Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014




Η ημέρα

Ο άνθρωπος με το ανεξιχνίαστο βλέμμα ήταν υπερήφανος που είχε την ημέρα. Καμάρωνε για τούτο το έργο, το ολόδικό του. Μοιάζει με την ανάσα μου, σκεφτόταν. Η ημέρα είναι το δικό μου έργο, είναι αληθινό, είναι η δημιουργία μου. Και με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποφάσισε να αποδράσει σ’αυτήν.
Η ημέρα του θα ξεκινούσε κάπως μελαγχολικά. Θα επισκεπτόταν ένα μνήμα.
Ήρθα να σου μιλήσω πατέρα, είπε δυνατά. Ήρθα να σου μιλήσω για τον παιδικό μου ήλιο, για την εφηβική μου άνοιξη, για το χειμώνα της ενηλικίωσής μου. Τι απόγιναν εκείνα τα βράδια που μοιραστήκαμε τα όνειρά μου; Τι απόγιναν εκείνες οι βόλτες κάτω απ’τον ήλιο της ωρίμανσής μου; Τι απόγιναν εκείνα τα πρωινά στη θάλασσα του φόβου; Δεν έχω εκείνο το βλέμμα πια πατέρα. Όμως, έχω κάτι σπουδαίο και ήρθα να στο πω. Έχω πια την ημέρα. Την πρώτη αληθινή, δική μου. Και ήρθα με ένα χαμόγελο να στο πω. Στο αφήνω τούτο το χαμόγελο εδώ και φεύγω για να τη ζήσω.
Η επόμενη στάση του ήταν ένας βράχος, δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εδώ έχω ξεχάσει εκείνο το βλέμμα μου, είπε και άρχισε να ψηλαφεί το βράχο. Ύστερα από λίγα λεπτά, χαρούμενος για την επιτυχία της αναζήτησης, κάθισε στο μικρό βράχο και σιωπηλός μίλησε στη θάλασσα.
Δεν με ξεγελάς με το απέραντό σου αδελφή μου. Έχεις φωλιάσει στο γνόφο του Αγνώστου και μονάχα οι ποιητές μπορούν να σε διαβάσουν. Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι. Είσαι άγνωστη, μυστηριώδης αλλά δεν είναι εκεί η γοητεία σου. Οι ποιητές μοιάζουν με τα μικρά παιδιά, νομίζουν πως συντονίζονται με την αναπνοή του κόσμου. Εσύ όμως ξέρεις, τίποτε απ’αυτά δεν είναι αληθινό. Μονάχα τούτη η ημέρα είναι αληθινή και δεν θα μοιραστώ το βλέμμα της μαζί σου. Γιατί εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις τα βλέμματα. Όμως, εγώ βρήκα εκείνο που αναζητούσα και σε αφήνω τώρα.
Κάποια στιγμή, βρέθηκε σε μια παγωμένη περιοχή του κόσμου. Σε μια φιλόξενη, ζεστή γωνιά, επισκέφτηκε τη φωλιά δυο λύκων που προστάτευαν τα τρία μικρά τους. Ο αρσενικός αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε με ένα απαλό γρύλλισμα. Η θηλυκιά έδειξε προς στιγμή τα δόντια της αλλά σύντομα παραμέρισε και άφησε τον άνθρωπο με το ασύνορο βλέμμα, να πλησιάσει τα μικρά που είχαν κουρνιάσει δίπλα της.
Για σας ήρθα ως εδώ αδέλφια μου. Για σας. Είστε η υπόσχεση μιας υπέροχης ζωής και το ανυπότακτο και ανεξημέρωτο της φύσης σας μου ταιριάζει όσο τίποτε άλλο. Ήρθα να σας αφηγηθώ τη ζωή μου. Θα μείνω και θα μεγαλώσω μαζί σας. Όσο η ημέρα μου να φτάσει στο μεσουράνημά της, όσο η αναπνοή μου να γίνει αξεχώριστη με τη δική σας, όσο η καρδιά μου, θα αντέχει να στοχάζεται τη θνητότητά σας.
Κι ήρθε το μεσημέρι και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια των λύκων. Και μετά, έφτασε σε έναν οικισμό ψαράδων, σε κάποιο άγνωστο, απόμακρο νησί της Γης. Κάθισε να γευματίσει με μια πολυμελή οικογένεια σε μια ταπεινή καλύβα, πάνω απ’τη μελαγχολική θάλασσα. Ο πατέρας μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα και συχνά γελούσε. Η μητέρα καθόταν σιωπηλή και έτρωγε από το κοινό μεγάλο βαθύ πιάτο. Τα έξι παιδιά, καθισμένα το ένα στριμωγμένο δίπλα στο άλλο, δεν αντιδρούσαν. Μονάχα το μικρότερο, ένα όμορφο κοριτσάκι, είχε στυλώσει το βλέμμα του στον άγνωστο επισκέπτη και δεν έτρωγε.
Για σένα ήρθα μικρή μου αδελφή. Για σένα. Ήρθα λοιπόν, να ξέρεις, ως εδώ, γιατί ήθελα να συνομιλήσω με το απροσδόκητο, με το νημερτές, το αείρροο… κάποτε θα αναζητήσεις κι εσύ το δικό σου βλέμμα αδελφή μου, θα το αναζητήσεις με πάθος… σου εύχομαι να έχεις τη φωτιά από τα ηφαίστεια της Μάνας και την ευρύτητα του Ωκεανού που θρέφει την οικογένειά σου. Εσύ είσαι όλοι οι άνθρωποι, αυτό να ξέρεις κι όταν στρέψει κάποιος το σκληρό του βλέμμα πάνω στο δικό σου Αχανές, να ξέρεις, κι αυτός εσύ είσαι … και δεν θα σκληρύνει η καρδούλα σου…
Ήταν κιόλας απόγευμα. Ο άνθρωπος με το Αχανές στο βλέμμα του, βιαζόταν. Έφτασε στα πέρατα του κόσμου, σε μια απόκρημνη κατάξερη βραχοσειρά που την είχε ψήσει ο ήλιος και κάθισε έξω από τη φωλιά ενός αετού. Υπήρχε ένας νεοσσός εκεί που τον υποδέχτηκε κουνώντας τα αδύναμα φτερά του και άνοιξε το στοματάκι του. Ελάχιστα μετά, ακούστηκε το φτερούγισμα του πατέρα του που ερχόταν να το ταΐσει. Η μάνα το είχε αφήσει μόνο του για λίγο, θα το τάιζαν εναλλάξ για καιρό ακόμα. Ο πελώριος, πανέμορφος αετός κάλυψε με τις φτερούγες του τη θέα του μικρού και από το ράμφος του κρεμόταν ένα διαμελισμένο ζωάκι. Άρχισε να το κόβει σε κομματάκια και να το χώνει στο ορθάνοιχτο στόμα του μικρού που έκρωζε τρισευτυχισμένο. Ο άγνωστος με το βλέμμα του Απείρου χαμογέλασε.
Ήρθα για σένα μικρέ μου αδελφέ. Κάποτε θα ορίζεις με το πέταγμά σου όλο το στερέωμα. Μα τώρα, δεν το ξέρεις, τώρα είσαι αναπαυμένος στις φροντίδες του βασιλιά πατέρα σου. Κι όμως, μπορείς να μ’ακούσεις. Θέλω να σου αφηγηθώ τη ζωή μου και δεν έχω πια άλλο χρόνο. Όταν θα μεγαλώσεις και το ανάπτυγμα των φτερών σου καλύψει τις φαντασιώσεις των βάρδων της νύχτας, τότε θα ακούσεις τη φωνή μου… θα με καταλάβεις, θα το αφηγηθείς κι εσύ στο στερέωμα που θα δονείται από τις ιαχές σου…
Η ημέρα τελείωνε και θλίψη γέμισε την καρδιά του ανθρώπου. Πριν επιστρέψει, έπρεπε να πάει κάπου ακόμα.
Ήταν ένα συνηθισμένο, μικρό διαμέρισμα κι ένα συνηθισμένο υπνοδωμάτιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη. Κάτωχρη, σιωπηλή, έτοιμη για το ταξίδι της. Στο προσκεφάλι της ένας άντρας καθόταν και της κρατούσε το χέρι. Είχε την ηλικία της ίσως λίγο μεγαλύτερος και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Είχε έναν απαλό, εσωτερικό λυγμό που του έφερνε μια μικρή δύσπνοια. Το οστεώδες, μικρό χέρι της γυναίκας ήταν χωμένο στο μεγαλύτερο δικό του και εκείνος το έτριβε με άπειρη τρυφερότητα ενώ που και που το έπλενε με τα δάκρυά του.
Για σένα ήρθα αδελφή μου, είπε ο άνθρωπος με το Πρώτο Βλέμμα στα μάτια του και είχε ένα παράξενο φως στο πρόσωπό του. Για σένα και τη μοναξιά που κληροδοτείς. Τη μοναξιά που κληρονόμησες κι εσύ κάποτε. Κι όμως, δεν ήρθα να σου πάρω τον πόνο γιατί δεν το έχεις ανάγκη. Ήρθα για να σου αφηγηθώ τις τελευταίες μου ενοράσεις για το Απόλυτο και να ζεστάνω την καρδιά εκείνου που σε λατρεύει και υιοθέτησε το λυγμό σου και τον ανασαίνει τώρα. Οι νύχτες του πια θα είναι απέραντες σαν τις ερήμους της Γης και ο ήλιος δεν θα ανατείλει ποτέ πια. Όμως, έχεις φροντίσει να μην αδικήσει το χρόνο που του απομένει με τον αιώνιο θρήνο για το μάταιο του βίου. Ετοίμασες ένα υπέροχο δείπνο αναμνήσεων για κείνον και να το ξέρεις, από τούτο το φαγητό, δεν θα χορτάσει ποτέ του.
Ήταν ώρα να επιστρέψει.
Αρπάχτηκε από το φεγγάρι που συνόδευε τα βήματά του, έκλεισε κάτω απ’τη μασχάλη του το μικρό σακίδιο με τα άχρονα όνειρά του, πήγε στο μικρό παρκάκι που είχε την πρώτη ανάμνηση της σάρκινης πορείας του στον κόσμο, ξάπλωσε σε ένα μοναχικό παγκάκι, έβαλε το σακίδιο κάτω απ΄το κεφάλι του και με το ομορφότερο χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποκοιμήθηκε.

Φεβρ. 2012



05.05 PM

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014





Το Νέρωνα είδα
ναι, τον Κλαύδιο Αύγουστο τον ίδιο
να κατεβαίνει στην αρένα
για να μου σφίξει το χέρι
‘μπράβο σου, τα κατάφερες’
μου είπε και δεν τον κοίταζα στα μάτια
μα ερχόταν στ’αυτιά μου η θεϊκή
μελωδική φωνή του
και έτσι γεμάτος αίματα, λερός και άθλιος
καθώς ήμουν
από τη σφαγή που επί ώρες
είχε προηγηθεί
ένιωσα ντροπή
που λέρωσα το απαλό του χέρι
με το δικό μου που έσταζε ακόμα
μα δεν τον ένοιαξε στιγμή
και άρχισε σε λίγο να γελάει
κάπως παράξενα
σαν να’βλεπε μπροστά του
το πιο αστείο απ’όλα ένας θεός μπορεί
να αντικρίσει
‘μα ήσουν καταπληκτικός!
δυο, τρεις φορές την ώρα που ρευόμουν
αλήθεια στο λέω
διέκοψα το φαγοπότι μου
και στύλωσα το βλέμμα μου σε σένα
καθώς έκοβες τους λαιμούς
και άνοιγες στομάχια
με πόση δεξιότητα
με πόση χάρη!
Ποιητής εγώ, το ξέρεις
μπορώ να εκτιμήσω τη λεπτότητα,
την ομορφιά, την αρμονία,
σε κάθε τι…’

Είχε το κέφι του ανέβει και φλυαρούσε
Αυτός, ο άρχοντας του κόσμου
μ’έναν απλό πολεμιστή της άμμου
που διεκδικούσε μια ώρα ακόμα
κάτω απ’το θεό Ήλιο.
Κι ύστερα είδα
τον άνθρωπο με τη μαύρη μάσκα
και το ξιφίδιο στο χέρι
να έρχεται κοντά μας
‘…κι άλλο, πιστεύω, σαν εσένα
αδύνατο τώρα κοντά να βρούμε
το πιστεύω
όλοι το έλεγαν
από τους καλεσμένους μου στο θεωρείο
άλλος καθώς έφτυνε τα κουκούτσια
απ’τα σταφύλια
κι άλλος καθώς ξέσκιζε σάρκες ψημένες
ρόδινες στο πλούσιο γεύμα
βλέπεις
η ώρα πέρασε
και πείνασαν οι αυλικοί μου
λοιπόν να ξέρεις…’
άκουγα τον αυτοκράτορα
να εκστομίζει τη μια λέξη πίσω απ’την άλλη
ενώ η ανάσα του μύριζε κόκκινο κρασί
από την όμορφη Ετρουρία πιστεύω
που στις πλαγιές της ξαπλωμένα είναι μαγικό να βλέπεις
τα μυθικά αμπέλια της
και ο μασκοφόρος με τη μπέρτα που ανέμιζε
ερχόταν πιο γοργά τώρα κοντά μας
και το ξιφίδιο σήκωσε και η λάμα γυάλισε
στον ήλιο
ενώ από τις κερκίδες μια ιαχή ακούστηκε
και ο αυτοκράτορας
ίσα που πρόλαβε να κάνει ένα μορφασμό
πολύ χαριτωμένο
και ώσπου να στρίψει το σώμα του να δει
τι ερχόταν στην καρδιά του
ήταν αργά
και ο άγνωστος δολοφόνος
εν μέσω ιαχών και αλαλαγμών του όχλου
βύθιζε το ξιφίδιο στην ευγενική καρδιά του
θόλωσε από έκπληξη και αγωνία το βλέμμα του άρχοντά μου
και από τα χείλη του έβγαιναν μαύροι αφροί
θέαμα φρικώδες κι ελεεινό
για ένα θεό!

Το τελευταίο που θυμάμαι
είναι να βγάζω μια κραυγή ουρανομήκη
για το χαμό του αγαπημένου Αυγούστου
και δίπλα του να γονατίζω
όταν η σκιά εμφανίστηκε
ενός χεριού που ανέβαινε ξανά
για να κατέβει πάλι
κι έπεσα ευθύς
χωρίς να το σκεφτώ
το σώμα του αθανάτου που έθνησκε
ν’αγκαλιάσω…

με σκέψη τελευταία
τα αμπέλια της Ετρουρίας
κατάφορτα από τις πρησμένες ρώγες
να με μεθούν με το άρωμά τους
και να χαμογελώ
νεκρός και ζωντανός μαζί

πάνω απ’το άψυχο κιόλας
μαύρο βλέμμα
του ποιητή – αυτοκράτορα…

Οκτ2014

Colosseum

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014





Και…

Δεν χωράει στη χούφτα μου
ολόκληρος ο ποταμός σου
κι όμως
σου έκλεψα εκείνη τη μικρή σταγόνα
που ξέφυγε απ΄τα μάτια σου
και ορθώνω ανάστημα ο θρασύς
πως θα σε κρατήσω ακέραιη

Αν σώζεται ο άνθρωπος
Κάποτε
κάποια στιγμή αν ο λυγμός του
μπορεί να γίνει δροσερή βροχή
και ο ήλιος δεν σπαταλιέται
σε άρρωστες σκιές

στα δάχτυλά μου η μικρή αυτή σταγόνα
θα’χει απορροφήσει όλο το φως
και θα μου μιλάει για σένα

στον έσχατο ύφαλο
των τελευταίων ανθρώπων
τις ώρες που το χτες
θα βγάζει με αίμα και σάρκα
τ’αγκίστρια του από πάνω μου

θα’χω ό,τι χρειάζομαι
να ξεκινήσω απ΄την αρχή
ένα χαμόγελό σου
και…


Αυγ2011


Flower In The Dark

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014




Μαύρος Υδράργυρος

Ο Σ. ταράχτηκε πολύ εκείνο το απόγευμα. Όταν κατάλαβε, όταν αντιλήφθηκε, όταν ανοίχτηκε ο νους του διάπλατα και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο φως. Ένα παχύρευστο, σκοτεινό φως σαν… μαύρος υδράργυρος! Ήταν το απόγευμα που αποφάσισε να γράψει για τον Προμυθέα. Ήταν τέτοιος ο πυρετός που τον έκαιγε ώστε έπιασε το πρώτο μολύβι που βρήκε μπρος του, μάζεψε όποιο κουρελόχαρτο συνάντησε το βλέμμα του μέσα στο ακατάστατο δωμάτιο, και άρχισε να χαράζει τις λέξεις, με μανία.
 
Ο Σο. ολοκλήρωσε το μανιφέστο του Προμυθέα του, νωρίς το επόμενο πρωί. Σχεδόν με το αχνοχάραγμα του ήλιου, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και έπεσε λιπόθυμος… ο ήλιος που χώθηκε απ’το παράθυρο τον βρήκε ετοιμοθάνατο, κατάχλωμο και σωριασμένο στο πάτωμα. Ολόγυρά του οι σελίδες, σκόρπιες.
 
Λίγο πριν μεσουρανήσει, ο Σοε. είχε αναχωρήσει για μια άλλη πραγματικότητα.

Γράφω για τον Προμυθέα. Χρόνο δεν έχω, το νιώθω και ο πυρετός της ψυχής μου ανεβάζει την αγωνία μου μαζί με την θερμοκρασία αυτού του σώματος που για λίγο ακόμα θα με ανέχεται. Γράφω για τον ήρωα που δεν έγινε Άνθρωπος και την Αλήθεια που έγινε Μύθος. Γράφω για τον Δαίμονα που έκλεψε τη Φωτιά από τους Αθανάτους όχι για να την δώσει στους ανθρώπους αλλά για να την κρατήσει για τον εαυτό του. Γράφω για την αστραπή του κόσμου και την φενάκη της θυσίας. Γράφω για τον αποστερημένο από τις ηδονές και τον σκοταδισμένο πρόγονο και πατέρα μας. Είμαστε όλοι γιοι του. Είμαστε όλοι καταραμένοι, είμαστε όλοι λεροί, σάπιοι, καταδικασμένοι!
 
Νιώθω το αίμα να σφυροκοπάει τις αδυνατισμένες, στενεμένες φλέβες μου, νιώθω τη ψυχή μου να βροντάει κιόλας τις πόρτες του Αγνώστου, παλεύει να γυρίσει πίσω, εκεί απ’όπου κάποτε θέλησε σαν από καπρίτσιο να με ενοικήσει, να με βασανίσει, να με γεμίσει ώρες αγωνίας. Ναι, αγωνίας και τρόμου!
 
Είμαστε γιοι του Προμυθέα. Η κληρονομιά μας είναι η αέναη κλοπή του φωτός. Είμαστε η σκάρτη γενιά του πρώτου από τους άθλιους και του τελευταίου από τους τολμηρούς. Κάποιος έπρεπε να μας διδάξει την αποστολή μας, κάποιος έπρεπε να ξανοιχτεί πρώτος στα πελάγη του Χάους και κείνος ήταν ο Προμυθέας. Έκλεψε το αγνό Φως από τους Φύλακες και τους ξεγέλασε όλους. Δεν είχε ποτέ του σκοπό να το προσφέρει στους ανθρώπους. Είχε σκοπό να εξελιχθεί ο ίδιος. Είχε σκοπό να γίνει κι εκείνος Φως. Και Πυρ και Αθάνατη φρίκη!
 
Η μεγάλη, συγκλονιστική Αλήθεια έσκασε σαν τριαντάφυλλο που ανοίγει διάπλατα τα πέταλά του μέσα στα πιο κρυφά διαμερίσματα του είναι μου. Η μεγάλη, σκοτεινή, υδραργυρική αλήθεια με πλημμύρισε και πεθαίνω. Πεθαίνω από το υγρό της βάρος, από τη στυφή της γεύση, από το δηλητήριο στο αίμα της.
 
Και γίνεται και το δικό μου αίμα σκοτεινό σαν μαύρος υδράργυρος.
 
Τούτο είμαστε. Κλέφτες της φωτιάς των άλλων. Τούτο είναι να είμαστε. Κλέφτες του Πυρός των άλλων. Τούτο μπολιαστήκαμε να είμαστε. Κλέφτες του Φωτός των άλλων.
 
Πώς να αγαπήσουμε; Λιμοκτονούμε, πεθαίνουμε, κρυώνουμε στους παγετώνες της Ύπαρξης. Πώς να αγαπήσουμε; Πεινάμε. Είμαστε παλλόμενα σκοτάδια, είμαστε δονούμενες νύχτες, είμαστε ασημένιες κηλίδες νοσηρών φαντασιώσεων. Πώς να αφεθούμε; Είμαστε προορισμένοι να κλέψουμε, να ληστέψουμε, να αρπάξουμε.
 
Πώς να γελάσουμε; Ανοίγουμε τα χείλη και εκρέουμε πόνο. Πώς να μεταβολίσουμε το χρόνο σε τρυφερότητα; Κοιτάζουμε το πρόσωπο του άλλου και αυτό που βλέπουμε είναι η σπηλαιώδης ανάγκη μας. Πώς να μετασχηματίσουμε το θηριώδες σε ευγενές; Οι κυνόδοντές μας ψηλαφούν κιόλας την καρωτίδα της ψυχής του άλλου. Πώς να χαϊδέψουμε; Τα χέρια μας τρέμουν από την τυραννική επιθυμία να στραγγαλίσουν. Πώς να ανασάνουμε; Οι μαστοί μας έχουν πρηστεί από την δίψα για ιχώρ και πνεύμα.
 
Είμαστε τα παιδιά του Προμυθέα. Ο πατέρας μάς δίδαξε την μοναδική του Τέχνη. Και αποσαρκώθηκε, αποφλοιώθηκε, μαγαρίστηκε, εξοντώθηκε, έγινε μύθος, έγινε ήρωας, διαστρέβλωσαν την αλήθεια του, τον παραμόρφωσαν, τον λάτρεψαν με άλλο όνομα, τον κρέμασαν στον Καύκασο και τον έραναν με αθανασία.
 
Κι εμείς ξεχάσαμε… βυθιστήκαμε στη λήθη… μα, η αλήθεια του εργάζεται μέσα μας. Η αλήθεια του καίει τα σπλάχνα μας. Κάθε φορά που αγγίζουμε το λατρεμένο πρόσωπο, κάθε φορά που ερωτοτροπούμε, κάθε φορά που επιδιδόμαστε σε περιπτύξεις, κάθε φορά που ορκιζόμαστε στο όνομα της Αγάπης, κάθε φορά που… μηχανευόμαστε τρόπους για να κλέψουμε το φως και να χορτάσουμε την αρχέγονη πείνα μας, να κορέσουμε την προαιώνια δίψα μας…

Όταν αποχώρησε, αργά το απόγευμα, ο ήλιος από το δωμάτιο, ο Σόεθ, είχε γίνει ένα παχύρευστο, μαύρο υγρό, σε σχήμα ανθρώπου που απλωνόταν νωχελικά στο πάτωμα…


Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014



Νύχτες Βαλπούργιες


Το σώμα αντιδρούσε
Είναι ζωντανό…
Το βλέμμα απλωνόταν ολόγυρα

Έχεις πάντα μια λέξη προδοσίας
Να δροσίζει τα χείλη
Αλίμονο
Χωρίς αυτή
Φωνή δεν έχω…

Το κεφάλι αριστερά
Ερωτευμένο με την κλεμμένη Καρυάτιδα
Το κεφάλι δεξιά
καρφωμένο στον ποδήρη χιτώνα Του

Μια κούπα κώνειο
Τον χώριζε από την έξοδο
Την έξοδο απ’τη στιγμή
Κι εκείνος
Ήπιε μέσα στo δηλητήριο
Όλο το εγώ του…

Τα χέρια κολλημένα στο σώμα
Τα πόδια ανοιχτά
Ο άνθρωπός σου Λεονάρντο
Δεν έχει ορίζοντα
ανάπτυγμα δεν έχει ακόμα
Έχει μονάχα δέρμα
Και πληγώνεται απ’τις υλακές του χρόνου…

Το στόμα αφίλητο
Τα μάτια χώμα

Έχω πνοή
Απ’του Αχέροντα το στρώμα
Κι έχω δακρύσει τόσο
Φεύγοντας απ’την Εδέμ
Μόνος
Και κάποιες νύχτες Βαλπούργιες
Για το αγέννητο άστρο της γενιάς μου
Κλαίω ακόμα…

Φεβ2011

Ruhollah Mahmoudi

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014


Κέρας


Ανάσαινε η γη ανθρώπους
εκείνο το χειμώνα

δεν το θυμάσαι όμως
ήσουν αγέννητος ακόμα

είχε μια απόκοσμη ομορφιά ο ουρανός
τόση
που δεν τολμούσες να σηκώσεις το βλέμμα
και να τον κοιτάξεις
και στην χόβολη εκείνη των ψυχών
ετοίμαζε τις νέες του αφηγήσεις
ο Ασπιδοφόρος

μα ήσουν στο ταξίδι σου
στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
και δεν θυμάσαι

κάποια στιγμή
όταν το κρύο είχε διατρήσει τη σκέψη μας
όταν το μοναχικό μας δώμα
δεν άντεχε άλλους λυγμούς
κι όταν οι πολεμιστές
είχαν αρχίσει να μουρμουρίζουν
και να σπαθίζουν νευρικά το τίποτα
ο Ασπιδοφόρος άρχισε να τραγουδάει
και όλοι
να ξέρεις
σώπασαν

σώπασαν

το έρμα του Κόσμου
στη ψυχή μου μεγάλο
ω Κύνα και Απρόσιτε Πατέρα
το έρμα του Ανθρώπου
αβάσταχτο έκανες φορτίο
για μένα
ω Μητέρα Λευκή
και Πεπολοφόρα Δέσποινα
το φορτίο έκανες μεγάλο…

και αμίλητοι άκουγαν όλοι
κι ακόμη
έκλαιγαν
έκλαιγαν όλοι σου λέω
γιατί στη χόβολη θέριευαν οι φλόγες
κι ύστερα σβήναν πάλι
γιατί ο χειμώνας γινόταν άνοιξη και καλοκαίρι
και φθινόπωρο
σε μια στιγμή
και όλες οι μάχες της Δημιουργίας
ζωντάνευαν μπροστά μας
από το άχρονο κάποτε
στο απύθμενο κάπου…

ω Άδη ζωφερέ και αφιλόξενε
και συ Στύγα με τη μελανόχρονη ρύση
το έρμα του πόνου είναι ασήκωτο για μένα
κυκλώπειο τούτο το έργο
για τους σάρκινούς μου ώμους 
ω Περσεφόνη ευήμερη και συ Ίσιδα σκοτεινή μητέρα
της αιώνιας θηλυκής ανάσας
μην με λησμονήσετε…

μην με λησμονήσετε…

και φούντωσε κι άλλο η φωτιά
και οι αιώνες σχηματίστηκαν λες απ’το αρχέγονο σκότος
και πήραν μορφές
γινήκαν άνθρωποι και ήρωες και θεοί!
και ο Έρωτας και ο Ζαγρέας και η Εκάτη
και τα ορφανά παιδιά του κόσμου
που άνοιξαν τα μάτια τους
και τα μικρά τους χέρια
και επαιτούσαν
το μερίδιο ανθρωπιάς που τους αρμόζει
και δεν θα το χορτάσουν ποτέ…

και χοροί συμπαντικοί στήθηκαν γύρω μας
και στα στήθια μας η καρδιά πήγαινε να σπάσει
και στα κεφάλια μας μεγάλωνε το ερπετό…

το ερπετό…

και ξαφνικά
σιωπή

κι ύστερα

σιγή…

μα εσύ
στο κέρας του απείρου γλυκά κοιμόσουν
και ευτυχώς
γεννήθηκες
χωρίς την αρχή
ούτε το τέλος που σου έχυσαν στα σπλάχνα
να θυμάσαι


Νοε2012

Into the void
Matej Zalokar