηκε

Ακολούθησε τη ροή
Και άρχισε να βιώνει

Νοε2010


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013





Ο Κάρλος φορούσε τα μάτια του αετού…

η μέρα ερχόταν καταπάνω μου, είπε, η μέρα πετούσε, είχε βγάλει τα φτερά της Άρπυιας και άπλωνε πάνω μας τα καινούργια της φτερά… η μέρα είχε γίνει πια ένας ουρανόφις… ένας άγνωστος ήλιος την έκαιγε, ένας μοχθηρός χρόνος την έκλεβε… κι όμως, ερχόταν σαν πεινασμένη λύκαινα πάνω μας… να μας κατασπαράξει, να μας αλώσει…

Δεν ήσουν ανυπεράσπιστος από τη γέννησή σου κιόλας;

δεν στεκόταν, δεν στεκόταν καμιά νύχτα στο παράθυρό μου, είπε, δεν σταματούσε εκείνη η ρυπαρή βροχή, όλα μου τα πρωινά σπατάλησα να καθαρίζω τη βροχή από το σπίτι μου και τις νύχτες, τις νύχτες φίλε μου εκείνη ξεκινούσε πάλι… τι απίστευτο σκουπιδαριό γέμισε τις πόρτες μας, τι μολυσμένα ταξίδια πότισε τα όνειρά μας…

Ο Κάρλος φορούσε τώρα τη μπέρτα του θεού-γύπα… κι έσταζε λάσπη στο πάτωμα…

δεν στεκόταν σου λέω, καμιά ολοκάθαρη νύχτα δεν καταδέχτηκε το παράθυρό μου… αρπαγμένη από τα παλιόξυλα, τα σαπισμένα ξύλα της βροχής έβρισκα τη μέρα, κάθε αυγή… είπε, κάθε αυγή άρχιζα τη δουλειά, κάθε βράδυ περίμενα τη ρομφαία της βροχής να με σκοτώσει πάλι…

Ο Κάρλος γυμνός, διάβαζε τα σημάδια στο σώμα του…

πενήντα εκατομμύρια χρόνια σ’αυτό το σώμα αδελφέ μου, αρχαίες λίμνες στέρεψαν, ποταμοί θρασείς και ατίθασοι αιμάτωσαν τα βουνά, πλάσματα παράξενα γέμισαν τις φωλιές της Γης, ήλιοι γεννήθηκαν και πέθαναν… κι αυτό το σώμα, ανασαίνει ακόμα σαν το στόμα της εκδίκησης που δεν κλείνει αν δεν πλημμυρίσει με ιχώρ φωτιάς… στον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί, σ’εκείνον το υπόσχομαι τούτο το σώμα, σαν μανδύα λέπρας… είπε… και αν περάσει ο τελευταίος χειμώνας πάνω απ΄την τελευταία άνοιξη των ανθρώπων, σε κείνον που θα γεννηθεί, σε κείνον υπόσχομαι τούτο το σώμα…

Ο Κάρλος προστάτευε σαν στοργική μητέρα τον μικροσκοπικό ήλιο στη χούφτα του…

έκλεψα τούτο τον ήλιο απ’τα όνειρά μου αδελφέ μου…

Μόνον οι δειλοί, μόνον οι δειλοί Κάρλος αρνούνται το θάνατο του ήλιου… γιατί; Γιατί προσπέρασες τις αφετηρίες σου; Γιατί;

φοβόμουν ότι θα οχυρωθώ για πάντα πίσω από τις ουτοπίες μου… αδελφέ μου, είμαι ένας γέροντας Σαμάνος, ορθώνω το ανάστημά μου στο στερέωμα και δεν πληγώνομαι… ανοίγω τις φτερούγες μου πάνω απ’τους γκρεμούς και ξέρω πως Εκείνο που δεν μιλάει, με βλέπει, Εκείνο που δεν θυμάται την αρχή Του, με θωρεί, με αναστατώνει… με οργώνει… μάθε απ΄την αρχή τις λέξεις, μάθε τις σου λέω γιατί τούτες που έχεις τελειώνουν και θα ξυπνήσεις ένα πρωί και δεν θα έχεις γλώσσα να περιγράψεις τον κόσμο…

Μηχανεύεσαι πάλι μια καινούργια απόδραση, γαλάζιε πολεμιστή;

Ο Κάρλος είχε κουρνιάσει στην αθέατη γωνιά του δωματίου και έψελνε…

...είναι ακατάληπτη τούτη η γλώσσα… δεν την ξέρεις, κανείς δεν την ξέρει αδελφέ μου… Σου λέω, πρέπει να ιδρύσεις μια καινούργια γλώσσα, πάρε τον εαυτό σου και γύρνα τον τα μέσα έξω… άσε τα εντόσθια της ήττας να πέσουν στο πάτωμα, άσε τα αχνιστά, βρώμικα σπλάχνα σου να χυθούν στο πάτωμα! Δεν τα χρειάζεσαι πια…

Με σκοτώνεις!

εκείνα σε σκοτώνουν… και δεν έχεις πια γλώσσα για το θάνατο…

Ο Κάρλος ετοιμαζόταν να πετάξει…

να, κράτησε τον μικρό μου ήλιο… άνοιξε τη χούφτα σου αδελφέ μου και πάρε τον… κλείστον καλά… είναι ένα ευαίσθητο, μικρό, νεογέννητο άστρο… μην τον υποσχεθείς στον εαυτό σου, μονάχα να τον φροντίζεις όσες αιωνιότητες θα λείψω…

Φεύγεις; Πάλι;

αν δεν φύγω τώρα, δεν θα μπορέσω να δω τον εαυτό μου ποτέ ξανά… κάθε λεπτό κοντά σου η φθορά μου επιταχύνεται… όλα τρέχουν γρήγορα σε τούτο τον κόσμο, ως και η φθορά… κράτησε τον ήλιο… μην τον σπαταλάς… να τον φροντίζεις… είμαι εγώ!

Ο Κάρλος άνοιξε τα σάρκινα, υπέροχα φτερά του, μου έριξε μια παράξενη ματιά σαν να ερχόταν από τα έγκατα του αρχαίου του είναι.

και απλά πέταξε στο αύριο…

κάτι σπαρταρούσε στη χούφτα μου…

ο μικρός ήλιος είχε γίνει ένας νιογέννητος, λευκός αετός
και με κοιτούσε με δυο ήλιους – μάτια…


φεβ2012 

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013




Στην αίθουσα αυτή
τη μεγάλη
την πιο μεγάλη απ’το δικό τους στερέωμα
με τα βρώμικα καλοριφέρ να δουλεύουν στο φουλ
και με το σαπισμένο πιάνο
να έχει αρπαχτεί απ’τη λήθη τόσο δυνατά
που να μην μοιάζει πια
παρά με ένα κασόνι με παράξενο σχήμα…

τους άκουσα να συνομιλούν
-εδώ σου λέω, εδώ με βλέπω να γερνάω…
-σώπα, μην λες τέτοια λόγια…

Σ’αυτή την αίθουσα
την απέραντη
με την γεωμετρική της κανονικότητα
τόσο επί τόσο
χωρίς σπασίματα και αρχιτεκτονικές ευελιξίες
χωρίς υποστυλώματα στη μέση
χωρίς κρυφές γωνιές
αλλά με το φως να πεθαίνει στους τοίχους
και τους ανθρώπους να κοιτάζουν το φως

τους άκουσα να ανασαίνουν
-εδώ μέσα θα πεθάνουμε σου λέω… το ξέρω…
-μου μιλάς κι εγώ ακούω… πες μου όμως άλλα…
-δεν έχω άλλα… εδώ μέσα μονάχα ο θάνατος δεν παίρνει φάρμακα…

Σ’αυτή την αίθουσα
την τόσο μεγάλη
με τις φθαρμένες, άσχημες κουρτίνες
να κατεβαίνουν σα θυμωμένες Άρπυιες
και να ορμάνε στις ψυχές
και με τις ώρες

να μην περνάνε
να μην κυλάνε

τους άκουσα να σιωπούν…

εδώ μέσα
μονάχα ο θάνατος
δεν παίρνει φάρμακα…

ιαν2013

Beamer

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013




Συλλαβές αγάπης…


Το βραδινό φιλί σου
κρέμεται από το πρόσωπό μου
το αγγίζω απαλά
πονάω
στάζει έναν οργισμένο έρωτα
πάθος σταλάζει
απουσία

και νιώθω τις σταγόνες να δραπετεύουν στο πάτωμα

το βραδινό φιλί σου
γραπωμένες έχει ακόμα
μερικές λέξεις
μικρές ανάσες απ’το στόμα σου
κλεμμένες
ανάπηρες
απελπισμένες
αγκιστρωμένες στα χείλη μου
οι συλλαβές τρεμοσβήνουν στο πρωινό φως
αργοπεθαίνουν

παλεύω να τις κρατήσω ζωντανές

το βραδινό φιλί σου
δρόσισε τούτο το μοναχικό δωμάτιο
με συλλαβές αγάπης
καταλήξεις έρωτα
σύμφωνα ερεθισμένα
σερνικά
κι ερωτευμένα φωνήεντα
παιγνιδιάρικα
και θηλυκά
και μ’έναν τρόπο μαγικό
αληθινά στο λέω
μεταμορφώνονται ξανά
σε σώματα ονειρικά
όχι τεμαχισμένα πια
ολόκληρα
και φωτεινά

στο ταπεινό
δωμάτιό μου
δεν είναι υπέροχο;

εσύ κι εγώ ξανά…

Οκτ 2009


The Light Catcher
Self portrait using natural light

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013




Στρώμα  


Κυριακές στους τοίχους
γδέρναμε το φως
και γράφαμε για τη μοναξιά
χωρίς μελάνι, χωρίς μπογιά
μονάχα με ουρανό…

μια δρασκελιά χωρίζει
το δίκλινο του ζευγαρώματος
απ΄το μονόκλινο της απατηλής
αυτάρκειας

όμως για σένα
σκληρό θα έχω το στρώμα της μνήμης
πάντα
για να μην νιώσεις ποτέ επισκέπτης

κι έτσι
για να σ’εκδικούμαι

δεν θα σου επιτρέψω 
την πολυτέλεια της λησμονιάς...

ιουν2012

Headache...
© Toffeur