Κυριακή 26 Ιουνίου 2011


Ήμουν...

Ήμουν ένα αγαπημένο ποίημα
στην τρυφερή αγκαλιά ενός παιδιού
γεννήθηκα
τα δάχτυλά του χάιδευαν τις λέξεις μου
τα δάκρυά του έπλεναν τις σελίδες μου

Έζησα δεκάδες καλοκαίρια
κλεισμένος σε εφηβικά συρτάρια
κάποτε ξεχασμένο
κάποτε τόσο μόνο
κι όμως έσταζα πάντα όλη μου τη δροσιά
σα νά'ταν η πρώτη φορά που με αγγίζαν
ανθρώπων μάτια
κάποτε μ'έκπληξη
κάποτε με λαχτάρα
κι ανάβλυζα πόνο αλλά και λύτρωση
κι ακούραστα φρόντιζα ψυχές με τη σιωπή μου

Με διάβασαν πολλές φορές
Μ'αγγίξανε δεκάδες χέρια
Με φίλησαν χείλη δροσερά
Με φρόντισαν ανάσες Έρωτα
Με γλύκαναν λέξεις αγάπης...
Με ανακάλυψαν
Με παίνεσαν
Με λάτρεψαν

Κι ύστερα
με εκπόρνευσαν
σε ποιητικές συλλογές με στοίβαξαν
σε παγωμένους τάφους εκδοτών
με κλείδωσαν
κι άρχισαν οι αμέτρητες ημέρες δόξας
και θανάτου...


15/7/00

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011


Κράκεν
(Παράξενα αρχιπελάγη)

Έρχομαι εδώ
Από μακρινές
Παράξενες θάλασσες
Είδα τόσα πολλά
Που δεν ορίζονται ακόμη
Κι από το πιο φιλόδοξο στερέωμα
Ανθρώπους ‘διαφορετικούς’
Ανθρώπους άδειους
Ανθρώπους μαγικούς
Λαούς και τόπους
Συναρπαστικούς
Αν ξεκινούσα να ιστορώ
τέλος η διήγηση δε θα’χε…

Έρχομαι ξανά
Από τις βόρειες θάλασσες
Που στα άπειρά τους βάθη
Λένε
Ζουν τα θηριώδη Κράκεν
Και στο άκουσμά τους μόνο
Τρομοκρατούνται ως και οι απόγονοι
Των Βίκινγκς
Στα φοβερά πλοκάμια τους
Τσακίστηκαν πλοία περήφανα
Στις σκοτεινές σπηλιές τους
Αναπαύονται αμέτρητοι σκελετοί
Γενναίων ναυτικών…

Έρχομαι πάλι
Από τα παράξενα, ωκεάνια αρχιπελάγη
Είδα τόσα και βίωσα
Που δεν χαρτογραφούνται από Κολόμβους εκατό
και χίλιους Μαγγελάνους
Ανθρώπους όμορφους
Ανθρώπους γελαστούς
Κι είδα ακόμη
Παιδιά με βλέμμα μελαγχολικό
Γέροντες αγριεμένους από τη μοναξιά
Γυναίκες που ρήμαξε η σιωπή
Ανθρώπους είδα ‘διαφορετικούς’
Και τόσο ίδιους…

Έρχομαι πίσω
Από τις παγωμένες θάλασσες των Κράκεν
Και έχω μαζί μου ένα πλούτος
Από χρώματα
Από γέλια
Από κλάματα
Από σπαραγμό
Από αηδία…

Έρχομαι πίσω
Από τις μυθικές ακρογιαλιές
Των Υπερβορείων
Ρούφηξε η ματιά μου
Τοπία πανέμορφα
Βουνά ομιχλώδη
Και λίμνες μαγικές
Κι ακόμα είδα
Κλειστά παράθυρα
Κλειστές ψυχές
Το φόβο για το θάνατο
Το φόβο για το Άπειρο
Την τρομερή παγκόσμια δίψα
Των ανθρώπων
Για ένα άγγιγμα
Για ένα φιλί
Την σκιά στο βλέμμα του πατέρα
Που θάβει το παιδί του
Τη σιωπή, το άχρονο
Στο πρωινό ξύπνημα του ήλιου
Πάνω από το καθημερινό άδικο…

Γύρισα πίσω
Από την Θούλη των Αποκρυφιστών
Κι έχω μαζί μου ένα θησαυρό ατίμητο
Δυο λέξεις πάνω σ’ένα κίτρινο χαρτί
Καλό ταξίδι
Ένα αγχωμένο σ’αγαπώ
Πάνω στα χείλη μου
Κληρονομιά του αρχαίου ρίγους
Στα μυθικά αρχιπελάγη των μοναχικών ψυχών
Όσων ακόμη επιμένουν
Να χαράσσουν θύελλες με το στεναγμό τους
Ανέμους να πλέκουν με τον σάρκινο αργαλειό
Της νιότης που εξαγόρασαν
Για ένα χωράφι ήλιο
Της φρίκης του μοναδιαίου ανύσματος
Που πάντα δείχνει το ίδιο τέλος
Για όσους
Έχουν το βλέμμα να αντέχει ακόμα
Και τη ψυχή
Να το στερεώνει
Με την υπέροχη ψευδαίσθηση της ζωής…


Μαιος 2009

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011


Σκιάχτρο

Το βλέμμα σου
Αναζητώντας έναν διαλύτη σκότους
Ακρωτηρίασε όλους τους ουρανούς
Κι έχει ξεχυθεί
Σαν άτακτο παιδί
Στις εξοχές της Άβαλον

Αναρωτιέσαι ακόμη (;)
Άξιζε όλη αυτή τη σπατάλη ανθρώπων
Η Δημιουργία;

Το σώμα σου
Είδες σταυρωμένο σκιάχτρο
Να επιτηρεί την κληρονομιά του Πατρός

Κι αρνιέσαι ακόμα την συμβασιλεία
Γιατί τάχα γεύτηκες το νόστιμο καρπό
Και δεν ξέρεις
Ότι η σοδειά ήταν μολυσμένη
Και αργοπεθαίνεις…

Κι όμως
Στερεωμένος στο ευρύστερνο παθείν
Που δεσμεύτηκες να υπηρετήσεις
Κολακευμένος
Ανοίγεις το στόμα σου
Με τα σαπισμένα δόντια
Και χαμογελάς

(κι έτσι) απαντάς
Σε όλα σου τα ερωτήματα
Κάθε πρωί
Λουσμένος από την αυθάδεια
Του ακριβού σου σπέρματος…

Ιουν2011


Κυριακή 12 Ιουνίου 2011


Κάτι

Σου λείπει κάτι από τα παιδικά σου χρόνια
ψάχνεις να το βρεις εκεί που από χρόνια κατοικείς
σε κάποιες προσπάθειες να διασωθείς
απ΄τις αρπάγες του χρόνου
δεν το μπορείς
το αναζητάς σε τούτα τα φιλιά της θλίψης
και είναι φιλιά από χείλη νεκρά

κάτι σε στοίχειωσε όταν ήσουνα παιδί
το περιέχεις πάντα
γιατί η δική του φωνή γίνεται ένα με τη δική σου
κι όσο περνά ο καιρός
ανακαλύπτεις πως δεν έχεις άλλα να φροντίσεις
από μια νοσταλγία δανεική

κάτι σε σκότωσε στα τρυφερά σου χρόνια
και το αίμα έτρεξε μέσα σου
και σε πλημμύρισε σα θάλασσα από ένοχες διαφυγές
και δεν σε αποτελείωσε
μα σε αφαιρεί απ'τον εαυτό σου
νύχτα τη νύχτα
σκέψη τη σκέψη
ανάσα την ανάσα...


1/10/2000

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011




Δυο χιλιετίες

Δε θα αρκεστούμε στο παράλογο
Θα έρθει ο ήλιος του Αυγούστου
Και θα τα σαρώσει όλα

Δεν θα κλονιστούμε από το Μάταιο
Γιατί είμαστε παιδιά του
Και το περιέχουμε…

Χωρίς να νοιάζομαι αν τρεμοπαίζει η φλόγα μου
Θα γνωριστώ με τη ψυχή μου
Θα της απλώσω το χέρι
Με κλειστά τα μάτια
Και θα στερεώσω το άγγιγμά της
Στα αγέννητα καλοκαίρια που με περιμένουν.

Κι αν δεν με ευνοήσει ο πόνος
Ή ο προκρούστης χρόνος
Ξέρω καλά κρυμμένη ένα κήπο
στη Γεσθημανή
Που φίλησαν το θεάνθρωπο
Πριν τον προδώσουν
Κι εκεί θα αναπαυτώ…

Δεν θα πλαγιάσουμε ανέμελοι ξανά
Ένα παιδί που αναχώρησε πρόωρα
Για την εντελέχεια του Μυστικού
Δεν τη φοβάται την έσχατη μέρα
Έχει τόση ενέργεια
Τόση καθαρότητα τούτο το αξημέρωτο σύμπαν
Που όλα φωτίζονται
Και όλα αθανατίζουν…

Κάποτε ο τυφλός φοβήθηκε
Τη λάσπη στα μάτια του
Γιατί ήξερε πως είναι πιο καυτή η μέρα
Της επίγνωσης
Από τη νύχτα της άγνοιας
Τούτο δεν τον εμπόδισε
Να τοπογραφήσει μια αιωνιότητα φωτός
Και αναλώθηκε ηδονικά
Στην οργιαστική Εδέμ της νέας ζωής του…

Ζήλεψα εκείνο το τυφλό
Και τον φιλοξενώ στο πιο κρυφό
Δωμάτιο της ψυχής μου
Δυο χιλιετίες του μιλώ
Και είμαι σε ετοιμότητα ολοκαύτωμα να γίνω
Επιτέλους
Και να ξαναδώ…

Μάης 2009