Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025



Υπήρχε κάτι πένθιμο
σε τούτη τη σιωπή
σαν το χαρταετό
που κόβεται απότομα το νήμα του
αυτό που τον συνδέει με τον άνθρωπο
αυτό που τον συνδέει με το χαμόγελο
και ταξιδεύει για λίγο
όσο να ψελλίσεις ένα
‘μα, πως… πως γίναμε τόσο σιωπηλοί;’
κι ύστερα…
γκρεμίζεται στη γη

Ναι
υπήρχε κάτι πένθιμο
στο τρόπο που έλεγες ‘καλημέρα’
στο τρόπο που έστρωνες το τραπεζομάντηλο
στο τρόπο που ξάπλωνες στο κρεβάτι
για να με υποδεχθείς ερωτικά

Κι αυτός δεν ήταν έρωτας
ήταν μια πρόσκαιρη συμμαχία
με το εγώ μας
μια θορυβώδης παράσταση σκιών
τόσο ώστε να μη μας ξεκουφαίνει
η κραυγή της θλίψης

Εσύ να δώσεις στο γκρι
μια απόχρωση γαλάζιου
να δώσω εγώ στο σκοτάδι
μια ρυτίδα από φως…

Κι όταν δεν θα’χω;
αναρωτιόμουν
όταν δεν θα’χω πια;
εσύ μου απαντούσες με κείνο το δειλό
σα ρωγμή στον κατάλευκο τοίχο

πένθιμο χαμόγελό σου

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025


Αιώρηση…



Σε κοιτούσα σιωπηλός
είχες δεσμεύσει ένα τεταρτημόριο αυγής
και μια χούφτα πλούσιο χώμα αλήθειας
αλλά δίσταζες
δίσταζες πολύ να το προσφέρεις…

Σε κοιτούσα σιωπηλός
αλλά ούρλιαζα στο υπόγειο της ψυχής μου
ένα βλέμμα εμπρός
μια λέξη πίσω
ένα ίσως ή ένα πως
τα χείλη σου υγρά
αναποφάσιστα όμως…

Τα δάχτυλά σου
μικρά παιδιά του ήλιου
έμπαιναν στα σωθικά μου
και αιφνίδια
λευτέρωναν τις αιχμάλωτες ανάσες μου…

Δεν το’ξερα αγάπη μου
τυφλός περπατούσα
στο καταχείμωνο της νύχτας μου
με τα χέρια στις τσέπες του ορίζοντα

Δεν το’ξερα

πριν από τούτη την αιώρηση
στο αντάμωμα του αιώνιου
με το φθαρτό
σε κείνη την αδιόρατη αιχμή
που ίσα χωρά η στερεότητα
μιας ολόκληρης στιγμής
πως δεν υπήρξα ακέραιος ποτέ μου
ποτέ μου στ’αλήθεια

Ζωντανός…

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

 

Το σώμα δεν άντεξε
μια πληγή όλα
και όλα μια κουρασμένη δίνη

το στερέωμα σχίζεται
στα δυο
όπως το παραπέτασμα εκείνου του Ναού
και μολυσμένο αίμα 
αφιονίζει στους δρόμους

και η στάχτη
βάρυνε πολύ
έκατσε στα ρουθούνια
έκατσε στα πεζοδρόμια
κάλυψε τα σωθικά των αγγέλων

το σώμα δεν άντεξε
το πνεύμα ριγούσε
και φλεγόταν
ιδρωμένος ρόγχος
υδατώδες πυρ
και πόνος

ίμερος μόλυνε τα ύδατα με λήθη
ο τρόμος σάστισε
ως και ο χρόνος…

που πρόκειται να πας;
σε ρώτησα
έχεις αφήσει πίσω σου φωτιά
και λέξεις δίχως συλλαβές
και καλοκαίρια 
που δεν γιορτάστηκαν ακόμα
και τα γενέθλιά σου που έρχονται
και λέμε να ουρλιάξουμε μαζί
ανέκπληκτοι
όπως πάντα
για τη ριπαία τροπή
του είναι

που πρόκειται να πας;

το σώμα δεν άντεξε
ράγισε
έσπασε σε αναρίθμητα κομμάτια

κι όπου στρέφω το βλέμμα
υπάρχει ένα μικρό σύμπαν
ασχημάτιστο ακόμα
έτοιμο ν’ανθίσει σαν λουλούδι
με το άρωμά σου

και το βλέμμα σου

να κουρνιάζει σαν μικρό πουλί
στη χούφτα του απείρου…




Rose Garden Entrance  Art Print by Roswitha Schleicher-Schwarz


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025


[Όροι των βρόμων…]


Τι ισορροπεί εδώ μέσα…
Ήχοι… σκοτεινές δονήσεις… αυτό που έρπει μέσα στις σκιές
Αυτό που κρύβεται
Αυτό που αλλάζει πρόσωπα
Αυτό που καραδοκεί…

Τι ηχεί εδώ μέσα;
Ποια η ταραχή, ο πάταγος, η ιαχή;
Ποια ημέρα πέρασε σιωπηλή, αθέατη, μόνη;
Ποια ώρα πέρασε χωρίς να ληστέψει, να δηώσει, να σκοτώσει;

Ποιος ήσουν εσύ που αλυχτούσες κάτω απ’τα σκεπάσματα;
Ποιος σε άκουγε;
Ποιος σε θυμόταν;

Νομίζω χθες σήκωσα τον ουρανό απ’το κεφάλι μου
Νομίζω χθες έγδαρα τη νύχτα απ’τα μπράτσα μου
Και δεν απλώθηκε ούτε υποψία σκόνης στον μολυσμένο αέρα…

Τίποτε δεν βροντάει εδώ…
Οι αρτηρίες σιώπησαν
Τα χαλιά μαζεύουν υγρασία
Οι τοίχοι δεν είναι πια κάθετοι
Οι λεπτοδείχτες δεν γυρνάνε δεξιόστροφα
Το σώμα μου δεν υπακούει στη βαρύτητα…

Τίποτε δεν ανασαίνει πια εδώ μέσα…
Έχω ένα κερί που έλεγα ν’ανάψω
Να το φυτέψω στο χώμα
Να σβήσει απ’τον αγέρα του δειλινού
Ν’απομείνει μια υποψία φλογός…
Και δεν το έκανα ποτέ…

Έλεγα να μαζέψω τις κουβέρτες, τα βιβλία, τα σεντόνια
Να τα κάψω
Να πυρπολήσω όλο το σάπιο αόρατο που ενσαρκώνεται
Προτού ξημερώσει εκείνη η λιπαρή αυγή
Και με σταυρώσει ο λυγμός μου στο πάτωμα
Και τίποτε δεν έκανα…

Ποιος ήχος…
Ποιος τριγμός…
Ποιος βρόμος…

Ποιος τολμά πια να σηκώσει το ανάστημά του;



The Labyrinth

Art Print by Gilbert Claes

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

 

Στην κόψη του ξυραφιού…
Η φωνή μέσα μου σαν αντήχηση… σαν μυστικός ψαλμός… 

Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να ζεις…

Το τέλος… ποιο τέλος;
Η αρχή… ποια απ’όλες;
Φροντίδα και μέριμνες… οι εποχές… η μια μετά την άλλη…
Ένας κατεστραμμένος πίνακας κάποιου ζωγράφου που πέθανε άγνωστος…
Χειροποίητο…
Ένα μισοσβησμένο ποίημα… δεν βγάζεις νόημα… λέξεις που χύθηκαν ανάκατες πάνω στο λαδωμένο χαρτί…
Η μοναξιά… αυτή σε σβήνει… σε ακυρώνει… σε κάνει άηχο… νιώθεις, έτσι λες… πως νιώθεις… όμως για σκέψου ένα πρωινό που θα φορέσεις τα ρούχα σου και δεν θα νιώθεις… φαντάσου…

Στην κόψη του ξυραφιού…
Η φωνή επιμένει… σαν ανάσα ετοιμοθάνατου… ρόγχος… αγωνία για ύπαρξη… αγωνία για οτιδήποτε… ακόμα και για το πέταγμα ενός πουλιού… Η φωνή ανασαίνει…

Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να αγαπάς…

Στο κάτω κάτω δεν ήξερες… πώς μπορούσες να ξέρεις; Τι είναι τα χέρια σου; Τι θα κρατήσουν; Τι είναι τα μάτια σου; Τι θα δουν; Πώς μπορούσες να ξέρεις; Τι είναι οι φλέβες σου; Ποιο αίμα τρέχει μέσα σου; Δεν θα μπορούσες να ξέρεις…
Ξεκίνησες κάποτε τις ανακρίσεις… ρωτάς το σώμα σου και δεν πονάει… ρωτάς το φόβο σου και δεν ουρλιάζεις… ρωτάς τις νύχτες και δεν ξημερώνουν…
Κανείς δεν ξέρει…

Στην κόψη του ξυραφιού…
Κλείνω τα μάτια μου… όχι για να σε κρατήσω μέσα μου… για να μην με απειλείς άλλο πια… κουράστηκα να σε κοιτάζω όπου γυρνώ… Ναι… σε ακούω άλλα δεν αντέχω άλλο να σε βλέπω
Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να πεθαίνεις…

Μην αγοράζεις άλλο χρόνο… δεν χρειάζεται… δεν πρέπει…
Μην αγοράζεις άλλα ψέματα...
Ήξερες!

Και βέβαια ήξερες…



Hornbeam avenue

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025


Άτλαντας


Σε φθινόπωρο τόπο
θ’ αποθέσω τους νεκρούς μου
ένας προς έναν
θα φωλιάσουν στο έμψυχο χώμα
και το αίμα τους θα πιει ο πρανής
γενέθλιος ήλιος

οι ανάσες όσων κρεμάστηκαν
απ’τα σύννεφα
θα μπερδευτούν με το ιχώρ του ανέμου
οι ματιές όσων ξοδεύτηκαν στην άνιση πάλη
φυλακισμένα θα έχουν για πάντα
όσα βιώθηκαν την ύστατη ώρα
και στο στερέωμα του Άδη
τα βλέμματα του πόθου
θα μιχτούν
με τις ιαχές των προγόνων

περιμένουν
οι ώρες με δόντια που τρίζουν
περιμένουν
οι λαχτάρες των αγέννητων ανθρώπων
κι εγώ έχω το φορτίο μου ολόκληρο σύμπαν
Άτλαντας
στο σημείο που στέκομαι τώρα

Όρθιος λοιπόν
και στητός ακόμη
πασχίζω
πάνω στο κέντρο του κύκλου
τα χέρια μου
απ’το κορμί
κεραυνούς ν’απλώσω
μυαλό και σώμα ν’αρμονίσω
το μέγα Ύψιλον
αυτό να αιωνίσω… 



Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

 

Τετρακτύες


Δεν θέλουμε το αχανές
αλλά το ευρύχωρο
σε μια ρυτίδα του Αιώνιου άραγε
δε χωράμε κι εμείς;

πρώτα το Εν
έπειτα το είδωλό του
οι αλυσιδωτές αντιδράσεις στο είναι
οδήγησαν την Άτη
στο θέατρο του κόσμου

κι αν ολόγυρα
η προσαρμογή στο μηδέν
ανασαίνει δηλητήριο
το αντίδοτο δεν είναι λοιπόν
εκείνο το άγγιγμα
που φοβήθηκες τόσο πολύ
κείνο το γέλιο
που σου στοίχισε μονάχα
ένα άδολο βλέμμα;

Δεν είμαστε οχήματα του Απόλυτου
αλλά αρνούμαστε τη συστολή του εφικτού
σε μια κουκίδα
κβαντικής ανυπαρξίας

οι 32 Δρόμοι, οι ιερές Τριάδες
οι Τετρακτύες, τα πεντάκτινα
τα στέμματα φωτιάς…
αν δραπετεύσεις ρίψασπις
από το σκήνωμα του Νου
το φρόνημα της σάρκας
θα σ’ εκδικείται αιώνια

κι αν σε ό,τι μας περιβάλλει
σαν άδειο κέλυφος
έρπει και απλώνεται
βδελυρή η χυδαιότητα
δεν φέρουμε εμείς τις εσθήτες του Ακέραιου
δεν εφελκύσαμε πνοές Φωτός
στα δώματα της Περσεφόνης;

Δεν είμαστε μηχανές
που θα πάψουν να οργώνουν το χρόνο
προσδοκώντας το αεικίνητο
αλλά πύρινες ψυχές
μοναχικών πολεμιστών
μοιάζουμε λες
με αφίλητα χείλη
που διψάνε τη δροσιά της Μελανής Μητέρας
κείνη την ιερή Νύχτα
που το φθαρτό στα στήθια της
θα βυζάξει αθανασία
και την επόμενη αυγή
ο σκεδαστής της Φλόγας
ο Χρόνος
ο εμπύρετος πόρνος
θα μας ξεδιψάσει

με το αίμα του Τίποτα…