Στάση ανθρώπου
Όλοι έλεγαν
Πως ο Ν. ήταν χαζός
Τα πρωινά ξεχνιόταν
Δεν πήγαινε σχολείο
Περπατούσε δίπλα στη θάλασσα
Έπαιρνε βότσαλα στα δάχτυλά του
Τα πετούσε μακριά
Κυνηγούσε τους γλάρους
Και γελούσε
Έπεφτε στην αμμουδιά αποκαμωμένος
Και κυλιόταν ώσπου να κουραστεί για τα καλά
Και γελούσε
Ανάσαινε τη θέρμη από τη μητέρα Γη
Και γελούσε
Και όλοι έλεγαν πως ο Ν.
Ήταν ηλίθιος
Μεγάλωσε σε μια γειτονιά
Που τα παιδιά ήταν το ίδιο σκληρά
Όπως σε όλες τις γειτονιές του κόσμου
Τον έβαζαν πάντα με τους χαμένους
Ή με τα κορίτσια
Κι άλλες φορές μόνο του τον άφηναν
Και του πετούσαν τη μπάλα δυνατά
Για να πονάει
Εκείνος έπιανε τη λασπωμένη μπάλα
Και γελούσε
Χάιδευε τα όμορφα μαλλιά της Ρ.
Της πριγκίπισσάς του
Που βλέμμα δεύτερο δεν είχε για κανέναν
Και γελούσε
Έτρεχε στις κατηφόρες ως το σπίτι του
Έπεφτε στην άσφαλτο
Μάτωνε τα πόδια του
Έμπαινε ιδρωμένος στο σπίτι του
Και γελούσε
Και όλοι έλεγαν πως ο Ν.
Ήταν οπωσδήποτε χαζός.
Φίλους δεν είχε ο Ν.
Κανένας δεν τον ήθελε παρέα του
Εκτός από τα βράδια
Όταν άνοιγε το παράθυρό του
Κι άφηνε τον αγέρα να δροσίσει τα μαλλιά του
Έγινε φίλος του η νύχτα
Τα μακρινά αστέρια
Και η σελήνη
Που έκλεινε στα δάχτυλά του
Να, τόση δα γινόταν
Στη παιδική του χούφτα
Και γελούσε
Κι όταν η μητέρα του τον φιλούσε
Και του μιλούσε για μέρη μακρινά
Γελούσε
Και όταν ο πατέρας του
Του έσφιγγε το χέρι δυνατά
Για ν’αναμετρηθούνε
Γελούσε
Ναι
φίλους δεν είχε ο Ν.
Κάποτε
Η μητέρα του πέταξε μακριά
Έγινε κομμάτι τ’ουρανού
Κι εκείνος σήκωνε το βλέμμα του ψηλά
Την έβλεπε
Της κουνούσε το χέρι
Και γελούσε
Ερχόταν ο πατέρας του τα βράδια σπίτι
Σκούπιζε τα δάκρυά του
Έμπαινε στο δωμάτιο να πει μια καληνύχτα
Μύριζε η ανάσα του βαριά
Μύριζε ταβέρνα και μοναξιά και θάνατο
Έπαιρνε το γιό του αγκαλιά
Κι ο Ν. γελούσε
Κι όλοι ήταν σίγουροι πια
Πως μέσα στην ορφάνια του ο Ν.
Έγινε ακόμα πιο ηλίθιος
Απ’όσο ήταν
Κάποτε
τον διώξανε απ’το σχολείο
Έπρεπε να πάει στα ‘ειδικά’ παιδιά.
Και ο Ν. φοβήθηκε
Πως θα χάσει την μοναδική του συντροφιά
Την πριγκίπισσα του.
Εκείνη του υποσχέθηκε πως όπου κι αν τον πάνε
Θα έρχεται να τον βλέπει
Ψέματα του έλεγε
Για να τον ξεφορτωθεί
Μα ο Ν. ήταν ηλίθιος
Την πίστεψε
Και όταν τον έβαζαν στο αυτοκίνητο
Γελούσε
Μια μέρα
Ήρθε ο διευθυντής εκείνου του σχολείου
Για τα ‘ιδιαίτερα’ παιδιά
Και είχε κόκκινα τα μάτια
Και κομπιαστή φωνή
Του είπε πως ο πατέρας του
Δεν άντεξε άλλο
Έφυγε κι αυτός
Να συναντήσει την γυναίκα του
Σε κάποιο κόσμο όπου τα βλέμματα των ανθρώπων
Θα είναι καθαρά
Και τα χαμόγελά τους
Μόνο για να ζεσταίνουν τις καρδιές
Κι όχι για να πληγώνουν.
Ο Ν. δεν έκλαψε
Δεν ήξερε τι σήμαινε ‘ορφανός γονέων’
Κείνη την ώρα σκεφτόταν τη θάλασσα
Και πως μπορεί κανείς πετώντας
Να τα βλέπει όλα από ψηλά
Και να μεθάει!
Μονάχα να πετάει ονειρευότανε ο Ν.
Να χαίρεται μαζί με τα πουλιά
Να μην του λέει κανείς
Πόσο δυστυχισμένος είναι ένας ορφανός
Να μην γελάει κανείς
Με το δικό του γέλιο
Να μην του κλέβει τα μολύβια
Να μην του λέει ψέματα
Μπάλες στο πρόσωπο
Να μην του πετάει
Να μην τον λέει χαζό
Να τον αφήνει μόνο
Περνούσαν τα χρόνια
Για όλους τους ανθρώπους
Τα χρόνια περνούσαν
Και οι εποχές γίνονταν
Μέσα στην καρδιά του Ν.
Ένα συμπαγές
Σκοτεινό κουτί
τα χέρια του έγιναν
πιο σκληρά από τους βράχους
άκαμπτα
και τον πονούσαν
Το γέλιο χάθηκε
Απ’το πρόσωπό του
Το βλέμμα χάθηκε
Απ΄τα μάτια του
Κι ο ίδιος χάθηκε
Απ΄τον εαυτό του
Ο Ν. γερνούσε
Μέσα σε μια ψυχιατρική κλινική
Μόνος
Κι ένα απόγευμα
Ο Ν. είδε το ομορφότερο όνειρο της ζωής του
Εκεί όπως αντάμωνε ο ήλιος τον ορίζοντα
Και έκαιγε τις τελευταίες του ακτίνες
Μέσα στη θάλασσα
Είδε τους όμορφους γονείς του
Γελούσαν και φιλιόντουσαν
Δίπλα στον ήλιο
Και τον καλούσαν με νεύματα
Και του έλεγαν να μπεί μέσα στο νερό
Και να τους συναντήσει
Σάστισε ο Ν. για μια στιγμή
Κι άρχισε πάλι
Ύστερα από αιώνες
Άρχισε πάλι να γελάει!
Είδε την θάλασσα μπροστά του
Να του ανοίγει την μεγάλη αγκαλιά της
Γαλήνια, γλυκιά, φιλόξενη
Και ποιος θα μπορούσε ν’αγνοήσει αυτό το κάλεσμα;
Άρχισε να γελάει δυνατά
Και χώθηκε μέσα της
Το τελευταίο που αντίκρισε
Ήταν τον πατέρα του
Να έχει αγκαλιάσει τη μητέρα
Και να της δείχνει εκείνον
Και να καμαρώνει
Πως μπόρεσε
Εκείνος που όλοι τον κορόιδευαν
Πως ήτανε χαζός
Να κάνει τη θάλασσα
Το δρόμο που οδηγεί στ’αστέρια
Και μόνος του πια
Ο Ν. δεν θα ήτανε ποτέ!
Μόνος ποτέ!
Βρήκαν το Ν. εκείνο το πρωί
Ξαπλωμένο στο γρασίδι της αυλής
Κανείς δεν το κατάλαβε
Κανείς ποτέ δεν το εξήγησε
Ήταν βρεγμένος
Από θαλασσινό νερό!
Και το πιο… μακάβριο
Το ανεξήγητο
Ακίνητος
Σε στάση εμβρύου
Χλωμός
Σε στάση ανθρώπου
Χαμογελούσε
Χαμογελούσε!…
Απρ.2011
14 σχόλια:
Καθαρό σαν άσπιλο παιδί,
Γλυκύ σαν ανόθευτο ηλιοβασίλεμα,
Λευκό σαν αγνό βλέμμα,
το κείμενό σου αυτό...
Καλή σου νύχτα Nimerti!
καλησπέρα φίλη μου... σ'ευχαριστώ...
Θα συμφωνησω με το νoulaki οσο αφορα το κειμενο σου, και θα προσθεσω οτι ειναι πολυ δυσκολη η επιβιωση στους καιρους μας οταν χαμογελαμε γνησια κι αυθεντικα. Ευκολα μπορει να παρεξηγηθει η ανθρωπια ως χαζομαρα....
Την καλημερα μου νιμερτη.
φίλη μου αοράτη, πως να μην συμφωνήσω; είναι δεδομένη η 'ετικετοποίηση', ο στιγματισμός, η περιθωριοποίηση... βεβαίως, είναι κοινός τόπος... ευτυχώς όμως, ο αναφορικός, απόλυτα προσωπικός έρωτας είναι ακόμη ζωντανός... όχι ο αρπακτικός, αυτός που το εγώ καταληστεύοντας τον άλλο χρησιμοποιεί ως όπλο διεμβολισμού... αυτός ο 'άλλος' έρωτας του είναι με τον παλμό του Απείρου... μερικοί άνθρωποι πάλλονται από παιδιά... κι όσο λιγότερο διανοούμενος είναι κανείς, όσο λιγότερο 'μολυσμένος', τόσο πιο κοντά είναι σ'αυτή την πρωτοπηγή....
συγνώμη αν φλυάρησα... σ'ευχαριστώ!
Απο τον τόπο του ζόφου των "έξυπνων" "καταφερτζήδων", στέλνω το μήνυμα της αλήθειας αυτής της "ανοησίας"..Έχω ξανασχολιάσει το εξαιρετικό σου ποίημα, και δεν μπορώ να προσθέσω τίποτα άλλο παρά μόνον αυτό: οι κανονικοί είναι πολύ ύποπτοι φίλε μου, πολύ ύποπτοι "άνθρωποι"..
Αδελφικοί χαιρετισμοί
Ο κάθε Ν έχει υψηλό δείκτη συναισθημάτων. Έχει ανάγκη από την προσοχή, την αποδοχή, την επικοινωνία και προπαντός την αγάπη και όχι τον οίκτο που δυστυχώς εισπράττει από την κοινωνική υποκρισία.
Έχει καρδιά που μπορεί να χωρέσει όλος ο κόσμος. Όμως, όλος ο κόσμος, δε μπορεί να χωρέσει έναν Ν.
Γιατί κανείς δεν προσπαθεί να τον κατανοήσει. Πολύ εύκολα τον απορρίπτουν, τον περιθωριοποιούν. Τον καταδικάζουν στη μοναξιά. Γιατί αισθάνονται κόμπλεξ να σταθούν δίπλα του, γιατί είναι νωθροί,είναι μικρόψυχοι, αλλά ο κάθε Ν αντιστέκεται δημιουργώντας το δικό του ιδανικό Σύμπαν, τη δική του μαγική οικουμένη και στο φινάλε οι χαμένοι είναι οι άλλοι και ΟΧΙ ο Ν!
ναι αγαπημένε μου Ιωάννη... συμφωνώ απόλυτα μαζί σου... οι κανονικοί δεν θα μπορούσαν ποτέ, ας πούμε, να περιλαμβάνονται στους 'μακαρισμούς'...
και όχι πως περιλαμβάνω εσένα, μην με παρεξηγήσεις... παίρνω απλά την αφορμή από το σχόλιό σου...
σ'ευχαριστώ που είσαι πάντα εδώ φίλε μου!
προσυπογράφω την κάθε λέξη σου Χάνη μου...
Αν η συναισθηματική νοημοσύνη δεν υπερτερεί της νοητικής είμαστε χαμένοι...
Βαθιά συγκινητικό το ποίημα σου Νημερτή!
Το διαφορετικό και το "φυσιολογικό" μπορεί εύκολα να τα ενώσει η γραμμή της αγάπης...
Καλό βράδυ
Σ'ευχαριστώ για αυτά που γράφεις kMer μου...
ειδικά αυτό για τη συναισθηματική νοημοσύνη...
τα είπες όλα!
σε φιλώ!
Μαθητής της Ζωής, από εκεί δεν αποβάλλεται κανείς...
Φίλος με τον καιρό... δεν χάνονται τετοιες φιλίες...
Γιός της Αλήθεις... μάνα που δεν πεθαίνει ποτέ...
Ερωτευμένος με την Πληγή... πάντα πονά ο Έρωτας...
και ντυμένος το ποίημα... Υφασμα που δε σκιζεται και δεν αφήνει εκτεθειμένη την Γύμνια της Ψυχής....
το αποτύπωμά σου στο Ρόδο... πάντα ξεχωριστό Κάκια μου... σε φιλώ!
Πολύ συγκινητικό, πολύ αισθαντικό..
Μας "κυρίευσε" η μικρότητα και "εθιστήκαμε" στο κουτσομπολιό...Βαρέθηκα να ρωτάνε τον κάθε Ν. "Ποιός είσαι και που πας?? Γιατί χαμογελάς??" και να τον "κλείσουν" στην ηλιθιότητα... Εκείνοι κρατούν το κλειδί αλλά ακόμα δέσμιοι της βλακείας είναι, και πως να κλείσουν εκείνο που "δαμάζει" κύμματα & "αγκαλιάζει" τα άστρα ??..
Καλό βράδυ σου εύχομαι !!
Σ'ευχαριστώ πολύ φίλε μου για το αληθινό και ουσιαστικό σου σχόλιο... πολύτιμο!
Δημοσίευση σχολίου