Τρίτη 31 Μαΐου 2016





Εκείνος κλεισμένος μέσα στο ναό
έφερνε κάθε μέρα λίγο απ’τον εαυτό του
κομμάτι κομμάτι
τον συνέθετε ξανά…

ο βωμός
ήταν ένα άσχημο πουλί
ένας πελώριος πτωματοφάγος με μακρύ λαιμό
βαλσαμωμένος από αιώνες
ένας ηωβόρος φτερωτός θεός

εκείνος τον φυλούσε, τον κοιτούσε
τον φοβόταν
τον λάτρευε

τον περίμενε
ήξερε πως θα ερχόταν κάποτε η μέρα
 
πως εκείνη η μέρα ζύγωνε 

που το πουλί θα ζωντάνευε ξανά

και θα τον κατανάλωνε…


Μαιος2016

Κυριακή 22 Μαΐου 2016


Κέρας


Ανάσαινε η γη ανθρώπους
εκείνο το χειμώνα

δεν το θυμάσαι όμως
ήσουν αγέννητος ακόμα

είχε μια απόκοσμη ομορφιά ο ουρανός
τόση
που δεν τολμούσες να σηκώσεις το βλέμμα
και να τον κοιτάξεις
και στην χόβολη εκείνη των ψυχών
ετοίμαζε τις νέες του αφηγήσεις
ο Ασπιδοφόρος

μα ήσουν στο ταξίδι σου
στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
και δεν θυμάσαι

κάποια στιγμή
όταν το κρύο είχε διατρήσει τη σκέψη μας
όταν το μοναχικό μας δώμα
δεν άντεχε άλλους λυγμούς
κι όταν οι πολεμιστές
είχαν αρχίσει να μουρμουρίζουν
και να σπαθίζουν νευρικά το τίποτα
ο Ασπιδοφόρος άρχισε να τραγουδάει
και όλοι
να ξέρεις
σώπασαν

σώπασαν

το έρμα του Κόσμου
στη ψυχή μου μεγάλο
ω Κύνα και Απρόσιτε Πατέρα
το έρμα του Ανθρώπου
αβάσταχτο έκανες φορτίο
για μένα
ω Μητέρα Λευκή
και Πεπολοφόρα Δέσποινα
το φορτίο έκανες μεγάλο…

και αμίλητοι άκουγαν όλοι
κι ακόμη
έκλαιγαν
έκλαιγαν όλοι σου λέω
γιατί στη χόβολη θέριευαν οι φλόγες
κι ύστερα σβήναν πάλι
γιατί ο χειμώνας γινόταν άνοιξη και καλοκαίρι
και φθινόπωρο
σε μια στιγμή
και όλες οι μάχες της Δημιουργίας
ζωντάνευαν μπροστά μας
από το άχρονο κάποτε
στο απύθμενο κάπου…

ω Άδη ζωφερέ και αφιλόξενε
και συ Στύγα με τη μελανόχρονη ρύση
το έρμα του πόνου είναι ασήκωτο για μένα
κυκλώπειο τούτο το έργο
για τους σάρκινούς μου ώμους 
ω Περσεφόνη ευήμερη και συ Ίσιδα σκοτεινή μητέρα
της αιώνιας θηλυκής ανάσας
μην με λησμονήσετε…

μην με λησμονήσετε…

και φούντωσε κι άλλο η φωτιά
και οι αιώνες σχηματίστηκαν λες απ’το αρχέγονο σκότος
και πήραν μορφές
γινήκαν άνθρωποι και ήρωες και θεοί!
και ο Έρωτας και ο Ζαγρέας και η Εκάτη
και τα ορφανά παιδιά του κόσμου
που άνοιξαν τα μάτια τους
και τα μικρά τους χέρια
και επαιτούσαν
το μερίδιο ανθρωπιάς που τους αρμόζει
και δεν θα το χορτάσουν ποτέ…

και χοροί συμπαντικοί στήθηκαν γύρω μας
και στα στήθια μας η καρδιά πήγαινε να σπάσει
και στα κεφάλια μας μεγάλωνε το ερπετό…

το ερπετό…

και ξαφνικά
σιωπή

κι ύστερα

σιγή…

μα εσύ
στο κέρας του απείρου γλυκά κοιμόσουν
και ευτυχώς
γεννήθηκες
χωρίς την αρχή
ούτε το τέλος που σου έχυσαν στα σπλάχνα
να θυμάσαι


Νοε2012

Into the void
Matej Zalokar 

Κυριακή 15 Μαΐου 2016






Οι δυνατές φωνές
σάβανα που τα σκεπάζουν όλα
και πώς ν’ακούσεις τη ψυχή σου
στα πρωινά του ολέθρου;

Λευκό
όπως του Λάζαρου το βλέμμα

Αυτό το αίνιγμα
κλήθηκες να λύσεις
απ’την αρχή του χρόνου
όχι αν οφείλεις
και σε ποιους
όμως τι έπραξες κάποτε
για να χρωστάς για πάντα…

Λευκό
όπως το αίμα τ’ουρανού



Μάιος 2016


White bow


Τετάρτη 11 Μαΐου 2016



εκείνη την ημέρα πονούσα πολύ
είπε χαμογελώντας πικρά, μορφάζοντας
στο δήμιό της
ας πούμε
ότι το σώμα πονούσε κάπως διαφορετικά απ’το μυαλό
ναι
και το μυαλό δεν επικοινωνούσε με κανέναν…
με κανέναν λεπτοφυέστερο φορέα
αν αυτό λέγεται ψυχή
ή νους
ή πνεύμα
ή ό,τι διάολο λέγεται…

ένα αυτιστικό μυαλό
είπε ξανά και ο σκοτεινός άνθρωπος δίπλα της
έμενε ανέκφραστος
δεν συγχωρεί τον πόνο κι έτσι…
το σώμα δεν μπορούσε να ηρεμήσει
το σώμα δεν μπορούσε να αδρανήσει

όχι, δεν μπορούσε…

 δεν κατάλαβα πώς…
πώς κατέβασα το μαχαίρι στο σώμα
πώς κατηύθυνα το ακονισμένο λεπίδι
στο γυμνό, ανυποψίαστο δέρμα
πώς
πώς είδα την κίνηση αυτή
και δεν τρελάθηκα
είπε
κι αναλύθηκε σε λυγμούς

ο άνθρωπος δίπλα
σιωπηλός
της σκέπασε το κορμί με το σεντόνι
της έκλεισε τα μάτια
της σφάλισε το στόμα
τόσο
ώστε να μην σπαρταράει άλλο
η Νύχτα
στα όνειρά της… 



δεκ 2011

Genesis
Victor Zamanski 

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016




Μοιραστήκαμε τον κόσμο
σε μια δρασκελιά φωτός
σε μια νύχτια μέθη
αλλά ξένοι απομείναμε

Απόμερα

Στου πρωινού αστεριού 
το ουράνιο πλήγμα
εμείς
Ανέκπληκτοι …

Είχε λοιπόν
αποσώσει ένα δάσος από ανάσες το χαμόγελό σου

στο είπα
φεύγοντας μόνη
στερεώνεις μονάχα το κενό
κι είχε το βλέμμα σου τόση λαχτάρα
να βουτήξει στο Ένα
που βουβός το άπλωσα στο πρόσωπό μου
ακέραιο
να μην ραγίσει…

Μοιραστήκαμε το δέος
σε μια γουλιά σελήνης
κρατήσαμε στα χέρια μας το αιώνιο θαύμα
κι όμως
ανέκφραστοι χαρήκαμε

Στου βραδινού ναυαγισμένου ήλιου
την έκπληκτη αποδρομή
εμείς

Ανέκπληκτοι…



Αυγ2010


Another Plane Went Down