Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010




ΤΟ ΑΔΡΑΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗΣ

Στέκω εδώ, γονατιστός, ευλαβικός προσκυνητής θεών που δεν γνώρισα, που δεν έμαθα να τους λατρεύω, που δεν μου μίλησαν ποτέ, όπως ποτέ δεν μου μίλησε κανείς θεός. Κι όμως, ήρθα γεμάτος με προσδοκία, με μια ψυχή φορτωμένη από ενοχές αλλά και μια καρδιά σταθερή και σίγουρη για αυτό που θέλω να γίνει.
            Άλλος δρόμος δεν μου έχει απομείνει. Από τότε που ήμουν παιδί, πρώτη φορά ένιωσα τη μέγγενη της φριχτής απελπισίας, της ιερής απόγνωσης να με περισφίγγει, να θέλει να με σκοτώσει και σχεδόν να το καταφέρνει.
            Άλλος δρόμος δεν μου έχει απομείνει γιατί, πολύ απλά, δεν υπάρχει.
            Βρίσκομαι εδώ, γονατιστός, μπροστά από τούτο το πανάρχαιο βωμό, θεότητας που δεν καταλαβαίνω, που ίσως να μιλάει κάποια ξεχασμένη, ακατάληπτη γλώσσα, που, είμαι σίγουρος, δεν με περίμενε, όπως κι εγώ δεν περίμενα ποτέ να κάμψω το γόνυ μπροστά σε ένα βωμό που είναι γεμάτος από άγνωστα σύμβολα, πανάρχαια σύμβολα που δεν καταλαβαίνω και που με φοβίζουν λίγο. Κι όμως, τούτοι οι φόβοι, λίγη σημασία έχουν πια, είμαι αποφασισμένος, για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι αποφασισμένος κι όταν ένας άνθρωπος είναι αληθινά αποφασισμένος, δεν γνωρίζει το φόβο κι ούτε που του δίνει σημασία.
            Γιατί όταν είσαι αποφασισμένος, είσαι έτοιμος.
            Κι όταν είσαι έτοιμος, είσαι αληθινά Ακέραιος.
            Είμαι εδώ, γονατιστός και προσεύχομαι, σε κάποιους θεούς που έχουν από αμέτρητους αιώνες λησμονηθεί, αλλά, το ξέρω καλά, δεν έχουν πεθάνει. Υπάρχουν, υπάρχετε, το ξέρω, το νιώθω, είστε ζωντανοί. Ξεχασμένοι, κρυμμένοι σε σπηλιές του χρόνου που σας έκλεισαν κάποτε, παραγκωνισμένοι και αθέατοι, κι όμως το ξέρω καλά, υπάρχετε κι έρχομαι να προστρέξω σε εσάς. Σε εσάς που ίσως μπορείτε να με ακούσετε. Σε εσάς που, ελπίζω να θέλετε να με ακούσετε. Σε εσάς που...

Είμαστε η φωνή του Απόλυτου
Είσαι μέρος του Σχετικού
Δεν μπορείς να μετέχεις σε κοινωνία μαζί Μας...

            Στέκω εδώ και τόση ώρα, μπροστά στο πέτρινο αυτό, σκονισμένο από τους αιώνες και τη λήθη βωμό και το σώμα αρνείται να πονέσει, το μυαλό αρνείται να διαφύγει, η ψυχή αρνείται να υπακούσει. Και δεν δίνω σημασία στο χτυποκάρδι που τραντάζει εδώ και ώρα το σάρκινο στήθος. Και δεν ακούω τη φωνή της σύνεσης που εδώ και ώρα ουρλιάζει από κάποιο βαθύ πηγάδι της λογικής. Και δεν με ενδιαφέρει να μπολιάσω τη δειλία μου με την ηθική μου.
            Τούτο μονάχα με νοιάζει.
            Να με ακούσετε που σας μιλώ. Που σας ικετεύω.
            Να με ακούσετε και να σας ακούσω κι εγώ...

Είμαστε οι γιοι του Απροσδιόριστου
Είμαστε οι λάμψεις του Ασχημάτιστου
Έχεις μορφή
Είσαι πεπερασμένος
Πως θα καταφέρεις να Μας χωρέσεις
χωρίς να συντριφτείς;

             Ξέρω τι είναι εκείνο που σας κάνει να διστάζετε. Αλήθεια σας λέω, το ξέρω. Είμαι βλάσφημος. Πάντοτε ήμουν. Βλάσφημος και οπορτουνιστής. Ένας τυχοδιώκτης της πίστης, ένα άθλιο ον με δυο λόγια. Σας χρειάζομαι και θέλω να σας μεταχειριστώ. Κι αν αυτή τη στιγμή, είναι μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας στην ασήμαντη ζωή μου, τούτο δεν αναιρεί όσα έκανα κι όσα δεν τόλμησα να κάνω σε όλο μου το βίο. Κι αν τώρα είναι που ανακάλυψα μέσα από τον πόνο και την απόρριψη τι είναι η ευλάβεια, το δόσιμο, το κομμάτιασμα σε κάτι ανώτερο, σε κάτι πραγματικά μεγάλο, τούτο δεν με απαλλάσσει από δεκαετίες χλεύης και ταΐσματος του Εγώ μου, υπερδιόγκωσης της ματαιοδοξίας μου, παραφουσκώματος της μικρότητάς μου που πίστευα πως είναι τόσο διαφορετική από των άλλων! Πόσο ντρέπομαι τώρα για όλα τα ανόητα πράγματα που πίστευα σαν μοναδικά, άξια και μεγάλα. Πόσο αισχύνομαι για το τι νόμιζα ότι ήμουν, για το ότι είχα κάνει ιδεολογία τον εαυτό μου...

Είμαστε χτισμένοι από υλικά που δεν γνωρίζεις
Είμαστε πλασμένοι κι Εμείς
μα τόσο διάφανοι
και τόσο σκοτεινοί
που εσύ θα τυφλωθείς
νομίζοντας πως Είμαστε Φως!
Θα τ'αντέξεις;

             Στέκω εδώ, και τόση ώρα που προσεύχομαι σε Εσάς, ταυτόχρονα δεν μπορώ να σταματήσω μια άλλη, παράλληλη και υπόγεια λειτουργία του νου μου. Σκέφτομαι, σκέφτομαι συνέχεια, σαν σε πυρετό. Εικόνες και σκέψεις, μια διαδοχή και μια αλληλουχία σαν σουρεαλιστική κινηματογραφική ταινία για άσυλο παρανοϊκών! Μια ψυχοπάθεια, μια σχιζοφρένεια ήταν όλη μου η ζωή. Μια προσπάθεια να μην ουρλιάζω, να μην λυπάμαι, να μην αυτοκτονήσω, να μην πεθάνω κι έτσι να φαίνομαι παντού και πάντα υγιής και ισορροπημένος! Μια ανακύκληση τρέλας που την αποδέχτηκα σαν την μόνη λογική και που με σκότωνε μέρα τη μέρα, όπως σκοτώνει ο καρκίνος, λιώνοντας όχι το σώμα μου αλλά το πνεύμα μου.
            Το πνεύμα μου... Δεν ξέρω πια αν έχω πνεύμα, τι σημαίνει αυτό, για την ακρίβεια, δεν ξέρω πια τι σημαίνει οτιδήποτε.
            Και μέχρι χτες, ούτε που με ενδιέφερε πια.
            Γιατί χτες, αποφάσισα να παίξω το τελευταίο μου χαρτί, να δώσω στον κουρασμένο μου εαυτό την τελευταία του ευκαιρία.
            Χτες αποφάσισα να προσπέσω στα δικά σας πόδια...

Είμαστε κύματα
Είμαστε ύλη
Είμαστε θεωρήματα
Είμαστε μύθοι
Είμαστε ποίηση
Τι ξέρεις εσύ απ'αυτά;

             Έχω αγκαλιάσει εδώ και τόση ώρα, τούτο το παγωμένο βωμό και ανατριχιάζει το κορμί μου μα η ψυχή μου είναι ολοκαύτωμα και ολόκληρος δονούμαι απ'την ανάγκη να σας μιλήσω, να μου μιλήσετε και θα περιμένω. Σας το υπόσχομαι. Ακόμη κι αν παραδώσω εδώ ένα σάπιο κουφάρι, μια χούφτα κόκαλα, θα είναι το ελάχιστο που αξίζετε, το ελάχιστο και το μόνο μαζί που έχω δικό μου και σας το προσφέρω. Άλλο τίποτα δεν μπόρεσα να αποθηκεύσω στην άχρηστη ζωή μου. Κι ο,τι μου απόμεινε, κι αυτό πάλι δεν είναι δικό μου. Τι απέραντη βλακεία! Τούτο που πεθαίνει δεν είναι δικό μου κι εγώ που νόμιζα πως μπορώ να το προσφέρω όπου κι όποτε ήθελα. Δείξτε έλεος και οίκτο σε έναν τσακισμένο νου, σε μια χλωμή ανταύγεια της δημιουργίας σας. Δεν έφταιξε η αμετροέπειά μου, η έπαρση, η φροντίδα της σάρκας, αλήθεια σας το λέω. Έφταιξε μονάχα το ότι είμαι τόσο μικρός και νόμιζα πως είμαι τόσο μεγάλος.
            Θα μπορέσω άραγε να σας ακούσω ποτέ;
            Θα μπορέσω να αγγίξω τον οίκτο σας;
            Θα μπορέσω να κρυφτώ στις δονήσεις σας;

Κάποτε αγκαλιάσαμε τις μεγαλύτερες προσδοκίες σας
Κάποτε ονειρευτήκαμε το μεγαλύτερο όνειρό σας
Κάποτε ταξιδέψαμε το πιο τολμηρό σας ταξίδι
Κάποτε γαλουχήσαμε την πιο όμορφη ουτοπία σας
Κι Είμαστε εξόριστοι από την πλάνη μας
Κι Είμαστε αφρόντιστοι και περιφρονημένοι
Κι Είμαστε σιωπηλοί και άκαμπτοι
Γιατί σώθηκε ως κι η οργή
Γιατί σιώπησε ως και η λαχτάρα
Γιατί κοιμήθηκε ως και η ενέργεια
Γιατί κουραστήκαμε να σας περιμένουμε
Όλος ο χρόνος σε μια προσευχή
Μα που θα χωρέσεις όλο τούτο το χρέος;

             Είμαι από ώρες, ημέρες και χρόνια εδώ, σ'αυτό το βωμό, γονατιστός και προσεύχομαι, προσεύχομαι συνέχεια και δακρύζω και σπαράζω από την αγωνία να με αγγίξετε, να με ακούσετε, να με λυπηθείτε.
            Είμαι από μήνες και χρόνια αμέτρητα τώρα που σας υμνώ και σας καλώ, σε μια προσπάθεια, απέλπιδα, το ξέρω, να αιχμαλωτίσω λίγη απ'τη δύναμή σας, λίγη απ'τη πνοή σας, μια αχτίδα από το ανέσπερο φως σας.
            Είμαι από χρόνια και αιώνες τώρα εδώ, προσκυνητής και σπασμένος, ένα δέμα από σάρκες και οστά, λίγες σκέψεις και ολόκληρη την μαρτυρική αγωνία να σας δω, να σας κάνω να καταλάβετε, να σας πλημμυρίσω από το τίποτε που είμαι γεμάτος.
            Είμαι από αιώνες εδώ, λυγισμένος, ανήμπορος πια να αρθρώσω λέξεις, φράσεις, να σας ανοίξω άλλο την καρδιά μου, κι ό,τι απόμεινε από την αλαζονεία μου που μαγάρισε τον ιερό βωμό σας που λέω πως θα γίνει το στερνό μου κρεβάτι.
            Και θέλω να σας ευχαριστήσω για τούτη τη σιωπή σας.
            Και θέλω να σας πω ότι είμαι ευγνώμων για τούτη την απουσία σας.
            Και είμαι έτοιμος να παραδώσω ό,τι κάποτε μου εμπιστευτήκατε κι εγώ το λέρωσα, το πρόδωσα και το σκότωσα.
            Κι είμαι έτοιμος να προσευχηθώ ξανά και ξανά, και τα τελευταία μου δάκρυα να γίνουν ένα με το ποτάμι της τιμωρίας ή της λύτρωσης που μου ετοιμάσατε.
            Κι είμαι γι'αυτό ευτυχισμένος που δεν ακούω πια ούτε τον εαυτό μου.
            Κι είμαι περίεργος που τούτη την ώρα δεν ακούω ουράνιες μουσικές ούτε συμφωνίες αγγέλων.
            Κι είναι παράξενο πως ξαφνικά είμαι ένα εντεκάχρονο παιδί ξανά που σκοντάφτει στο κήπο του σπιτιού του, ένα Κυριακάτικο πρωινό και κλαίει γιατί ο πόνος είναι οξύς και του πριονίζει το μυαλό και το αίμα πλένει το χορτάρι και όλα μπλέκονται σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που δεν μπορώ να πιαστώ απ'την άκρη του γιατί η άκρη του είστε εσείς κι εσάς δεν σας γνώρισα ποτέ.
            Ήρθα αργά
            Κι έτρεξε περισσότερο αίμα σ'εκείνο το χορτάρι απ'όσο δάκρυ σε τούτο το βωμό...

Δεν υπήρξε ποτέ το Ένα ερώτημα
Δεν υπήρξε ποτέ το Ένα αγκάλιασμα
Δεν υπήρξε ποτέ η Μία Αγάπη
Δεν υπήρξε ποτέ η Μία Αυγή
Και δεν υπήρξε ποτέ Ένας βωμός
Ένας άνθρωπος
Μία σωτηρία
Το ξεκίνημα προς κάτι Άγνωστο
Η επιστροφή στην αφετηρία
Δεν υπήρξε ποτέ ο Χρόνος
Ο στοχασμός που να έγινε Έρωτας
Το παθιασμένο σμίξιμο του έρωτα που να έγινε στοχασμός
Δεν υπήρξε ποτέ Ένας Θεός
Προσευχή στον Εαυτό
και στο Αδρανές της Δικαίωσης
μονάχα υπήρξε...

2/1/2000

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010


η γλώσσα του ήλιου

τελικά 
νιώθω τυχερός

στάθηκα κοντά σου
πολύ κοντά σου
τόσο
που η ανάσα σου με περιέγραψε
τόσο
που η ματιά σου με εξερεύνησε
τόσο
που το άγγιγμά σου με άλωσε

έχω ακόμη τη γεύση σου
θα την έχω για πάντα
το ξέρω


έχω ακόμα το σχήμα σου
τούτο θα χάνεται αργά αργά
κάθε πρωινό


θα χάνεται


θα έχω το βλέμμα σου
τούτο
θα περάσει αργότερα μέσα στο καρδιακό μου σύμπαν
θα κουρνιάσει δίπλα στο μεγάλο μυ
και θα κοινωνεί
στο φλεβικό αιώνα
το ρυθμό που ξοδεύει το αίμα μου ο χρόνος
μέσα στο σώμα μου

τελικά
τυχερός είμαι αγάπη μου
έχω στα χέρια μου
όλο το πρόσωπό σου
κι όχι πως έμεινα ορφανός από νύχτες
και δεν το σπαταλάω 
αλλά, να...
είναι που το'χω ατίμητο
και ακριβό
όσο δεν φαντάζεσαι
μέσα στο πένθος μου
και το ανασαίνω

δίχως αυτό
όλα περνούν σε μια νεκρική μαρμαρυγή
και αφομοιώνονται πια
από το Γνωστό...

δίχως αυτό
όλα εκλιπαρούν να ξεδιψάσουν
από μια σταγόνα
από μια λέξη
από ένα νεύμα
από μια συλλαβή φωτός

και δεν έχω ακόμη
ανακαλύψει
τη γλώσσα του ήλιου...

δεκ10


Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010




Μαζί με το ρολόγι, που εδώρισε κάποτε ο Σολωμός σ’ένα βαφτιστικό
του με την ευχή να του μετράει το χρόνο ευτυχισμένο, αφού
σ’εκείνον πολύ λίγες χαρούμενες ώρες έστερξε
να μοιράσει, του χάρισε και μια λατινική επιγραφή
χαραγμένη στην όψη ενός σιγγιλίου:
vera amo, vera sequor…”

(Δημήτρης Λιαντίνης, Χάσμα Σεισμού)


Έτσι είναι το αν-απόφευκτο
έτσι μαθαίνεις να δρας
χωρίς να αφήνεις ίχνη
αν είναι όχι να επιβιώσεις
αλλά να ζήσεις μια ολόκληρη ζωή
να μην πεθάνεις μισός και σκωληκόβρωτος
κι αν είναι να μάχεσαι ως το τέλος
να μην έχεις διεκπεραιώσει το βίο σου
στην Καβαφική μελαγχολία του ασήκωτου φορτίου
αγαπώντας όσα αναζήτησες
και αναζητώντας όσα αγαπάς…

Καμιά φορά
εξοικονομώντας λίγη ακόμη αθανασία
δεν το κατάλαβες ότι είσαι παρών
στο ίδιο σου το μνημόσυνο…

και έχεις ένα πλατύ χαμόγελο
όπως την ημέρα που σε επισκέφτηκαν
και σου ανακοίνωσαν ότι δεν έχεις πια άλλο βλέμμα
πως όλο έχει γίνει αίμα
και κυλάει στις φλέβες σου…

αλλά ήρθε με το χαμόγελο και μια γρήγορη σκιά
σε άγγιξε σαν παγωμένη τύψη
και ξέρεις πια πολλά που χτες δεν ήξερες

και στέκεσαι αγέρωχος
κοιτάς στον καθρέφτη της ψυχής σου
ένα παιδί που αρνείται να ευτελίσει το άπειρο
ψάχνοντας για όνειρα στο πεπερασμένο…

είμαι μαζί σου
αν δεν το κατάλαβες…

σε τούτο το καθρέφτη…

Νοε 08
‘Παιδιάστικα πράγματα’
μου είπες κάποτε
τα ποιήματα
αλλά τι να κάνουμε
ματώνουμε ακόμη
στις αιχμές του αόρατου…

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010






Νυχτοβάτης


Ο Νυχτοβάτης κοιτούσε το γυμνό του είδωλο στο μεγάλο, όρθιο, οβάλ καθρέφτη.

Για πολλή ώρα έμεινε ανέκφραστος.
Για κάποιον παράξενο λόγο, ήξερε ότι ερχόταν η στιγμή που το είδωλο θα συνομιλούσε μαζί του.
Για κάποιον άλλο παράξενο λόγο, ήταν έτοιμος γι’αυτή τη συνομιλία.
Κι έτσι, δεν τον πτόησαν οι αμείλικτοι αιφνιδιασμοί.

Κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον πρώτο όταν αντίκρισε το πρόσωπό του. Δεν εμφανιζόταν ολόκληρο. Σχεδόν το μισό έλειπε. Μισό πρόσωπο δεν σημαίνει μισή ύπαρξη, σκέφτηκε, σημαίνει διπλός μόχθος για να χτίσεις την επάρκεια της ψευδαίσθησης.

Κλήθηκε να αντιμετωπίσει το δεύτερο όταν διέκρινε τα έντονα, σκούρα σημάδια στο ένα του χέρι, λίγο πάνω από τον αφαλό και στα πόδια του. Ήταν πλατιές, γκρίζες κηλίδες.
Ανασαίνουν, σκέφτηκε και τον ρίγησε η λέξη που δεν τόλμησε να γίνει ήχος.

Κι ύστερα αντίκρισε τον τρίτο, τον ισχυρότερο αιφνιδιασμό.
Το είδωλό του… παλλόταν… έτρεμε… σα να ήταν μια παράξενη ολογραμμική προβολή και όχι η πιστή αποτύπωσή του. Σα να επρόκειτο για μια φασματική εικόνα χαμηλής ενέργειας που πάλευε να κρατηθεί, να μην σβήσει, να παραμείνει ζωντανή…
Πεθαίνω, σκέφτηκε ξανά και τούτη η τρομερή λέξη δεν είχε κανένα βάρος, καμιά θλίψη, κανένα συναισθηματικό περιεχόμενο. Ήταν μια απλή, καθαρή, σχεδόν κλινική διάγνωση.

Σήκωσε το αριστερό του χέρι και παρακολουθούσε να επαναλαμβάνει τη κίνηση το είδωλό του. Χάιδεψε το λαιμό του και το στήθος του. Και τότε το είδε για πρώτη φορά. Το είδωλό του πονούσε. Το απαλό αυτό ταξίδι στο σώμα προκάλεσε έναν μορφασμό δυσαρέσκειας στο τεμαχισμένο πρόσωπο του ειδώλου του. Μπορούσε να το δει καθαρά. Το φάσμα του πονούσε και αυτόματα έριξε ξανά το χέρι του κάτω.
Επανέλαβε το ίδιο μετά με το άλλο του χέρι. Το έφερε πάνω από το σημείο των γεννητικών του οργάνων. Όταν τα άγγιξε ο ίδιος μορφασμός ζωγραφίστηκε στο μισό πρόσωπο.
Το είδωλό του τρεμόπαιξε έντονα. Για μια στιγμή μάλιστα, ήταν σίγουρος γι’αυτό, χάθηκε εντελώς… πέρασε μια άπειρη στιγμή ώσπου να το ξαναδεί να αχνοσχηματίζεται εκ νέου στον καθρέφτη εμπρός του.

Μικραίνω… μικραίνω όλο και πιο πολύ… μονολόγησε μελαγχολικά και για πρώτη φορά επέτρεψε τη φωνή του να ηχήσει στο δωμάτιο. Εκείνο που είναι να αυξηθεί πρέπει να ανθίσει… εκείνο που είναι να συρρικνωθεί πρέπει να εκλείψει… είπε ξανά και ύστερα σίγησε.

Ο Νυχτοβάτης αισθάνθηκε μια παρουσία δίπλα του. Ήταν ο αδελφός του, ένας λευκός θηριώδης λύκος που κάθε πανσέληνο τον επισκεπτόταν για λίγες ώρες ως το ξημέρωμα. Ο λύκος ανάσαινε αργά και τον πλησίασε με προσοχή. Μετά κούρνιασε στα πόδια του.
Μονομιάς το είδωλο του Νυχτοβάτη σταθεροποιήθηκε. Έγινε ανάγλυφο, ζωηρό ακόμα και λαμπερό.
Αδελφέ μου!, είπε τρυφερά ο Νυχτοβάτης και άγγιξε τον λύκο μονάχα με την απαλή φωνή του.

Δεν έχω συνείδηση της ύπαρξής μου… άρχισε να μονολογεί πάλι και το είδωλό του παλλόταν ανάλογα με την ένταση της φωνής του. Ποτέ δεν επέτρεψα τούτη την πολυτέλεια στον εαυτό μου. Συνείδηση της ύπαρξης σημαίνει να μπορείς να ορίσεις τα πράγματα μονάχα από το εσωτερικό τους φως… είπε ξανά και χάιδεψε απαλά για πρώτη φορά με το χέρι του το όμορφο ζώο. Ένιωσε την ζεστή του ανάσα στο χέρι του και χαμογέλασε. Ήταν ένα αλλόκοτο χαμόγελο. Και δεν είδε το μισό του πρόσωπο στον καθρέφτη. Εκείνο δεν χαμογελούσε.

Δεν μας αγάπησε ο ήλιος αδελφέ μου… εμείς ήπιαμε γάλα απ’τα μαστάρια της Νύχτας, είχαμε μάνα την ασημένια Πανσέληνο και ορφανοί από πατέρα πορευτήκαμε ως τα τώρα… δεν μας αγκάλιασε κανένα φως εμάς, δεν μας έθρεψε η ζέση του καλοκαιριού, δεν μας νανούρισε η ραθυμία του μεσημεριού… κι όμως… φιλοξενούμε ένα ολόκληρο κόσμο… και δεν νιώσαμε ποτέ την ορφάνια… συνέχισε να μονολογεί ο Νυχτοβάτης και τα σημάδια στο είδωλό του μεγάλωναν… γίνονταν μελανές νησίδες στο ευαίσθητο, χλωμό του σώμα.

Ο μεγάλος λύκος όρθωσε το σώμα του και γρύλλισε.

Το ξέρω, ξημερώνει. Θα πρέπει να φύγεις… πήγαινε στην απλωσιά Της αδελφέ μου, ξεκουράσου στην αρχαία αγκαλιά Της… για μένα στερεώνεται η μόνη αλήθεια λεπτό το λεπτό… σ’ευχαριστώ… είπε και αισθάνθηκε έναν λυγμό να αναδύεται απ’τα σωθικά του και να του κλείνει το λαιμό.
Το πανέμορφο ζώο χαϊδεύτηκε για μια στιγμή στο σώμα του Νυχτοβάτη, σήκωσε το βλέμμα του αιχμαλωτίζοντας την αιωνιότητα της στιγμής στα μάτια του και μετά, ήρεμα και θλιμμένα αποχώρησε.

Τα σημάδια ολοένα και μεγάλωναν. Τώρα πια είχαν απλωθεί παντού. Το είδωλο άρχισε να τρεμοπαίζει πιο έντονα. Ο καθρέφτης έμοιαζε με την επιφάνεια μιας ρυτιδιασμένης λίμνης. Ο Νυχτοβάτης δεν μπορούσε να διακρίνει το είδωλό του.

Πονούσε.
Φοβόταν.
Έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε την γέννησή του. Ονειρεύτηκε τη Νύχτα, τους αστερισμούς, τις τροχιές των κομητών, τα αλυχτίσματα των αδελφών του στα μεγάλα δάση, τις ξάστερες βραδιές κάτω απ’το στερέωμα, τη γεύση των ποταμιών και το τραγούδισμα του νερού όπως κυλούσε.

Δάκρυσε.
Τα μέλη του μούδιαζαν.
Ο χρόνος κάλπαζε ξέφρενα.
Οι ανάσες του, ακριβότερες από ποτέ, χύνονταν μια μια στο κατώφλι της αυγής…

Έρχομαι Μάνα… μπόρεσε να ψελλίσει και όλο του το κορμί αντιλάλησε βουβά το σπαραγμό του.

Το τελευταίο που αντίκρισε στον καθρέφτη όταν άνοιξε για ύστατη φορά τα μάτια του, ήταν μια λευκή, μικρή κουκουβάγια που άνοιγε τα φτερά της κι ετοιμαζόταν να πετάξει στην ελευθερία…


νοε2010

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010




Δαφοινό

Εγώ
με τα χέρια μου
θα σκάψω το χώμα που πάτησες
βαθιά
ώσπου να βρω το αίμα μου
να το αντλήσω με τα δάχτυλά μου
να μεταγγίσω στο κορμί μου
το δαφοινό του πνεύμα
να αγριέψει ο μερωμένος του αφρός
ν’αρχίσει ν’ανασαίνει πάλι…

έπεσαν όλοι οι βράχοι
απ’τον ουρανό
η Γη ανάποδα γύρισε
κάτω απ’τα πόδια μου είναι τα σύννεφα
κάτω απ’το βλέμμα μου
είναι πια το άπειρο
κρατιέται ο αιώνας
από μια κλωστή
δεν έχει αρθρώσει ο Προφήτης
τη φοβερή απειλή
που θα μαυρίσει το στερέωμα
αιχμάλωτος σύρθηκε
ως τα έγκατα της συγνώμης
δεν ήξερε
δεν μέτρησε τις ιαχές
δεν συρρικνώθηκε σε μια πρανή κηλίδα
και ποιος θυμάται
όσους αμέλησαν το Απόλυτο;

Λοιπόν
εγώ
με τα χέρια μου
με όσα δάχτυλα μάτια
μου απέμειναν
με τις φλέβες σχισμένες
και το ιχώρ της Εκάτης
να ραντίζει το χώμα
εγώ θα σκάψω
όσο βαθιά μπορώ
όσο βαθιά τολμώ
θα σε ξεθάψω
απ΄το γεωργό σου μνήμα
στη βρυαρή σου νιότη
θα σ’αναστήσω
θα σου φυσήξω ζωή
στα πνευμόνια
και θα σε περιμένω
να ψελλίσεις
το ακατανόητο
για μια στιγμή
προτού χυθείς ξανά
στο αδαμικό σου στρώμα…

ένας Απόλλωνας μικρός
μια δέσμη άκτιστου πρωινού φωτός
το πρώτο μου ποίημα
τα παιδικά μου δάκρυα

ό,τι κι αν έχω
ό,τι απέμεινε

κείνο το άγγιγμα του πρώτου ήλιου
η δαμασκηνιά αυγή του φεγγαριού
οι αδέξιες ζωγραφιές μου
το μυστικό χάδι της μητέρας μου
και οι στερνές κουβέντες του πατέρα μου

εγώ
με τα ίδια μου τα χέρια
αλήθεια στο λέω

στα φέρνω εδώ
στο αρχαίο σου δώμα
τα καταθέτω
αν είναι κάτι να’χεις δίπλα σου
η πιο ακριβή μου αλήθεια να είναι

μαζί σου
στο αιώνιο που θάλλει
και δεν υπόσχεται τίποτε…

νοε2010 


Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

13845-fullsize




Πέπλο…

Ο δρόμος αυτός
έμοιαζε με παγωμένο σώμα
πάνω του ξεκουραζόταν
ολόκληρος ο εφηβικός μου ήλιος
τα βλέφαρα είχαν στερεωθεί
σπλαχνικά
σε μια γωνία φιλόξενη
τα χείλη ζωγράφιζαν την προσδοκία
και τα δάχτυλα έδειχναν
στο μόνο που κυοφορεί το Εν
το αλλιώς...

ρίγος…

το ρίγος των χιλίων αιώνων
που ο Άχρονος εισπνέει το σκοτάδι του
μέχρι να το εκπνεύσει πάλι
σάρκινο φως…

περπατούσα μόνος
σε μια απέραντη ολάνθιστη θάλασσα
ακόμη δεν είχες φανεί
κρυβόσουν πίσω από τις αγκύλες του νου
περίμενες
το βήμα μου να γίνει δίψα για έρωτα
το βλέμμα μου
να γίνει χορός ερωτικός
το αίμα μου
να κοχλάσει από τον πυρετό
και είχες δυο μάτια λόγχες
και με κοιτούσες…

αυτός ο δρόμος
μοιάζει με το πέπλο της Ίσιδας
αργολικνίζεται στο σούρουπο της κατάβασης
υπόσχεται την αποκάλυψη
υπόσχεται την χιλιοπόθητη ένωση
με κείνο το άγγιγμα
που απελευθερώνει
που μαχαιρώνει
που λυτρώνει…

ρίγος…

το ρίγος των μυρίων αιώνων
που ο Άνθρωπος
ο γιος του Ανθρώπου
αποποιείται το απρόσιτο
και σαρκώνεται
φιλόδοξα
και λάγνα
στο δέμας του φθαρτού
στο σπέρμα του θνητού
ενηλικιώνεται…

ήρθες
μου κράτησες το χέρι σφιχτά
χαμογελούσες
δεν είπες τίποτα
δεν σπατάλησες σε λέξεις
τούτο που βιώνεται
μονάχα στη σιωπή του Ιερού

και στο αρχαίο

ρίγος…

Φεβ 2010
φωτο [kiti] http://1x.com