Τρίτη 1 Ιουλίου 2025



αόρατο σημάδι


νιώθαμε μόνοι
όλοι εμείς
στην οικογένεια των ανθρώπων

πέρασαν αιώνες
να μηρυκάζουμε
τις διδαχές των προγόνων
ν' αφηγούμαστε τη διαδρομή του ήλιου
να πλένουμε τις ανάσες μας
με το θνητό νερό
του αθάνατου έρωτα
και να μαζεύουμε αγωνία
στα πνευμόνια μας

οι μέρες μεγάλες
οι νύχτες απέραντες

ώσπου εμφανίστηκε εκείνος
που είχε στα χέρια του ρόδα
και στο χαμόγελό του
αρμαθιές φωτός
στο στοχασμό του
αναπαύτηκε η απληστία μας
τα λόγια του
ξελόγιασαν τις προσευχές μας
στα κύτταρά του
είδαμε τα πρόσωπά μας

και διάλεξε εφτά όνειρα
κι εφτά εφιάλτες          
τα πήρε μαζί του ένα πρωινό
που έστεκε ο ήλιος στο κατώφλι
και δεν έκαιγε
αλλά μας χάιδευε απαλά

κι είπε πως μ'αυτά
θα αρδεύσει όλα τα σύμπαντα
και όλα τα στερεώματα του απείρου

κι όταν γυρίσει
θα τον γνωρίσουμε
θα'χει μιλιά σαν τη δική μας
θα'ναι όμορφος σαν έφηβος
και γυμνός
σαν τις νύχτιες σκέψεις μας

κι εκείνος που θα τον φιλοξενήσει πρώτος
στο δώμα του
θα γίνει ο επόμενος
κείνος με το αόρατο σημάδι στο μέτωπο
και την οσμή του αίματος στη σάρκα
αυτός θα'ναι
που θα διαλέξει όνειρα κι ελπίδες
για να μπολιάσει όλους τους ουρανούς
με το λυγμό του ανθρώπου...





Waiting for a drop

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

 

 
απόγευμα

κοιμόσουν δίπλα μου
ανάσαινες αργά
η δροσιά του απογεύματος
ίσα που άγγιζε σαν χάδι
το μετάξι στο κορμί σου
σε κοιτούσα
είχα στα χέρια μου τα πόδια σου
είχα στη καρδιά μου ένα πυρήνα από παλλόμενο φως
στα μάτια μου είχα
το ομορφότερο θέαμα της ζωής μου

σκεφτόμουν
ένα κομμάτι τελειότητας
αξιώθηκα Κύριε να αγγίξω
από την ευσπλαχνία Σου
να το γευτώ
έκοψες ένα μικρό σου θαύμα
και μου το προσέφερες
εδώ μπροστά στα σάρκινά μου μάτια
και δεν ξέρω αν θα το αντέξω ως το τέλος
να μην τολμήσω να μιλήσω
να μην τολμήσω να σιωπήσω
να μην αδράξω ούτε τη στιγμή
να μην τη μαγαρίσω
να μην δειλιάσω
να μυρίσω τη ζωή
να μην σηκώσω ανάστημα
να αρπάξω αυτό το δώρο

εκστατικός
να μείνω
κι αυτό είναι...

ιχνηλάτη μ'εφερες
στην ατραπό των ρόδων
στην θάλασσα των προσευχών
με δοκιμάζεις;
με την ιέρεια της άπειρης στιγμής
να ξεκουράζεται
τόσο κοντά μου
που ανασταίνεται μέσα μου καινό
ατόφιο
στης δόξας το άκτιστο φως
ως και το παρελθόν μου!

κοιμόσουν δίπλα μου
ανάσαινες αργά
η δροσιά του δειλινού
ίσα που άγγιζε
σαν χάδι παιδικό
το μετάξι στο κορμί σου

σε κοιτούσα
σ'εκλεβα
είχα στα χέρια μου τα πόδια σου
είχα στη καρδιά μου έναν καινούργιο άνθρωπο

στα μάτια μου είχα
το ομορφότερο θέαμα της ζωής μου





S o f t l y

Σάββατο 21 Ιουνίου 2025

 


Όλοι…



…Κι όλοι αυτοί
Οι πολύχρωμοι κόσμοι
Έγιναν για μένα!
Ένας φούρνος που μοσχοβολάει
Ζεστό, φρέσκο ψωμί αγιότητας
Ένα στενόμακρο μαγερειό
Που αχνίζει φίλαυτες γεύσεις
Απόστασης…

Κι όλοι αυτοί οι γενναιόδωροι άνθρωποι
Γεννήθηκαν για μένα!
Να χτυπάς στην καρδιά τους
Και να πονούν στις αναμνήσεις τους
Να ποδοπατάς τα όνειρά τους
Και να χαμογελά η αφροντισιά τους

Δεν ψηλαφείς άραγε πάντα
Στο βλέμμα των παιδιών
Τον χαμένο εαυτό σου;

Κι όλοι αυτοί οι κόσμοι
Αναπνέουν για μένα!
Να στερεώνεις τον ήλιο το πρωί
Και ώσπου να γυρίσεις τη πλάτη
Να’χει ξανά νυχτώσει
Να σμιλεύεις τον έρωτα στα στήθια της
Και ώσπου να πεις το πρώτο ‘σ’αγαπώ’
να οργώνεις απουσίες
Και ουδέτερες ματαιώσεις

Δεν κλέβεις άραγε
Στο χαμόγελο της
Όταν σου εμπιστεύεται το είναι της
Την ακέραια ηδονή
Της απόρριψης;

Κι όλοι αυτοί οι πρώτοι
Οι έσχατοι
Οι εαυτοί μας
Σαν δροσερές καλημέρες
ατμίστηκαν
Απόκαμαν κι αυτοί

Και αργοσβήνουν στα χέρια μας
Μαζί με την αυτού μεγαλειότητα
Τον ίδιο το χαμό μας…



Where Does The Time Go?
 
 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025


Cesset superstitio, sacrificiorum aboleatur insania…
[Ας σταματήσει η ψευδής πίστη
και ας καταργηθεί η τρέλα των θυσιών…]

Codex Theodosius XVI, [10,2...] - 341μ.Χ.



Pagano superstitio crimen publicum

«Επειδή τινες εύρηνται
τη των ανοσίων και μυσαρών Ελλήνων
κατεχόμενοι πλάνη…»


Ο Ιεροφάντης σήκωσε
το γερασμένο βλέμμα του
στον ουρανό
τρεμάμενες λέξεις
παιδιά θανάτου κιόλας
βγαίναν στο φως της μέρας
έπεα πτερόεντα…

‘που ενοικείτε πια
αν μας εγκαταλείψατε;
αν από τα ιερά σας απέχετε
αν στις καρδιές μας
αρνείστε πια
να εδράζεστε;
Απέπτη θλίψις
και κει που είστε
μακάριοι όντες
θ’ ανταμώσουμε…’

και λίγο πριν
σβήσει για πάντα
το ιερό πυρ
στον πανάρχαιο βωμό
το δηλητήριο γεύτηκε
που είχε αποσώσει ο Σωκράτης
χίλια χρόνια πριν
για τους αδελφούς της Αλύσου
να μην ακούσει
βαρβαρικές ιαχές
το τελεστήριο να ρυπαίνουν
να μολύνουν το είναι του
και μελανειμονούντων το μαχαίρι
να μην του σκοτεινιάσει
τον ήλιο…

σπαρτάρισαν τα μέλη
ελαφρά μειδίασαν τα χείλη
και η φτερωτή ψυχή
στα Ηλύσια απεδήμησε
των Ηρώων ομοτράπεζη
συγκαθήμενη των φιλοσόφων
των αθανάτων όντων λατρευτή…

‘Το Εν
Το Άχρονο
Το Αδιάστατο
μας γέννησε από τις φτερούγες της Νύχτας
ήρθαμε
δειλοί
σαρκωμένοι το Όλο
πώς να το ξέρουμε
άνθρωποι
γιοι ανθρώπων
εντούτοις ήρθαμε
να περπατήσουμε σε μια κουκίδα γης
να ψηλαφήσουμε το άπειρο
με τα μικρά μας χέρια
και δεν αντέξαμε
να πεθαίνουμε διαρκώς
στης άγνοιας την άβυσσο…

…δεν αρνηθήκαμε το σώμα
δεν αφυδατώσαμε το πνεύμα
δεν στερηθήκαμε τους ωκεανούς
για μια σταλιά ησυχίας
στο διψασμένο στόμα
έχουμε βλέμμα
έχουμε αίμα
σάρκα έχει και η ψυχή
και γραπώνεται στο τώρα
σπουδάζουμε διαρκώς
του ανθρώπου το φθαρτό
του βροτού το εφήμερο
της μητέρας φύσης
το μέγιστο κάλλος
της Νέμεσης
το σκληρό μαχαίρι
της Αδράστειας
το λευκό χαμόγελο
και της Ανάγκης
το απέριττο δραν…

…Μητέρα Μεγάλη
Κόρη αγαπημένη
Χρυσό μου Ρόδο
δεκαεξαπέταλο
αν με ακούει κάποιος
από των όλβιων τα δώματα
ας κόψει με το δρέπανο
τον μίσχο του είναι μου
και ας με παραδώσει στην αχλύ του χρόνου
να κυκλωθώ ειρηνικά
από όλα που αγάπησα
ν’αναχωρήσω
ευγενικά
εναγκαλισμένος
το Ιερό Μηδέν
που με περιέχει…

αγαπώντας ήρθα
αγαπώντας φεύγω…’


Στον Ιλάριο
τελευταίο (; ) εν Ελευσίνι ιεροφάντη
των ιερών Μυστηρίων της Κόρης