Δευτέρα 29 Απριλίου 2013



Όραμα

Είχα
Ένα περίεργο όραμα
Ο Ιησούς
Αιμόφυρτος
Κατέρχεται απ΄το Σταυρό
Βαδίζει ανάμεσα στους έκπληκτους στρατιώτες
Πλησιάζει τη μητέρα Tου
Της χαρίζει ένα βλέμμα απορίας
Πλησιάζει τον Ιωάννη
Του χαρίζει ένα χαμόγελο στοργής
Πλησιάζει έναν άγνωστο
Του χαρίζει σταγόνες απ’το αίμα Του
Συνεχίζει τον αργό βηματισμό Του

Κι ενώ σχίζεται ο ουρανός
Και σείεται η Γη
Εκείνος φτάνει αγέρωχος
Και σιωπηλός
Στο δέντρο που φιλοξενεί
Τον κρεμασμένο Ιούδα
Του αγκαλιάζει τα πόδια
Τον φιλά
Κάτι του ψιθυρίζει
Χαιδεύει τρυφερά
Το άψυχο κορμί
Τον λύνει
Τον παίρνει στ’Αγια χέρια Του
Και τον πηγαίνει ως τον Τάφο
Που ήταν προορισμένος για Κείνον…

Το στερέωμα πλένεται
Από βροχή και αίμα
Από οργή και ανάσες
Τα χώματα της σκέψης
Καθάρονται σε μια στιγμή
Απ’τη σιωπή όσων
Ευλογήθηκαν
Να Δουν…
Να καταλάβουν…

Κι ο Κύριος τον φίλο Του
αποθέτει στη πέτρα
τον σκεπάζει με καθαρό σεντόνι
τον σκεπάζει με στοργή
Του χαρίζει μια αιωνιότητα αγάπης
Δακρύζει ο Διδάσκαλος
Και η σπηλιά ανασαίνει
Σαν ζωντανός οργανισμός

Κι ύστερα βγαίνει
Επιστρέφει
Βαδίζει πάλι ανάμεσα στο κόσμο
Οι ποταμοί βροχής
Πλένουν το άχραντο κορμί
Οι αιώνες πάνω Του
Ρυτιδώνουν τον αέρα που αναπνέει
Και τα ρυάκια από νερό
Και αίμα
Γίνονται ύστερα από λίγο
Ιαχές
Ρομφαίες Πυρός
Και δέσμες άκτιστου Φωτός

Κι Εκείνος
Πλησιάζει το φοβισμένο Εκατόνταρχο
Και του ζητά
Απλά
Πολύ απλά
Να Τον καρφώσει πάλι
Στο Σταυρό Του…


Σεπ 2009


Look ahead
Ivano Cheli 

Τρίτη 23 Απριλίου 2013



η φρίκη
ήταν αυτό το στόμα
άνοιγε διάπλατα και…
υποδεχόταν το ανθρώπινο φως
ύστερα
έκλεινε ξανά
άκουγες για λίγο
ένα πλατάγιασμα
και ακολουθούσε ο ‘τριγμός των οδόντων’

αλλά σε μια νύχτια
συνωμοτική προσευχή
ο ατμός του είναι
το προσπέρασε
κι έφτασε στα μάτια…

Απρ2012

Τρίτη 16 Απριλίου 2013




sensorium  dei


ο θεός είναι ένα μικρό, κάτασπρο βότσαλο
σε μια παραλία με μαύρη άμμο
κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τη σημασία του εκεί
και κανείς δεν ξέρει αν τούτο το ασυμβίβαστο άσπρο στόμα
στο εβένινο πρόσωπο του αγνώστου
αναπνέει

ολόγυρά του
ίχνη από πέλματα
κανείς δεν ξέρει τα δικά του
κανείς δεν έχει βλέμμα
ολόγυρά του
παρουσία ζωής
και απουσία ζωντανών
ολόγυρά του
ούτε ένα χέρι συμπόνιας
ούτε ένα βλέμμα απαξίωσης
ούτε μια ρυτίδα χρόνου

ολόγυρά του
ούτε μια σκέψη
θετική ή αρνητική

και κανείς δεν ξέρει αν τούτο το λευκό φιλί
στο μαύρο πρόσωπο του απείρου
έχει την αγωνία της ύπαρξής του
αν έχει μοναξιά η φυλακή του
κι αν ήθελε
κι εμείς να ξέρουμε

πως ανασαίνει…

αυγ2010

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013





Το σπίτι του θανάτου

Πέρασα μέσα από το σπίτι του θανάτου
και ήταν πολύ πιο φωτεινό
απ'όσο θα μπορούσα να σου περιγράψω
δεν ήτανε σα φυλακή στενή και βρόμικη
δεν ήταν σα σπηλιά υγρή και κρύα
μα είχε φως και ζεστασιά και δεν ένιωσα το φόβο
μόνο λιγάκι απόρησα πως είναι δυνατόν
να είμαι μόνος μου εγώ μέσα σ'αυτό το σπίτι
όταν εκατομμύρια οι ψυχές που χάνονται
και αναρίθμητους θα'πρεπε να συναντήσω

Πέρασα μέσα από το σπίτι του θανάτου
και αναζητώντας μάταια επί ώρες και ημέρες
όσους που έχασα είχα αγαπημένους
όσους που με αγάπησαν και πια είχαν ξεχάσει τη μορφή μου
μπήκα σε μια αίθουσα μεγάλη, ολοφώτεινη
όπου στο βάθος της απλωνόταν μια σκάλα αυτοκρατορική
και μαγεμένος πλησίασα και τότε είδα
ένα μικρό παιδί
να κάθεται μονάχο στο πρώτο σκαλοπάτι
τούτης της θεόρατης σκάλας που ανέβαινε στα ουράνια
ένα παιδί που είχε κρύψει στα χέρια του
το πρόσωπό του
κι έκλαιγε μ'αναφιλητά
μα όταν το ζύγωσα συμπόνια γεμάτος
και ήθελα να το ρωτήσω
γιατί είναι μονάχο του και κλαίει
γύρισε το κεφάλι του, με κοίταξε στα μάτια
κι ύστερα έτρεξε στη μεγάλη σκάλα επάνω
και χάθηκε από μπροστά μου
για πάντα...

κι εγώ συνήλθα απ'το παράδοξο και υπέροχο
μα και τρομακτικό μαζί
βαθύ και απέραντο συναίσθημα
που σ'ένα όνειρο
σ'ένα ταξίδι
σ'ένα μου πέρασμα πες
από το σπίτι του θανάτου
πρόσωπο με πρόσωπο ήρθα
όπως δεν το'χα φανταστεί ποτέ

με τον εαυτό μου...


10/12/2005

Seasons of Farwell
Jim Hunt 

Κυριακή 7 Απριλίου 2013






Ερπετό



Έγκατα
Η Μήτρα… το Αρχαίο Στόμα… οι δυο γηρασμένοι Πνεύμονες που πάλλονται από το βρώμικο φως… το Έρπον Πυρ… φυλακισμένες ιαχές στο υγρό δώμα του Άιν Σοφ… ιαχές… ιαχές… η Κλείδα των Πυροναυτών… έγκλειστοι υποχρεούμενοι σε νεκρολαγνικές τελετές… και το απόστατο Σώμα που σώθηκε από τον Ίακχο και το Ναζαρηνό…

Τόσος πόθος…
Τόση λαγνεία…
Τόση λαχτάρα αθανασίας…
Τόσο αίμα από βρέφη νεκρά…

Η Ιεριχώ…

Γοφοί… λαγόνια… πρησμένα στήθη… διχαλωτή γλώσσα… ο οφθαλμός του αδελφού… το δεδικασμένο των παλαιών πολεμιστών… οι ανάπηροι… οι ακέραιοι… οι τρωγλοδύτες… οι πόρνοι… οι σεσωσμένοι…

Και ρώτησε τον εαυτό του: είναι πιο αληθινό το Είδωλο από τον Καθρέφτη;
Και ρώτησε τον Φύλακα: είναι εμβόλιμα τα όνειρα θανάτου στους ανθρώπους;
Και ρώτησε τον Έκπτωτο: είναι η Εδέμ ένα πορνείο ψυχών;

Η Τροία…

Και ρώτησε την Αφροδίτη: είναι ο πόλεμος πιο βδελυρός από το βλέμμα;
Και ρώτησε τον Ερμαφρόδιτο: είναι ο κόσμος πιο νοσηρός από το αίμα;
Και ρώτησε τον Ιανό: είναι ο άνθρωπος πιο μόνος από την προσευχή του;

Η Ρώμη…



Αυτό(ς) που έρπει
Οι δυο άνθρωποι αναζητούσαν τα χέρια τους. Ξεκινούσαν κάθε πρωί, κάθε αυγή με την ίδια ελπίδα, με τον ίδιο σπαραγμό, με την ίδια σιωπή. Εκείνος όδευε πάντοτε στη Δύση, εκείνη στην Ανατολή. Στο τέλος της ημέρας, έπιναν νερό από τον φλογισμένο ποταμό και έκαναν έρωτα. Στο τέλος της ημέρας κλείνονταν στο Σπήλαιο και χάραζαν στο βράχο την ανάσα τους. Στο τέλος της ημέρας, σφάλιζε ο ένας τα μάτια του άλλου με ένα φιλί και κοιμόντουσαν.
Δεν είχαν όνειρα.
Ποτέ.
Δεν είχαν άγγιγμα.
Είχαν δηώσει τα σώματα.
Χωρίς το άγγιγμα.
Δεν είχαν χέρια.
Δεν είχαν βλέμμα.

Μια μέρα…

Εκείνος ανακάλυψε τα δικά της χέρια.
Περίμενε ως το τέλος της ημέρας για να της μιλήσει.
Αλλά εκείνη δεν επιτρεπόταν να τον πλησιάσει πια. Δεν επιτρεπόταν ούτε την ανάσα της να μοιράζεται μαζί του.
Εκείνος φόρεσε τα χέρια της και το επόμενο πρωί έφυγε από το Σπήλαιο.
Δεν θα έδινε ποτέ την εντολή στα χέρια του να τον υπακούσουν.
Έφυγε από το Σπήλαιο δακρυσμένος.

Έρποντας…


Στύγα
Την ώρα που βουτούσε στα νερά ο λεπρός, ένας μικρός άγγελος με αχνογάλαζα φτερά ήρθε κοντά του.
Πάρε με κοντά σου, του ψιθύρισε.
Ο λεπρός τον αγνόησε.
Βούτηξε στα σκοτεινά νερά. Και ξαναβγήκε με τη μορφή ερπετού.

Την ώρα που βουτούσε στα νερά η πόρνη, ένας μικρός άγγελος με αχνοπόρφυρα φτερά την πλησίασε.
Φίλησέ με, της είπε.
Εκείνη τον αγνόησε.
Βούτηξε στα σκοτεινά νερά. Και όταν ξαναβγήκε, ήταν ερπετό.

Την ώρα που βουτούσε στα νερά ο άγιος, ένας μικρός δαίμονας με φλογισμένη σάρκα και κατακόκκινα μάτια τον ζύγωσε.
Δώσε μου να πιω, τον παρακάλεσε.
Ο άγιος τον σπλαχνίστηκε. Έβαλε τις χούφτες του στο νερό και του προσέφερε νερό.
Ο δαίμονας ήπιε με απληστία το νερό.
Έγινε ερπετό και δάγκωσε τον άγιο στο λαιμό.


Ύψιλον
Φορούσε στο λαιμό της εκείνο το μενταγιόν.
Με την τιρκουάζ μικρή πετρούλα.
Πήγαινε κάθε απόγευμα δίπλα στη μικρή λίμνη.
Ψιθύριζε το όνομά του.
Τον καλούσε κοντά της.
Εκείνος, έβγαινε μετά από λίγο από το νερό και έρποντας, δειλά δειλά, πλησίαζε κοντά της.
Δεν τον φοβόταν.
Όχι, δεν τον φοβόταν.
Ήξερε πως ήταν απαίσιος στην όψη, πως ήταν ένα αρχαίο πλάσμα, ένα τέρας.
Tον συμπονούσε.
Η καρδιά της είχε έναν ωκεανό τρυφερότητας γι’αυτό το τέρας.
Κάθε απόγευμα του τραγουδούσε.
Κάθε απόγευμα του μιλούσε για τα όνειρά της, τις περιπέτειες της ημέρας, τα ασήμαντα που γέμιζαν τη ζωή της.
Κι εκείνος την άκουγε.
Κι εκείνος γρύλλιζε και ανάσαινε βαριά και σταθερά.

Πονούσε.
Πέθαινε…

Το είχε καταλάβει.
Κάθε απόγευμα άκουγε το ρόγχο του να γίνεται όλο και πιο ακανόνιστος, βαθύς, άρρωστος.
Κι ένα απόγευμα…
Καθώς του μιλούσε για όσα είχε περάσει στο πρωινό της, ξαφνικά, άνοιξε τα μάτια της και γύρισε και τον αντίκρισε.
Το πλάσμα αιφνιδιάστηκε, αναδιπλώθηκε, συρρικνώθηκε και τεντώθηκε ξανά μακριά της. Έβγαλε έναν σπαραχτικό ήχο και άρχισε να έρπει ξανά προς τη ρηχή λίμνη.
Εκείνη σηκώθηκε, άπλωσε το μικρό της χέρι, τον κράτησε. Ένιωσε στα δάχτυλά της τη σάρκα του. Δεν αηδίασε, δεν μόρφασε.
Τον αγαπούσε.
Έκλεισε ξανά τα μάτια της.
Το πλάσμα άρχισε να βγάζει ένα παράξενο ήχο από τα σωθικά του.
Η σάρκα του έκαιγε αλλά η εκείνη δεν τον άφηνε. Δεν θα τον εγκατέλειπε.
Ποτέ.
Άνοιξε την καρδιά της και από μέσα της ξεχύθηκε όλη της η αγάπη.
Το πλάσμα ησύχασε.
Ύστερα από λίγο δεν τον ένιωθε πια.
Ύστερα από λίγο άνοιξε τα μάτια της.
Ξανά.
Χαμογέλασε.
Δάκρυσε.

Μια μικρή πεταλούδα βρισκόταν μέσα στην παλάμη της.
Με χρυσοκίτρινα φτερά.
Κι ένα καταγάλανο Υ ζωγραφισμένο πάνω τους.
Λες και την κοιτούσε.

Την κοιτούσε…


Απρ2013

Illumination of Serpent
Mound See1,Do1,Teach1's photostream
www.flickr.com/photos/mpaulmd/