Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

 

Πυρετοί κατιόντες


Οι νεκροί
ήρθαν εφιάλτες
στα χώματά μας
τους υποδέχθηκαν χορεύοντας οι Νύμφες
τους καταγέλασαν οι Άνεμοι
τους περιέπαιξαν οι Σάτυροι
το χρόνο τους πετσοκόψαμε
και τσιμπούσι στήθηκε
θριάμβου
κάτω ακριβώς
απ’τα θεόχτιστα τείχη μας
και την αποφορά τους
θα τραγουδά ο τυφλός ποιητής
εξαγοράζοντας φτηνά
μιαν υστεροφημία βέβαιη
ανάμεσα στους βροτούς

Λοιπόν, απόρθητη
είναι η πόλη μας
αιώνες τώρα…

Ύστερα είδα την Ελένη
άργησα είν’η αλήθεια
ν’ανταμωθώ
με το πέπλο της σιωπής της
ήταν χλωμή
σαν βροχερή αυγή
και νεκροφόρες αύρες
την έλουζαν
σαν πεθαμένο φως
κι όμως
χαμογελούσε
είχε στους λεπτούς της αστραγάλους
δεμένες νεκροκεφαλές
και απ΄το ποδόγυρό της
κρέμονταν
όλες οι λιακάδες μας…

Λοιπόν, ανώλεθρη
είναι η αλαζονεία μας
και περισσεύει αν χρειαστεί
για τον διωγμό μας…

Και λίγο πριν
μας φορτώσουν
στα μαύρα τους πλοία οι Έλληνες
να πουληθούμε ανδράποδα
στις εσχατιές του Αιγαίου
την είδα πάλι
ερχόταν από μακριά
φορούσε ένα διάδημα
από βότσαλα του ιερού μας ποταμού
στα δάχτυλά της
σαν παιγνίδι μικροσκοπικό
ο πρίγκιπας παραληρούσε
μισότρελος ο δυστυχής
και στα σανδάλια της
οι σκύλοι της Εκάτης
ουρούσαν και αφόδευαν
ό,τι ιερότερο αφήσαμε
αχνιστό ακόμα
ν’αναπαύεται
ιχώρ και δάκρυα
επηρμένης νιότης

Λοιπόν, ανόθευτος
θα είναι ο θάνατός μας
κόκκινος
σαν τους σπαραγμούς
των κατιόντων πυρετών μας
κι αν επιμένει ο γέρο-ποιητής
να μας θυμίζει στους αιώνες
τη ντροπή μας
χάρισμά του!
θα’ναι μια δόξα που νεκρανασταίνει πάντα
μονάχα λέξεις…



Helen on the Walls of Troy by Gustave Moreau 

Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

 


(απόσπασμα)


Δανείζομαι έναν φόβο απ'το ημερολόγιο της Λατρείας...


Απ'το Άδειο γέμισα κι είμαι τώρα πια ευτυχισμένος.
Εχω τα χίλια ερωτήματα, έχω τις ίδιες απαντήσεις, έχω τα αμέτρητα λάθη κι έχω τους ίδιους φόβους...

Από το Άπειρο γέμισα κι είμαι γι'αυτό ισορροπημένος.
Έχω κουστούμια σκοτωμένων σε πολέμους αδελφοκτόνους
κι έχω χαμόγελα παιδιών που λαμπάδιασαν οι βόμβες.

Από το Θρίαμβο γέμισα κι είμαι γι'αυτό πιο όμορφος!
Εχω ναυάγια θεσπέσια και ναυαγούς απεγνωσμένους
κι έχω κουρασμένα "σ'αγαπώ" και ηλίθιους ερωτευμένους.

Από το Ρωμαλέο γέμισα γι'αυτό είμαι τόσο μόνος... 


Δανείζομαι ένα μυστήριο απ'το ημερολόγιο της Γυναίκας...

Λέω πως είμαι ένας φιλόξενος κήπος.
Όλα θ'ανθίσουν στην αρχαία μου αγκαλιά, όλα θα γεννηθούν κι όλα θα πεθάνουν.

Λέω πως είμαι ένας αρχαίος εφιάλτης.
Ολα θα κλείσουν στην μπέρτα μου κι όλα ξανά θα αποκαλυφθούν.

Λέω πως είμαι ένας προσηνής βασιλιάς.
Ολοι θα χορτάσουν απ'την φιλόστοργη γενναιοδωρία μου και όλοι θα με μισήσουν για την δύναμή μου.

Λέω πως είμαι ένας λυρικός τραγουδοποιός. Ολοι θα χορέψουν στο σκοπό της ματαιότητάς μου κι όλοι θα νανουριστούν γλυκά στην μηδαμινότητα της προσδοκίας τους να μου μοιάσουν.

Λέω πως είμαι ένας ξεχασμένος βράχος.

Ολα ξεσπούν πάνω μου και όλα τα περιφρονώ στην αθανασία μου...

 

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

 



η επαφή με το απροσδόκητο

Ζητούσα επίμονα απ’το φακό
να δει
να καταγράψει
ό,τι δεν έβλεπα εγώ
με τους κοχλίες εστίασης
έφερνα πιο κοντά μου τους ανθρώπους
στεκόμουν με άνεση
πάνω στα χείλη της άγνωστης κοπέλας
πάνω στα μαλλιά του γέροντα
πάνω στο λερωμένο πουκάμισο
ενός διαβάτη

και ο φακός με υπηρετούσε σιωπηλά
αδιαμαρτύρητα
καθώς εγώ στεκόμουν στην ασφάλειά μου
παρατηρητής
ενός κόσμου που με αγνοούσε
και με παράξενη ηδύτητα
τον αγνοούσα κι εγώ…

και κάποια μέρα
ο φακός γύρισε προς το μέρος μου
εστίασε πάνω μου
και η επαφή με το απροσδόκητο
με ξάφνιασε
κι έπαψα ν’αγγίζω το ταχύμετρο

που ήταν πια κρύο
και αυστηρό
και απάνθρωπο

σαν ανακριτής…


Τρίτη 20 Ιουλίου 2021



Το σπίτι του θανάτου

Πέρασα μέσα από το σπίτι του θανάτου
και ήταν πολύ πιο φωτεινό
απ'όσο θα μπορούσα να σου περιγράψω
δεν ήτανε σα φυλακή στενή και βρόμικη
δεν ήταν σα σπηλιά υγρή και κρύα
μα είχε φως και ζεστασιά και δεν ένιωσα το φόβο
μόνο λιγάκι απόρησα πως είναι δυνατόν
να είμαι μόνος μου εγώ μέσα σ'αυτό το σπίτι
όταν εκατομμύρια οι ψυχές που χάνονται
και αναρίθμητους θα'πρεπε να συναντήσω

Πέρασα μέσα από το σπίτι του θανάτου
και αναζητώντας μάταια επί ώρες και ημέρες
όσους που έχασα είχα αγαπημένους
όσους που με αγάπησαν και πια είχαν ξεχάσει τη μορφή μου
μπήκα σε μια αίθουσα μεγάλη, ολοφώτεινη
όπου στο βάθος της απλωνόταν μια σκάλα αυτοκρατορική
και μαγεμένος πλησίασα και τότε είδα
ένα μικρό παιδί
να κάθεται μονάχο στο πρώτο σκαλοπάτι
τούτης της θεόρατης σκάλας που ανέβαινε στα ουράνια
ένα παιδί που είχε κρύψει στα χέρια του
το πρόσωπό του
κι έκλαιγε μ'αναφιλητά
μα όταν το ζύγωσα συμπόνια γεμάτος
και ήθελα να το ρωτήσω
γιατί είναι μονάχο του και κλαίει
γύρισε το κεφάλι του, με κοίταξε στα μάτια
κι ύστερα έτρεξε στη μεγάλη σκάλα επάνω
και χάθηκε από μπροστά μου
για πάντα...

κι εγώ συνήλθα απ'το παράδοξο και υπέροχο
μα και τρομακτικό μαζί
βαθύ και απέραντο συναίσθημα
που σ'ένα όνειρο
σ'ένα ταξίδι
σ'ένα μου πέρασμα πες
από το σπίτι του θανάτου
πρόσωπο με πρόσωπο ήρθα
όπως δεν το'χα φανταστεί ποτέ

με τον εαυτό μου...



Seasons of Farwell
Jim Hunt 

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

 

Το πρόσωπο

Η αλήθεια του προσώπου…

είσαι μέσα μου
ένα χαμόγελο από παλλόμενο φως
μια ανάσα που τρέμει απ’το ρίγος  …

Φοβάμαι να σε αγγίξω
γιατί είναι κάποιες νύχτες
που οι σκέψεις ορθώνονται ακέραιες λόγχες
γιατί είναι φωτιές
που δεν σβήνουν στο κρύο…
φοβάμαι να σε αγγίξω
ίσως έτσι σε κρατήσω ολόκληρη…

Το βλέμμα
Το πανάρχαιο του βλέμματος…

είσαι χτισμένη μέσα μου
απρόσιτη και μακρινή
στη σκιά σου
ανατέλλει ο δικός μου ήλιος…

Φοβάμαι να σε ονειρευτώ
μήπως την αυγή  χαθείς
όπως χάθηκαν όλα στη ζωή μου

κι ύστερα σκέφτομαι
δεν έχει αξία
αν πολεμάς σε μάχες που ήδη έχεις κερδίσει
μονάχα να είσαι πολιορκητής
κείνου που πάντα απόρθητο θα είναι…

Το άγγιγμα
τούτη η ακραία δόνηση
της ιερότητας…
τούτο το πέρασμα
απ’το δικό μου πεπερασμένο
στο δικό σου άπειρο…





amintiri din visul meu (memories from...

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

 



Ρίγος…

Ο δρόμος αυτός
έμοιαζε με παγωμένο σώμα
πάνω του ξεκουραζόταν
ολόκληρος ο εφηβικός μου ήλιος
τα βλέφαρα είχαν στερεωθεί
σπλαχνικά
σε μια γωνία φιλόξενη
τα χείλη ζωγράφιζαν την προσδοκία
και τα δάχτυλα έδειχναν
στο μόνο που κυοφορεί το Εν
το αλλιώς...

ρίγος…

το ρίγος των χιλίων αιώνων
που ο Άχρονος εισπνέει το σκοτάδι του
μέχρι να το εκπνεύσει πάλι
σάρκινο φως…

περπατούσα μόνος
σε μια απέραντη ολάνθιστη θάλασσα
ακόμη δεν είχες φανεί
κρυβόσουν πίσω από τις αγκύλες του νου
περίμενες
το βήμα μου να γίνει δίψα για έρωτα
το βλέμμα μου
να γίνει χορός ερωτικός
το αίμα μου
να κοχλάσει από τον πυρετό
και είχες δυο μάτια λόγχες
και με κοιτούσες…

αυτός ο δρόμος
μοιάζει με το πέπλο της Ίσιδας
αργολικνίζεται στο σούρουπο της κατάβασης
υπόσχεται την αποκάλυψη
υπόσχεται την χιλιοπόθητη ένωση
με κείνο το άγγιγμα
που απελευθερώνει
που μαχαιρώνει
που λυτρώνει…

ρίγος…

το ρίγος των μυρίων αιώνων
που ο Άνθρωπος
ο γιος του Ανθρώπου
αποποιείται το απρόσιτο
και σαρκώνεται
φιλόδοξα
και λάγνα
στο δέμας του φθαρτού
στο σπέρμα του θνητού
ενηλικιώνεται…

ήρθες
μου κράτησες το χέρι σφιχτά
χαμογελούσες
δεν είπες τίποτα
δεν σπατάλησες σε λέξεις
τούτο που βιώνεται
μονάχα στη σιωπή του Ιερού

και στο αρχαίο

ρίγος…



Out of Darkness

Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

 



Υπήρχε κάτι πένθιμο
σε τούτη τη σιωπή
σαν το χαρταετό
που κόβεται απότομα το νήμα του
αυτό που τον συνδέει με τον άνθρωπο
αυτό που τον συνδέει με το χαμόγελο
και ταξιδεύει για λίγο
όσο να ψελλίσεις ένα
‘μα, πως… πως γίναμε τόσο σιωπηλοί;’
κι ύστερα…
γκρεμίζεται στη γη

Ναι
υπήρχε κάτι πένθιμο
στο τρόπο που έλεγες ‘καλημέρα’
στο τρόπο που έστρωνες το τραπεζομάντηλο
στο τρόπο που ξάπλωνες στο κρεβάτι
για να με υποδεχθείς ερωτικά

Κι αυτός δεν ήταν έρωτας
ήταν μια πρόσκαιρη συμμαχία
με το εγώ μας
μια θορυβώδης παράσταση σκιών
τόσο ώστε να μη μας ξεκουφαίνει
η κραυγή της θλίψης

Εσύ να δώσεις στο γκρι
μια απόχρωση γαλάζιου
να δώσω εγώ στο σκοτάδι
μια ρυτίδα από φως…

Κι όταν δεν θα’χω;
αναρωτιόμουν
όταν δεν θα’χω πια;
εσύ μου απαντούσες με κείνο το δειλό
σα ρωγμή στον κατάλευκο τοίχο
πένθιμο χαμόγελό σου