Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020




Ανίδρωση φωτός

Γύρισα πάλι απ’το χθες
το σήμερα είχε μια γεύση από σκουριά
φτηνό κρασί
ψωμί μπαγιάτικο
αφημένο μόνιμα στο νεροχύτη

γύρισα και έψαχνα για σένα…

λέω είσαι παντού
και απαντάς
ολόγυρα

λείπουν δυο ώρες
κάποιες μέρες
πρωινά
απογεύματα
μού λείπουν βλέμματα
φυλακισμένα δευτερόλεπτα
τα θέλω πίσω
και τις ανταύγειες εκείνης της Κυριακής
οι πλάτες γυρισμένες
που έβρεχε
για μένα μόνο

ανίδρωση φωτός

λέω ψέματα
και νιώθω
πως είναι η αλήθεια…

Γύρισα απ’το χθες
μαρμαρυγή φιλιών
στο ήπαρ
ουρλιάζει ο αόριστος
και στα νεφρά
κρυώνει ο ενεστώτας

το σχίσμα ετούτο δεν χωρίζει πια
οι όχθες αφανίστηκαν…
μοιάζει να γεφυρώνει δυο εφιάλτες

λείπουν στιγμές
ο μέλλοντας ένα μικρό σκουλήκι
τρώει το μυαλό μου
και όπου να’ναι
περιμένω
να σηκωθεί
η μπότα του ποτέ
να το συνθλίψει…



Steps of Light


Art Print by Mark Seawell 

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020


απόγευμα

κοιμόσουν δίπλα μου
ανάσαινες αργά
η δροσιά του απογεύματος
ίσα που άγγιζε σαν χάδι
το μετάξι στο κορμί σου
σε κοιτούσα
είχα στα χέρια μου τα πόδια σου
είχα στη καρδιά μου ένα πυρήνα από παλλόμενο φως
στα μάτια μου είχα
το ομορφότερο θέαμα της ζωής μου

σκεφτόμουν
ένα κομμάτι τελειότητας
αξιώθηκα Κύριε να αγγίξω
από την ευσπλαχνία Σου
να το γευτώ
έκοψες ένα μικρό σου θαύμα
και μου το προσέφερες
εδώ μπροστά στα σάρκινά μου μάτια
και δεν ξέρω αν θα το αντέξω ως το τέλος
να μην τολμήσω να μιλήσω
να μην τολμήσω να σιωπήσω
να μην αδράξω ούτε τη στιγμή
να μην τη μαγαρίσω
να μην δειλιάσω
να μυρίσω τη ζωή
να μην σηκώσω ανάστημα
να αρπάξω αυτό το δώρο

εκστατικός
να μείνω
κι αυτό είναι...

ιχνηλάτη μ'εφερες
στην ατραπό των ρόδων
στην θάλασσα των προσευχών
με δοκιμάζεις;
με την ιέρεια της άπειρης στιγμής
να ξεκουράζεται
τόσο κοντά μου
που ανασταίνεται μέσα μου καινό
ατόφιο
στης δόξας το άκτιστο φως
ως και το παρελθόν μου!

κοιμόσουν δίπλα μου
ανάσαινες αργά
η δροσιά του δειλινού
ίσα που άγγιζε
σαν χάδι παιδικό
το μετάξι στο κορμί σου

σε κοιτούσα
σ'εκλεβα
είχα στα χέρια μου τα πόδια σου
είχα στη καρδιά μου έναν καινούργιο άνθρωπο

στα μάτια μου είχα
το ομορφότερο θέαμα της ζωής μου





S o f t l y

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020



Ό,τι ορθώθηκε
ιερό
ατόφιο είναι
και δεν προσβάλλεται
δεν ρηγματώνεται
από τις φλεγμονές του
πρόσκαιρου
και του συγκαιρινού…

αρνούμαι να δώσω στο υπέροχο
ποιότητες
βλέμματα
και μαχαιριές του πόνου

αρνούμαι να σε δω
μέσα από
μολυσμένες βροχές
λέξεις οργής
θραύσματα μίσους

κι αρνούμαι μέσα από σένα
εμένα να ιχνεύω
ανάξιο…
κατώτερο…
ουτιδανό…

αν πρόκειται να λερώσω
το μητρώο της ύπαρξής μου
συνένοχο
εσένα δεν θα κάνω…

Fallen angel
Stefan Eisele

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020


Απρόσαπτη πόλη


Ωραία η πόλη
η απρόσαπτη πόλη
έχει βγάλει πλοκάμια
και πνίγει τους ανθρώπους
τους ζεσταίνει πρώτα
μέσα στο πύο της νύχτας
κι έπειτα
με άφατη στοργή
τους μαραζώνει
και τους πνίγει...

Χαμογελάει η ανείδεη πόλη
χωρίζει τους εκλεκτούς
απ'τους γονείς τους
θρέφει τις νεκροκόμες θυγατέρες
με όνειρα
κλείνει στο ρυπαρό της πέπλο
όσα δεν αρμόζουν στο λυγμό της

Αργοπεθαίνουν όλοι
ευτυχισμένοι

δηλητηριασμένοι
όχι από θάνατο
αλλά από ζωή

από την πρώτη ώρα
που το λαιμητόμο τραύμα
τους σημαδεύει στο υπογάστριο
από την πρώτη στιγμή
που το ακόντιο του Δολιοφθορέα
τους διαπερνά κατάστηθα

από την πρώτα ανάσα
στο τοξικό της αίμα

αργοπεθαίνουν

μολυσμένοι όχι από θάνατο

αλλά από ζωή...


Ψαθυρή βοή

Μου είπες κάποτε
οι φίλοι σου όλοι
είναι νεκροί
αρχαίοι ποιητές
και τροβαδούροι
πολεμιστές που έσβησαν
σε απελπισίας ιαχές
και οράματα θεών
που έχει λησμονήσει πια
ως και ο νύχτιος βρόμος
γύρνα σε μένα!
γύρνα στο τώρα!
κοίταξέ με
είμαι για σένα ζωντανή!

δεν σου είπα τίποτα
δεν σε ντρεπόμουν
όμως δεν είχα λέξεις
για να σε ξεδιψάσουν
αναπαυόμουν πάντοτε
από παιδί σχεδόν
στο σπαραγμό των αδελφών μου
στο λύγμιο πόνο τους
στον μεθυσμένο θάνατό τους
πώς να προδώσω σου έλεγα
το αρχαίο ρίγος;
αφού απ’αυτό αρύομαι φως
αφού απ’αυτό ανασαίνω
αφού αυτό ενδύομαι κατασάρκιο
τη γύμνια μου να υποφέρω…

κι έγινες μικρή σιωπή
και κρύφτηκες
σε κείνη των ανθρώπων
την ψαθυρή βοή
που ξημερώνει το μάταιο

κι έστρεψες μακριά μου
πρώτα το σώμα
κι έπειτα το βλέμμα…



Her Guilty Pleasure Art Print by tomorca

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020



Αλκεδαμά(χ)
  
τόποι φωτός
οι ασημένιες ενοχές
πλεξούδες από μάρμαρο
στο νοτισμένο χώμα των πατέρων

αποτυπώματα
πέλματα γυμνών θεών
που δεν σταυρώθηκαν ποτέ
δεν έστερξαν τον άνθρωπο
δεν οικειώθηκαν την ανάγκη του

τόποι ομίχλης σάρκινης
σταλαγματιές ρόδινου αίματος
σύννεφα λιπαρά
αγέλαστες ημέρες

πώς να'βγει ο Διδάσκαλος
συντροφιά με το όνειρο
και την ελπίδα
για ν'αγκαλιάσει τους ανθρώπους

ως και ο Ιούδας
έχει από μέρες εξαφανισμένος
αναζητά τον αγρό του κεραμέως
να επενδύσει το χειμώνα της ψυχής του

να σπείρει θλίψη

για να θερίσει απουσία...

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020



Έγκαυμα


ήταν το βήμα σου ήσυχο
στη ράχη της γης
κανείς δεν σε άκουσε να περπατάς
να μιλάς
ή να σωπαίνεις…
μα εγώ σε θυμάμαι
τόσο έντονα
όσο το σφυροκόπημα του αίματος
στις φλέβες μου
κι ακόμα νοιάζομαι για σένα

εάν ο ήλιος έσκυβε μια μέρα
πάνω απ’τη λησμονιά του ανθρώπου
θα του έδινα το χέρι μου
θα τον κοιτούσα ολόισια στα μάτια
ώσπου να τυφλωθώ…

χωρίς αισθήσεις
παύουν και τα ερωτήματα

μέσα στο αιώνιο έγκαυμα
σε χώρεσε ο πόνος
και σκιρτάς μονάχα πια
όταν πλένω στο νερό τις νύχτες
τις καμένες ανάσες
των φιλιών σου…





Burnt memories

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020


[Όροι των βρόμων…]

Τι ισορροπεί εδώ μέσα…
Ήχοι… σκοτεινές δονήσεις… αυτό που έρπει μέσα στις σκιές
Αυτό που κρύβεται
Αυτό που αλλάζει πρόσωπα
Αυτό που καραδοκεί…
Τι ηχεί εδώ μέσα;
Ποια η ταραχή, ο πάταγος, η ιαχή;
Ποια ημέρα πέρασε σιωπηλή, αθέατη, μόνη;
Ποια ώρα πέρασε χωρίς να ληστέψει, να δηώσει, να σκοτώσει;

Ποιος ήσουν εσύ που αλυχτούσες κάτω απ’τα σκεπάσματα;
Ποιος σε άκουγε;
Ποιος σε θυμόταν;

Νομίζω χθες σήκωσα τον ουρανό απ’το κεφάλι μου
Νομίζω χθες έγδαρα τη νύχτα απ’τα μπράτσα μου
Και δεν απλώθηκε ούτε υποψία σκόνης στον μολυσμένο αέρα…

Τίποτε δεν βροντάει εδώ…
Οι αρτηρίες σιώπησαν
Τα χαλιά μαζεύουν υγρασία
Οι τοίχοι δεν είναι πια κάθετοι
Οι λεπτοδείχτες δεν γυρνάνε δεξιόστροφα
Το σώμα μου δεν υπακούει στη βαρύτητα…

Τίποτε δεν ανασαίνει πια εδώ μέσα…
Έχω ένα κερί που έλεγα ν’ανάψω
Να το φυτέψω στο χώμα
Να σβήσει απ’τον αγέρα του δειλινού
Ν’απομείνει μια υποψία φλογός…
Και δεν το έκανα ποτέ…

Έλεγα να μαζέψω τις κουβέρτες, τα βιβλία, τα σεντόνια
Να τα κάψω
Να πυρπολήσω όλο το σάπιο αόρατο που ενσαρκώνεται
Προτού ξημερώσει εκείνη η λιπαρή αυγή
Και με σταυρώσει ο λυγμός μου στο πάτωμα
Και τίποτε δεν έκανα…

Ποιος ήχος…
Ποιος τριγμός…
Ποιος βρόμος…


Ποιος τολμά να σηκώσει πια το ανάστημά του;



The Labyrinth

Art Print by Gilbert Claes