Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016





Εδώ είναι
το πρόσωπό μου
αψηλάφητο
σε ό,τι μου άφησες
να κατοπτρίζεται ανάγλυφα
στις πτυχώσεις
ιαχές στιγμών
στα δάκρυα που πέτρωσαν
ρηγματώσεις
ένδοξο πένθος
ρέκβιεμ
ανθοστόλιστης φρίκης
ιλαρής και άσμενης
σε ό,τι δεν ρήμαξες
σε ό,τι σπλαχνίστηκες
κι αρμόζει ένα στον άγνωστο εαυτό
ένα στον όνειρο κόσμο που δροσίζει το διάπυρο είναι
κι ένα στο αιώνιο που άηχα κόβει απ’τη ρίζα το κεφάλι
σε ό,τι δεν άρπαξες
σε ό,τι δεν τύφλωσες
σε ό,τι ακόμη ενδέχεται
να σε ακυρώσει…
 σε χλεύασε
απρόσωπο το πρόσωπο
αν μοιάζει…

Νοε2016


stavros

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016



Ο ποιητής όργωνε με μανία το χωράφι του εαυτού του
Χρόνια και χρόνια δούλευε, κοπίαζε, στερήθηκε τον ύπνο, στερήθηκε τον κόσμο, στερήθηκε τη γλυκιά ανάπαυση της παραίτησης…

‘αφρόντιστο τούτο το κληροδότημα της Ειμαρμένης δεν θα αφήσω’ έλεγε και αρνιόταν την ‘πνευματικότητα’ με ένα μειδίασμα εωθινής ηδύτητας…

‘Ποιος είναι ο... 'πνευματικός' άνθρωπος;’, ρωτούσε τον εαυτό του, ‘μονάχα εκείνος που ξέχασε πως ποίηση είναι τα χέρια, είναι το βλέμμα, είναι η απαντοχή… 'πνευματικός' είναι κείνος που λησμόνησε τον εαυτό του σε μια πολυθρόνα και αρνείται να επιστρέψει στη σκληρή καρέκλα… 'πνευματικός' είναι κείνος που αφέθηκε στη τρυφή του μαλακού στρώματος και παράτησε το άβολο ντιβάνι εκστρατείας…’
‘στρατευμένος γεννήθηκα… στο χαράκωμα του είναι μου θα τελευτήσω…’ μονολογούσε

Την ιερότητα δεν ήθελε να εξοστρακίσει ο ποιητής
Κείνη τη μυστική ανάσα που σχηματίζει τον Λόγο στο θολό τζάμι της μοναχικής του καλύβης
Κείνο τον ερωτικό εαυτό που αναρπάζεται από τη Νύχτα και αξιώνει μια ομορφότερη μέρα…
Κείνο το σεμνό χαμόγελο της παιδικότητας που ζωγραφίζεται στα χείλη όταν όλος ο υπόλοιπος εαυτός δεν το γνωρίζει
Όταν ο νους δεν το γνωρίζει
Όταν η ψυχή δεν το γνωρίζει
Όταν ο χρόνος δεν το γνωρίζει…

Την μυστική συνάφεια με την Αλήθεια δεν ήθελε να προδώσει ο ποιητής
Και στερήθηκε Κυριακές με ηλιόλουστα παραδείσια βουλεβάρτα γεμάτα κοπελιές χαρούμενες και παιδιά θορυβώδη
Και στερήθηκε απογεύματα δίπλα στην αιωνιότητα της σιωπηλής θάλασσας
Και στερήθηκε πρωινά ζεστά που ακουμπάς τον ήλιο στο μάγουλο και είναι σα χάδι ερωμένης
Και είναι σα φιλί μοναχοκόρης πριν φύγει για το σχολειό…

Την αδειοσύνη της επίγνωσης αναζήτησε ο ποιητής
Και εργάστηκε σκληρά
Απάνθρωπα
Φιλόπονα
Στο εργαστήρι του εαυτού
Στο λατομείο της θλίψης
Στο εργοτάξιο της φθοράς

Έμεινε ως το τέλος όρθιος
Δάκρυσε μονάχα λίγο στο στερνό του συναπάντημα με τον ήλιο
‘δεν σε γνώρισα καλά αδελφέ μου, δεν σε φίλεψα σάρκα, δεν σου χάρισα αίμα, δεν σ’έκλεισα στη χούφτα μου με μανία…’ ψιθύρισε κομπιάζοντας
‘με συγχωρείς… απλώθηκα πολύ ως το απέραντο του φόβου και δεν σε πρόλαβα… χάραξέ μου το σαρκίο πριν αποδρομήσω… δεν φεύγω ικέτης… έρχομαι θεωμένος, έρχομαι φωτεινός!’

Κοίταξε τα κουρασμένα χέρια του
Και δεν λυπήθηκε
Άγγιξε τα κουρασμένα μάτια του
Και δεν λυπήθηκε
Χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά του
Και δεν λυπήθηκε
Γύρισε, κοίταξε το φτωχικό του δώμα
Και δεν λυπήθηκε

Έγλειψε τα στερημένα χείλια του
Και αναλύθηκε σε λυγμούς


"Temenos #8: The Poet"  Oil, Acrylic on Canvas (46 in x 66 in)  (Collection of Jason Hughes) 

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016


Σέλας


Αμείλικτο
το σέλας του μεσονυχτίου

συντροφιά είχα τον άνθρωπο – μαχαίρι
και το φορτίο ακέραιο
μοιρασμένο δίκαια

στο χθες
ό,τι έμεινε αναπαλλοτρίωτο
στο σήμερα
ό,τι στέκει αγέρωχο
στο αύριο
ό,τι δεν λέρωσε η αγοραία ελπίδα…

συμβολικά πεθαίνω
είπα στον άνθρωπο – λαιμητόμο
συμβολικά αγοράζω λεπτά και ώρες από το μέλλον
μην με νομίσεις ρυπαρό τυχοδιώκτη

άλλωστε
ποιος τόλμησε να διαπραγματευτεί τον ήλιο
και δεν κάηκε;


Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016




Τι απ’όλα έμεινε;
Μέσα στη νύχτα μου
Ήρθε απότομα η αυγή σου
Και με έλιωσε
Συγνώμη
Δεν πρόλαβα να γεννηθώ
Σε λίγες ώρες…

Τι απ’όλα σώθηκε;
Στο άδειο στόμα μου
Ήρθε ξάφνου το φιλί σου
Και με αφομοίωσε
Συγνώμη
Δεν είχα άλλο πρόσωπο
Να σου δώσω…

Τι απ’όλα έζησε;
Στο θάνατό μου
Ήρθε απότομα η ζωή σου
Και με μεταβόλισε
Αίμα πηχτό σα το βλέμμα σου
Παντού ολόγυρα
Στο φωτισμένο είναι μου
Και σπαρταράω από εκρήξεις
Και γεννάω εμένα
Ξανά και ξανά…

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016


Αρπιστής


Κάτω από το σπίτι μου
οι στρατιές των προγόνων
δεν σταματούν
ατελείωτες

αναρίθμητα πόδια
ζευγάρια άψυχα μάτια
σάπια μέλη που σέρνονται
στο άνυσμα του ενός…

στην ταράτσα
γεφύρωσαν οι ακροβάτες
το πελεκημένο αυτόκρατο εγώ
με το πρανές του απείρου

απέναντι
είναι η δροσιά του τέλους
κι αυτοί οι τρελοί
θέλουν να ισορροπήσουν
πάνω απ’τα όνειρά μας…

έκλεισα τα σωθικά μου πια
στην επόμενη δράση του είναι
θα επικαλεστώ τις μέρες…

κάτω απ’το βλέμμα μου
80 γενιές
αμίλητοι έρχονται
αμίλητοι φεύγουν
δεν έχουν ήχο οι βηματισμοί τους
έχει κλειστεί κι αυτός στο ερμάρι του
και περιμένει
να ξυπνήσουν οι χορδές του Αρπιστή…

πάνω
κάποιος ξεκίνησε το τολμηρό του πέρασμα
σήμερα τον βλέπω ζωηρό
πάνω στο τεντωμένο έντερό του
αύριο
σε χίλια χρόνια
θ’αναπαύεται στην αγκαλιά Της…

κλείνω το παράθυρό μου
έχω ένα γράμμα πικρό να σου γράψω
αν αφεθώ στον έρωτα αυτό
του ιλίγγου
φοβάμαι
δεν θα υπακούσουν οι λέξεις
να μορφώσουν ό,τι μέσα μου ηχεί
τον κρημνισμό σου…


Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016




ήρωας


έχει απρόσεκτα απλώσει
ο ήλιος αραχνοΰφαντες αχτίδες
στη ράχη επάνω της ζωής σου
και αντί να γερνάς
νέος γίνεσαι ξανά
και αντί να συρρικνώνεσαι
σε μια ασήμαντη φλόγα
από αρνήσεις κουρασμένες 
φωτιά σηκώνεσαι
θυμωμένος
ζωντανός
κι έχεις στις φλέβες της αγάπης που σού επιστρέφεται
ανόθευτο το πρωτινό σου αίμα!

ήρωας
που αγκαλιάζει τη γη
για ν'αδράξει σπέρμα από φως
και χώμα από ελπίδα

ήρωας
που ζεσταίνεται απ’τούς ήλιους της νύχτας

ήρωας
που ξεχνιέται υμνώντας σαν Βάρδος την γενναιότητα
του να πεθαίνεις μονός

έχει απρόσεκτα απλώσει
πάνω στόνειρο σου
η νύχτα ένα ασημένιο έρωτα
κι είσαι γι’αυτό ευλογημένος
κι είσαι γι’ αυτό
να ξέρεις
αθάνατος και χρεωμένος
με τον εαυτό σου να μάχεσαι

νικητής αιώνια

κι αιώνια ηττημένος…


Fantasies Of A 120 Years Old Man Struggling To Survive
by Darwin Leon