Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010




Ένα ποτήρι αγιασμένο πρωινό
στο περβάζι σου
τα χείλη σου καίνε
μου είπες
πρόβες της Ανοιξης
στις αμμουδιές του κορμιού σου
δροσερό κρασί
έσταξε η ανάσα σου
βάγια στα κατώφλια του Ιερού σου
μου σκούπισες τα δάκρυα
με τα δάκρυά σου…
ένας σταυρωμένος έρωτας
που ανασταίνεται διαρκώς
μέσα στα ορειχάλκινα μάτια σου

Πάσχα…

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010



Χορευτές

Είμαι τυφλός
όσο θυμάμαι τον εαυτό μου

έχω για μάτια δέκα δάχτυλα
και όλους του σώματος τους πόρους
ανοιχτούς
ν' απορροφώ τον κόσμο

δεν θα με πεις γυμνό
μόνο ανυπόδητο ίσως
θέλω να περπατώ στην απειρομήκη τούτη ερημιά
και να την νιώθω στο είναι μου
θέλω να περπατάει κι εκείνη μέσα
στο δικό μου απέραντο…

πάνε χρόνια
δεν θυμάμαι πόσα
που κάποια μέρα
περιπλανώμενος
η δουλειά μου είναι
έφτασα σε τούτο το Ναό
έτσι τον λέω κι ας μην είναι
χωμένος στο κόρφο του Αγνώστου
έρημο τον οσμίστηκα
να μην ανασαίνει
ούτε την αποφορά του χρόνου

δεν περιγράφεται η άφατη χαρά μου
όταν αγκάλιασα
κείνο τον χοντρό κίονα
με τις κάθετες ρυτίδες
να’ρχονται από τον ουρανό
και να μετρούν ως κάτω χαμηλά
το δέος μου
και την απαντοχή μου
έκλαιγα
σα μικρό παιδί
και αγκαλιά κοιμήθηκα κείνο το βράδυ
στη παγωνιά του Απείρου
αλλά ζεστός
στα μέσα μου
πρώτη φορά…

πέρασαν μήνες
πέρασαν λέω
χρόνια
και γύρισα τούτο τον περίπτερο ναό
ολόγυρα
μια θάλασσα από κίονες
ένας ωκεανός σκληρά ποδάρια

πιο μέσα
έλεγα
θα ρθει η στιγμή να πάω πιο μέσα
μπας κι αφουγκραστώ τα σώψυχά του
μπας και με αγγίξει η ανάσα του
κάνε το βήμα
έλεγα στον εαυτό μου
μην το φοβάσαι
το βήμα στα εντόσθιά του…

πέρασαν μήνες
λέω
και χρόνια
ποιος να μετράει το αμέτρητο
και δεν το αποφάσιζα
δειλός ο ερημίτης εαυτός μου
περίμενε την κλήση
κείνη τη μυστήρια αρχαία φωνή
που σε καλεί
που σε πέμπει
που σε ορμηνεύει…
περίμενα
γερνούσα
πέθαινα
για τούτο ζούσα…

τα πόδια μου άλλο δεν βαστούσαν
και ήρθε η ευλογημένη μέρα
που ξύπνησα σαν σε έκρηξη μιας θύελλας στο κεφάλι μου

έλα
το άκουσα ολοκάθαρα
έλα λοιπόν!

Προχώρησα
έψαξα
έβλεπαν τα κουρασμένα δάχτυλα
καλά ακόμα
το έμπα του ναού
σαν στόμα με περίμενε
ορθάνοιχτο
έστησα αυτί
άδειασα το θόρυβο από τα μέσα μου
σταμάτησα το χτύπο της καρδιάς μου
έστησα το είναι μου
και
άκουσα…

έλα
προχώρα!
και μπήκα

…με βήματα ισχνά
με πόδια βρόμικα
με τη ψυχή στο στόμα
μπήκα
και όλο το σύμπαν χόρευε γύρω μου
τούτος ο ναός
ήταν ακόμα ζωντανός!

Ένιωσα χρώματα
και μυρωδιές!
ένιωσα φωτιές
ένιωσα δίχτυα χρόνου
και ανθρώπων ιαχές
τίποτα δεν καταλάβαινα
μονάχα
τι παράξενο
τα πόδια μου αλαφρώναν
σηκώθηκαν από το πάτωμα
το σώμα μου σαν παιδιού μικρού
το ένιωσα να πλημμυρίζει ρώμη
χυνόταν μέσα μου ζωή
ζωή άγρια
με θράσος
με παφλασμό

είσαι έρωτας!
φώναξα
κι ήξερα
πρώτη μου φορά
για τι μιλούσα

τα χείλη μου
συσπάστηκαν σ’ένα μορφασμό πρωτόφαντο
που είχα ξεχάσει
χαμογελούσα
και ύστερα γελούσα
κι άρχισα να χορεύω
να στροβιλίζομαι
να πλημμυρίζω ποταμούς
στις φλέβες μου
να σκάσω πήγαινα
βούτηξα
σε χείμαρρο άστρων
και λίμνες από ασημένιες Νύχτες

οράματα από κοπέλες δροσερές
χτύπησαν τον έφηβο εαυτό μου
κι ένιωσα το μυρμήγκιασμα εκείνο
της ζωής ανάμεσα στα πόδια μου
με διαπέρασαν
καταρράκτες άπληστοι
από εικόνες
πρόσωπα
γνωστά
μα περισσότερο άγνωστα
άνθρωποι
θεοί
άγγελοι
δαίμονες

ζωές
θάνατοι
το χτες
το αύριο
το μηδέν
το ένα…

γέμιζα
ολοένα γέμιζα
χόρευα
ολοένα χόρευα…

το τελευταίο που θυμάμαι
ο δόλιος
είναι το αίμα μου
να αχνοφέγγει
να αλλάζει χρώματα
σαν Βόρειο Σέλας
και να με περιγράφει
ένα δάχτυλο
στο στερέωμα
και κάτω
στο πάτωμα
το άδειο μου κουφάρι
εγώ!

έβλεπα!

σε κλάσματα απειροστών στιγμών
σε μια φωλιά του Άχρονου
ρουφήχτηκα
σαν σκόνη στις ρωγμές των τοίχων
και έβλεπα
ξανά και ξανά
τον γέροντα εαυτό μου
στον πιο τρελό χορό
χοροπηδώντας πάνω στο περίεργο ψηφιδωτό
που στόλιζε ο αρχαίος αυτός Ναός

εμένα
και γύρω μου
χιλιάδες άνθρωποι
χορευτές ακίνητοι
ψηφίδες
κεφάλια
χαμόγελα
μάτια ορθάνοιχτα
χορευτές
όλοι μας χορευτές
κι όλοι ακίνητοι!

Είδα
και χαμογέλασα
ο Άνθρωπος
μέσα στο Είναι
ένας χορός

δεν μπόρεσα να μην αναλυθώ
σε κλάματα
σε γέλια
σε κραυγές επίγνωσης!

ο Άνθρωπος
μέσα στο Είναι
ένας χορός
ένας αέναος
τρελός

χορός…

Μαρ2010
φωτο: [Tong Tong] http://1x.com

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010



Ενδιαίτημα

Είχε ο θάνατος του ήλιου
δηώσει όλα τα χρώματα
έμεναν στο φτωχό κόσμο
σαν ίχνος προσδοκίας
ή σαν σκιά του ονείρου
πες το όπως θέλεις
ένα ‘σκοτωμένο’ βιολετί
κι ένα ασθενικό λευκό
παρηγοριά στο πλούσιο κόκκινο
που δεν το πρόλαβα…

ανάσαινες αργά
τι σου συνέβαινε;

η Κυριακή ξεθώριαζε
αργούσε ακόμη η Δευτέρα
όταν η σκεπτομορφή σου
έγινε ύλη ζωντανή
και εκτάθηκε οριζόντια
και κάθετα
μπροστά μου
ήθελα τη μυρωδιά σου
να δέσω το πρώτο σου φιλί
στο χείλος μου επάνω
να έχω για κληρονομιά ζωής
κάτι που πέθαινε
αλλά ευώδιαζε ακόμα…

άγγιξες με τα δάχτυλά σου τις φλέβες μου
πως το κατάφερες;

θυμάμαι το απόλυτο
πρώτο σου χαμόγελο
και βορεινά
στο βλέμμα σου
ξεσπούσε ένας πόλεμος
είχα ματώσει να σε ρουφάω
στιγμή στιγμή
και δεν απομυζούσα
παρά το μεθυσμένο μου αύριο

χρεώστης
όχι οφειλέτης
δεν είχα ακόμη συνείδηση
βλέπεις
πόσο άπληστο είναι το τώρα…

έκανες μια κίνηση
έτσι
γυρνώντας το κεφάλι σου
και μια αύρα Έρωτα
με τύλιξε
ένα πέρασμα Γυναίκας
από το ενδιαίτημα του είναι μου…

τόση ομορφιά
πως δεν με αφάνισε;

Μαρ2010

foto: hejha http://1x.com/

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010



Ανθεστηριώνας

Στενόχωρος Ανθεστηριώνας...

στην ιερή ατραπό
με τις θεηγόρες γραμμές
από τα ίχνη των μυστών
και τις πορφυρές αλουργίδες
της μαγικής εποπτείας των ρόδων
σε άρπαξε αιφνίδια το άρμα του Πλούτωνα
και σε κατέβασε στο σκοτεινό παλάτι

κι όμως
δεν είσαι μόνη

ματώνουν τα χέρια σου
ματώνουν τα μάτια σου
έχεις κρυώσει στο νεύμα
ενός απόμακρου γαλαξία
που δέσμευσε το χαμόγελό σου
αλλά στερεώσου
στο νυν της ανάτασης
κι όσο ετούτη υποστασιάζεται
από την υπερπλήρωση του αιώνιου…

το χέρι της ψυχής σου
δεν σ’εγκαταλείπει…

μαζί σου
εναύλιος
στο φως
εγκύκλιος
στο άπειρο
σύσκηνος
στο άδικο

σε νιώθω…



στην Ευαγγελία Πατεράκη

Μαρ2010