Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019



αόρατο σημάδι


νιώθαμε μόνοι
όλοι εμείς
στην οικογένεια των ανθρώπων

πέρασαν αιώνες
να μηρυκάζουμε
τις διδαχές των προγόνων
ν' αφηγούμαστε τη διαδρομή του ήλιου
να πλένουμε τις ανάσες μας
με το θνητό νερό
του αθάνατου έρωτα
και να μαζεύουμε αγωνία
στα πνευμόνια μας

οι μέρες μεγάλες
οι νύχτες απέραντες

ώσπου εμφανίστηκε εκείνος
που είχε στα χέρια του ρόδα
και στο χαμόγελό του
αρμαθιές φωτός
στο στοχασμό του
αναπαύτηκε η απληστία μας
τα λόγια του
ξελόγιασαν τις προσευχές μας
στα κύτταρά του
είδαμε τα πρόσωπά μας

και διάλεξε εφτά όνειρα
κι εφτά εφιάλτες          
τα πήρε μαζί του ένα πρωινό
που έστεκε ο ήλιος στο κατώφλι
και δεν έκαιγε
αλλά μας χάιδευε απαλά

κι είπε πως μ'αυτά
θα αρδεύσει όλα τα σύμπαντα
και όλα τα στερεώματα του απείρου

κι όταν γυρίσει
θα τον γνωρίσουμε
θα'χει μιλιά σαν τη δική μας
θα'ναι όμορφος σαν έφηβος
και γυμνός
σαν τις νύχτιες σκέψεις μας

κι εκείνος που θα τον φιλοξενήσει πρώτος
στο δώμα του
θα γίνει ο επόμενος
κείνος με το αόρατο σημάδι στο μέτωπο
και την οσμή του αίματος στη σάρκα
αυτός θα'ναι
που θα διαλέξει όνειρα κι ελπίδες
για να μπολιάσει όλους τους ουρανούς
με το λυγμό του ανθρώπου...





Waiting for a drop

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019


Το Άδειο


Θυμάμαι λοιπόν εκείνη τη μέρα
που έφυγες

δεν θα υποκύψω στον ελεεινό πειρασμό
να την αποκαλέσω αποφράδα
όπως βραβεύει κάποιος μεγαλαυχώντας
σαν επηρμένος αθλοθέτης
τον έσχατο με το αριστείο του πρώτου

το βήμα σου που άνοιξες
για να μπεις στο τελευταίο λεωφορείο
κάπως βιαστική
κι όχι ακριβώς
λυπημένη
περισσότερο αμήχανη

‘θα τα πούμε’
μα ποτέ δεν τα’παμε ξανά
το ξέραμε

από τον ήχο των ανθρώπων
ολόγυρα
από το βάρος του ουρανού
πόσο παράξενο!
από την έλλειψη οξυγόνου

το νιώθαμε

‘να τα λέμε’
και ποτέ δεν τα’παμε ξανά

βλέπεις η σιωπή
είχε ένα κύρος και μια ιερότητα
σαν στοργική τροφός
που τρυφερά το σκέπασε
αυτό το ιλιγγιώδες χάσμα που ανοιγόταν

και δεν τολμήσαμε ποτέ
να την ταράξουμε

‘τα λέμε λοιπόν’
και κρεμόταν απ’τα χείλη μας
το Άδειο