Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

το χωράφι του εαυτού...



Ο ποιητής όργωνε με μανία το χωράφι του εαυτού του
Χρόνια και χρόνια δούλευε, κοπίαζε, στερήθηκε τον ύπνο, στερήθηκε τον κόσμο, στερήθηκε τη γλυκιά ανάπαυση της παραίτησης…

‘αφρόντιστο τούτο το κληροδότημα της Ειμαρμένης δεν θα αφήσω’ έλεγε και αρνιόταν την ‘πνευματικότητα’ με ένα μειδίασμα εωθινής ηδύτητας…

‘Ποιος είναι ο... 'πνευματικός' άνθρωπος;’, ρωτούσε τον εαυτό του, ‘μονάχα εκείνος που ξέχασε πως ποίηση είναι τα χέρια, είναι το βλέμμα, είναι η απαντοχή… 'πνευματικός' είναι κείνος που λησμόνησε τον εαυτό του σε μια πολυθρόνα και αρνείται να επιστρέψει στη σκληρή καρέκλα… 'πνευματικός' είναι κείνος που αφέθηκε στη τρυφή του μαλακού στρώματος και παράτησε το άβολο ντιβάνι εκστρατείας…’
‘στρατευμένος γεννήθηκα… στο χαράκωμα του είναι μου θα τελευτήσω…’ μονολογούσε

Την ιερότητα δεν ήθελε να εξοστρακίσει ο ποιητής
Κείνη τη μυστική ανάσα που σχηματίζει τον Λόγο στο θολό τζάμι της μοναχικής του καλύβης
Κείνο τον ερωτικό εαυτό που αναρπάζεται από τη Νύχτα και αξιώνει μια ομορφότερη μέρα…
Κείνο το σεμνό χαμόγελο της παιδικότητας που ζωγραφίζεται στα χείλη όταν όλος ο υπόλοιπος εαυτός δεν το γνωρίζει
Όταν ο νους δεν το γνωρίζει
Όταν η ψυχή δεν το γνωρίζει
Όταν ο χρόνος δεν το γνωρίζει…

Την μυστική συνάφεια με την Αλήθεια δεν ήθελε να προδώσει ο ποιητής
Και στερήθηκε Κυριακές με ηλιόλουστα παραδείσια βουλεβάρτα γεμάτα κοπελιές χαρούμενες και παιδιά θορυβώδη
Και στερήθηκε απογεύματα δί
Και αναλύθηκε σε λυγμούς


"Temenos #8: The Poet"  Oil, Acrylic on Canvas (46 in x 66 in)  (Collection of Jason Hughes)
πλα στην αιωνιότητα της σιωπηλής θάλασσας
Και στερήθηκε πρωινά ζεστά που ακουμπάς τον ήλιο στο μάγουλο και είναι σα χάδι ερωμένης
Και είναι σα φιλί μοναχοκόρης πριν φύγει για το σχολειό…

Την αδειοσύνη της επίγνωσης αναζήτησε ο ποιητής
Και εργάστηκε σκληρά
Απάνθρωπα
Φιλόπονα
Στο εργαστήρι του εαυτού
Στο λατομείο της θλίψης
Στο εργοτάξιο της φθοράς

Έμεινε ως το τέλος όρθιος
Δάκρυσε μονάχα λίγο στο στερνό του συναπάντημα με τον ήλιο
‘δεν σε γνώρισα καλά αδελφέ μου, δεν σε φίλεψα σάρκα, δεν σου χάρισα αίμα, δεν σ’έκλεισα στη χούφτα μου με μανία…’ ψιθύρισε κομπιάζοντας
‘με συγχωρείς… απλώθηκα πολύ ως το απέραντο του φόβου και δεν σε πρόλαβα… χάραξέ μου το σαρκίο πριν αποδρομήσω… δεν φεύγω ικέτης… έρχομαι θεωμένος, έρχομαι φωτεινός!’

Κοίταξε τα κουρασμένα χέρια του
Και δεν λυπήθηκε
Άγγιξε τα κουρασμένα μάτια του
Και δεν λυπήθηκε
Χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά του
Και δεν λυπήθηκε
Γύρισε, κοίταξε το φτωχικό του δώμα
Και δεν λυπήθηκε

Έγλειψε τα στερημένα χείλια του

Τρίτη 23 Απριλίου 2019


Σέλας


Αμείλικτο
το σέλας του μεσονυχτίου

συντροφιά είχα τον άνθρωπο – μαχαίρι
και το φορτίο ακέραιο
μοιρασμένο δίκαια

στο χθες
ό,τι έμεινε αναπαλλοτρίωτο
στο σήμερα
ό,τι στέκει αγέρωχο
στο αύριο
ό,τι δεν λέρωσε η αγοραία ελπίδα…

συμβολικά πεθαίνω
είπα στον άνθρωπο – λαιμητόμο
συμβολικά αγοράζω λεπτά και ώρες από το μέλλον
μην με νομίσεις ρυπαρό τυχοδιώκτη

άλλωστε
ποιος τόλμησε να διαπραγματευτεί τον ήλιο

και δεν κάηκε;

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019


[Όροι των βρόμων…]

Τι ισορροπεί εδώ μέσα…
Ήχοι… σκοτεινές δονήσεις… αυτό που έρπει μέσα στις σκιές
Αυτό που κρύβεται
Αυτό που αλλάζει πρόσωπα
Αυτό που καραδοκεί…
Τι ηχεί εδώ μέσα;
Ποια η ταραχή, ο πάταγος, η ιαχή;
Ποια ημέρα πέρασε σιωπηλή, αθέατη, μόνη;
Ποια ώρα πέρασε χωρίς να ληστέψει, να δηώσει, να σκοτώσει;

Ποιος ήσουν εσύ που αλυχτούσες κάτω απ’τα σκεπάσματα;
Ποιος σε άκουγε;
Ποιος σε θυμόταν;

Νομίζω χθες σήκωσα τον ουρανό απ’το κεφάλι μου
Νομίζω χθες έγδαρα τη νύχτα απ’τα μπράτσα μου
Και δεν απλώθηκε ούτε υποψία σκόνης στον μολυσμένο αέρα…

Τίποτε δεν βροντάει εδώ…
Οι αρτηρίες σιώπησαν
Τα χαλιά μαζεύουν υγρασία
Οι τοίχοι δεν είναι πια κάθετοι
Οι λεπτοδείχτες δεν γυρνάνε δεξιόστροφα
Το σώμα μου δεν υπακούει στη βαρύτητα…

Τίποτε δεν ανασαίνει πια εδώ μέσα…
Έχω ένα κερί που έλεγα ν’ανάψω
Να το φυτέψω στο χώμα
Να σβήσει απ’τον αγέρα του δειλινού
Ν’απομείνει μια υποψία φλογός…
Και δεν το έκανα ποτέ…

Έλεγα να μαζέψω τις κουβέρτες, τα βιβλία, τα σεντόνια
Να τα κάψω
Να πυρπολήσω όλο το σάπιο αόρατο που ενσαρκώνεται
Προτού ξημερώσει εκείνη η λιπαρή αυγή
Και με σταυρώσει ο λυγμός μου στο πάτωμα
Και τίποτε δεν έκανα…

Ποιος ήχος…
Ποιος τριγμός…
Ποιος βρόμος…


Ποιος τολμά να σηκώσει πια το ανάστημά του;



The Labyrinth

Art Print by Gilbert Claes

Τρίτη 9 Απριλίου 2019


Μέσα


Είμαστε μέσα
μέσα στον κορμό του δέντρου
μέσα στο αφιλόξενο πτώμα
του έφηβου θεού
μέσα στο χωματένιο κρεβάτι
του πόνου…

μέσα θα διαβάσουμε τυφλοί
το χθες
και το αύριο
μέσα θα αναλώσουμε γενναία
τους εαυτούς μας
μέσα θα λερώσουμε με περιττώματα αλήθειας
τα όνειρά μας
μέσα θα γεννήσουμε τα παιδιά μας
και πριν ακουστεί το αλύχτισμα
της πιο αθώας απελπισίας τους
θα τα σκοτώσουμε

Βρεθήκαμε εξόριστοι
έξω απ’τον ήλιο
έξω απ’τον χρόνο
ανεπιθύμητοι

εδώ
στο ασφυκτικό απέραντο
εδώ στο στενόχωρο ασύνορο
εδώ θ’ακρωτηριαστούμε
και δεν θα περιμένουμε την αναξιοπρέπεια
απ’τη πρόστυχη φθορά της σάρκας
και δεν θα εκλιπαρούμε έναν βιαστή
να σπλαχνιστεί τα δύσμορφα κορμιά μας
μόνοι θα το κάνουμε
στην ακραία απόλαυση της αποκοπής
εκείνων που περιττά πια
κρέμονται απ’τις ζωές
εκεί
ηδονικά θα αφεθούμε…

είμαστε μέσα
αγάπη μου
ο ένας
στο σώμα του άλλου
ο ένας
στο σήμα του άλλου
ο ένας
στο απεριχώρητο του άλλου

μακάβρια υπέροχοι
αισθαντικοί ακόμη
τα χέρια μας δεμένα απ’τους καρπούς
στα αιώνια δεσμά μας
χαμογελώντας
ανασαίνουμε
ένα προς ένα
τα πιο όμορφα
ζωντανά φιλιά μας…




 irrigation
 Stefano Castoldi

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019


Το Άλλο Εκείνο


Αν τα γυμνά ανθρώπινα κορμιά
υψώθηκαν και κρέμονται
στο σκοτεινό όργιο του σύμπαντος
κι αν φλέγονται
και ψύχονται μαζί

απ'το "ενεργεία" στο "δυνάμει"


κάτω απ'τα βλέμματα ανήλικων θεών

είναι που ακόμη ο αιώνιος οδοιπόρος
πραγματώνει αέναα
την Οδύσσειά του
και απ'την αγκαλιά της Κίρκης
κι απ'τους μηρούς της Καλυψούς
ορμάει στο φως
του έσχατου θανάτου
κι απλώνει στην επιστροφή
που τόσο πόθησε
μια επίκληση
στο μαύρο δίχτυ της Ανάγκης
για ν'αφανιστεί
όχι ως βασιλιάς
αλλά ως ζητιάνος

Κι η επίκλησή του
θα έχει λέξεις από αίμα
σύμφωνα από πέτρα
φωνήεντα από φως
και στο ουράνιο βλέμμα του
το Άλλο Εκείνο
που τον στερέωσε στο Είναι...

Και με ορθάνοιχτα τα μάτια
δικαιούσαι να ονειρεύεσαι

Και με κλεισμένους πνεύμονες
δικαιούσαι ν'ανασαίνεις

Ένα χωρίς Αυτό

χωρίς το Κάτοπτρο
χωρίς το Χάσμα

Εν εσαεί...

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019





Όταν έχεις φτάσει
σε κείνη την μυστική
κι απρόσιτη κορυφή
του εαυτού σου
που μόνο εσύ γνωρίζεις
ο ήχος της φωνής σου
δεν σε νοιάζει πια
οι αρχαίες λέξεις δραπετεύουν
μαζί με το θόρυβο των συλλαβών
και σ’ εγκαταλείπουν

ό,τι κι αν πασχίζεις να κρατήσεις
δεν μένει στα χέρια σου
ό,τι φιλοξενούσες περιττό
το αρνείσαι πια
κι αν ήθελες να το φυλάξεις
δεν θα μπορούσες
έγινε κόκκος σκόνης
και διαλύθηκε στο άπειρο

κι αυτό που συγκρατούσε το βλέμμα σου
δεν σε κουράζει άλλο
σημασία δεν έχει όσα είδες πριν
όσα θησαύρισες άσχημα ή όμορφα
γιατί έχεις τώρα ένα άλλο βλέμμα
και τα φθαρτά σου μάτια
παλεύουν να στερεώσουν
τούτο το νιογέννητο σύμπαν
και να το ψηλαφήσουν

ως και η μνήμη
σ’έχει απαλλάξει απ’το φορτίο της
όσα σε κρατούσαν δέσμιο
σε μια ειρκτή κι ένα κελί μοναχικό
μοιάζουν γελοία πλέον και ανόητα
και ξεφλουδίζουν από τη ψυχή σου
όπως το σάπιο δέρμα
απ’το σώμα σου

και αν ακόμα
η αναρρίχηση ήταν σκληρή
και μάτωσες
σε κάθε βήμα
τώρα δεν έχεις χρόνο
ούτε για ψέματα
ούτε γι’αλήθειες
ούτε για φόβους
ούτε για ματαιώσεις

τόπος για όλα τούτα
δεν υπάρχει πια

γιατί ανοίγεις τα χέρια σου
και υποδέχεσαι έναν καινούργιο κόσμο
και τον ακούς να σε καλεί
σε μια άλλη γλώσσα

και αν είσαι τυχερός
μονάχα μια στιγμή
πριν καταρρεύσεις
όλους τους πόρους σου θ’ανοίξεις

κι ένα μαζί σου θα γίνει…



 Selfportrait 04

Τρίτη 2 Απριλίου 2019




ήρωας


έχει απρόσεκτα απλώσει
ο ήλιος αραχνοΰφαντες αχτίδες
στη ράχη επάνω της ζωής σου
και αντί να γερνάς
νέος γίνεσαι ξανά
και αντί να συρρικνώνεσαι
σε μια ασήμαντη φλόγα
από αρνήσεις κουρασμένες 
φωτιά σηκώνεσαι
θυμωμένος
ζωντανός
κι έχεις στις φλέβες της αγάπης που σού επιστρέφεται
ανόθευτο το πρωτινό σου αίμα!

ήρωας
που αγκαλιάζει τη γη
για ν'αδράξει σπέρμα από φως
και χώμα από ελπίδα

ήρωας
που ζεσταίνεται απ’τούς ήλιους της νύχτας

ήρωας
που ξεχνιέται υμνώντας σαν Βάρδος την γενναιότητα
του να πεθαίνεις μόνος

έχει απρόσεκτα απλώσει
πάνω στόνειρο σου
η νύχτα ένα ασημένιο έρωτα
κι είσαι γι’αυτό ευλογημένος
κι είσαι γι’ αυτό
να ξέρεις
αθάνατος και χρεωμένος
με τον εαυτό σου να μάχεσαι

νικητής αιώνια

κι αιώνια ηττημένος…


Fantasies Of A 120 Years Old Man Struggling To Survive
by Darwin Leon

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019




Εδώ θα μείνω
ως το τέλος
ώσπου να σιγήσει τούτος ο παλμός
ώσπου το σκοτάδι να προσκυνήσει το φως
και μη φοβάσαι…

Έτσι όπως μοιραστήκαμε
για αιωνιότητες
το πεπερασμένο
έτσι θα υποδεχθούμε σε μια στιγμή
το άπειρο

εγώ το βλέμμα
εσύ τα μάτια
εγώ το χαμόγελο
εσύ το στόμα
εγώ το άγγιγμα
εσύ τα χέρια

εδώ ήμουν πάντα
κι εδώ θα μείνω

και δεν θα μιλήσουμε
λέξη δεν πρόκειται άλλη να πούμε

ποιος έχει ανάγκη το φθαρτό
όταν έχει κοινωνήσει το αιώνιο;