Η ημέρα
Ο άνθρωπος με το ανεξιχνίαστο βλέμμα ήταν υπερήφανος που είχε την ημέρα. Καμάρωνε για τούτο το έργο, το ολόδικό του. Μοιάζει με την ανάσα μου, σκεφτόταν. Η ημέρα είναι το δικό μου έργο, είναι αληθινό, είναι η δημιουργία μου. Και με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποφάσισε να αποδράσει σ’αυτήν.
Η ημέρα του θα ξεκινούσε κάπως μελαγχολικά. Θα επισκεπτόταν ένα μνήμα.
Ήρθα να σου μιλήσω πατέρα, είπε δυνατά. Ήρθα να σου μιλήσω για τον παιδικό μου ήλιο, για την εφηβική μου άνοιξη, για το χειμώνα της ενηλικίωσής μου. Τι απόγιναν εκείνα τα βράδια που μοιραστήκαμε τα όνειρά μου; Τι απόγιναν εκείνες οι βόλτες κάτω απ’τον ήλιο της ωρίμανσής μου; Τι απόγιναν εκείνα τα πρωινά στη θάλασσα του φόβου; Δεν έχω εκείνο το βλέμμα πια πατέρα. Όμως, έχω κάτι σπουδαίο και ήρθα να στο πω. Έχω πια την ημέρα. Την πρώτη αληθινή, δική μου. Και ήρθα με ένα χαμόγελο να στο πω. Στο αφήνω τούτο το χαμόγελο εδώ και φεύγω για να τη ζήσω.
Η επόμενη στάση του ήταν ένας βράχος, δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εδώ έχω ξεχάσει εκείνο το βλέμμα μου, είπε και άρχισε να ψηλαφεί το βράχο. Ύστερα από λίγα λεπτά, χαρούμενος για την επιτυχία της αναζήτησης, κάθισε στο μικρό βράχο και σιωπηλός μίλησε στη θάλασσα.
Δεν με ξεγελάς με το απέραντό σου αδελφή μου. Έχεις φωλιάσει στο γνόφο του Αγνώστου και μονάχα οι ποιητές μπορούν να σε διαβάσουν. Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι. Είσαι άγνωστη, μυστηριώδης αλλά δεν είναι εκεί η γοητεία σου. Οι ποιητές μοιάζουν με τα μικρά παιδιά, νομίζουν πως συντονίζονται με την αναπνοή του κόσμου. Εσύ όμως ξέρεις, τίποτε απ’αυτά δεν είναι αληθινό. Μονάχα τούτη η ημέρα είναι αληθινή και δεν θα μοιραστώ το βλέμμα της μαζί σου. Γιατί εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις τα βλέμματα. Όμως, εγώ βρήκα εκείνο που αναζητούσα και σε αφήνω τώρα.
Κάποια στιγμή, βρέθηκε σε μια παγωμένη περιοχή του κόσμου. Σε μια φιλόξενη, ζεστή γωνιά, επισκέφτηκε τη φωλιά δυο λύκων που προστάτευαν τα τρία μικρά τους. Ο αρσενικός αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε με ένα απαλό γρύλλισμα. Η θηλυκιά έδειξε προς στιγμή τα δόντια της αλλά σύντομα παραμέρισε και άφησε τον άνθρωπο με το ασύνορο βλέμμα, να πλησιάσει τα μικρά που είχαν κουρνιάσει δίπλα της.
Για σας ήρθα ως εδώ αδέλφια μου. Για σας. Είστε η υπόσχεση μιας υπέροχης ζωής και το ανυπότακτο και ανεξημέρωτο της φύσης σας μου ταιριάζει όσο τίποτε άλλο. Ήρθα να σας αφηγηθώ τη ζωή μου. Θα μείνω και θα μεγαλώσω μαζί σας. Όσο η ημέρα μου να φτάσει στο μεσουράνημά της, όσο η αναπνοή μου να γίνει αξεχώριστη με τη δική σας, όσο η καρδιά μου, θα αντέχει να στοχάζεται τη θνητότητά σας.
Κι ήρθε το μεσημέρι και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια των λύκων. Και μετά, έφτασε σε έναν οικισμό ψαράδων, σε κάποιο άγνωστο, απόμακρο νησί της Γης. Κάθισε να γευματίσει με μια πολυμελή οικογένεια σε μια ταπεινή καλύβα, πάνω απ’τη μελαγχολική θάλασσα. Ο πατέρας μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα και συχνά γελούσε. Η μητέρα καθόταν σιωπηλή και έτρωγε από το κοινό μεγάλο βαθύ πιάτο. Τα έξι παιδιά, καθισμένα το ένα στριμωγμένο δίπλα στο άλλο, δεν αντιδρούσαν. Μονάχα το μικρότερο, ένα όμορφο κοριτσάκι, είχε στυλώσει το βλέμμα του στον άγνωστο επισκέπτη και δεν έτρωγε.
Για σένα ήρθα μικρή μου αδελφή. Για σένα. Ήρθα λοιπόν, να ξέρεις, ως εδώ, γιατί ήθελα να συνομιλήσω με το απροσδόκητο, με το νημερτές, το αείρροο… κάποτε θα αναζητήσεις κι εσύ το δικό σου βλέμμα αδελφή μου, θα το αναζητήσεις με πάθος… σου εύχομαι να έχεις τη φωτιά από τα ηφαίστεια της Μάνας και την ευρύτητα του Ωκεανού που θρέφει την οικογένειά σου. Εσύ είσαι όλοι οι άνθρωποι, αυτό να ξέρεις κι όταν στρέψει κάποιος το σκληρό του βλέμμα πάνω στο δικό σου Αχανές, να ξέρεις, κι αυτός εσύ είσαι … και δεν θα σκληρύνει η καρδούλα σου…
Ήταν κιόλας απόγευμα. Ο άνθρωπος με το Αχανές στο βλέμμα του, βιαζόταν. Έφτασε στα πέρατα του κόσμου, σε μια απόκρημνη κατάξερη βραχοσειρά που την είχε ψήσει ο ήλιος και κάθισε έξω από τη φωλιά ενός αετού. Υπήρχε ένας νεοσσός εκεί που τον υποδέχτηκε κουνώντας τα αδύναμα φτερά του και άνοιξε το στοματάκι του. Ελάχιστα μετά, ακούστηκε το φτερούγισμα του πατέρα του που ερχόταν να το ταΐσει. Η μάνα το είχε αφήσει μόνο του για λίγο, θα το τάιζαν εναλλάξ για καιρό ακόμα. Ο πελώριος, πανέμορφος αετός κάλυψε με τις φτερούγες του τη θέα του μικρού και από το ράμφος του κρεμόταν ένα διαμελισμένο ζωάκι. Άρχισε να το κόβει σε κομματάκια και να το χώνει στο ορθάνοιχτο στόμα του μικρού που έκρωζε τρισευτυχισμένο. Ο άγνωστος με το βλέμμα του Απείρου χαμογέλασε.
Ήρθα για σένα μικρέ μου αδελφέ. Κάποτε θα ορίζεις με το πέταγμά σου όλο το στερέωμα. Μα τώρα, δεν το ξέρεις, τώρα είσαι αναπαυμένος στις φροντίδες του βασιλιά πατέρα σου. Κι όμως, μπορείς να μ’ακούσεις. Θέλω να σου αφηγηθώ τη ζωή μου και δεν έχω πια άλλο χρόνο. Όταν θα μεγαλώσεις και το ανάπτυγμα των φτερών σου καλύψει τις φαντασιώσεις των βάρδων της νύχτας, τότε θα ακούσεις τη φωνή μου… θα με καταλάβεις, θα το αφηγηθείς κι εσύ στο στερέωμα που θα δονείται από τις ιαχές σου…
Η ημέρα τελείωνε και θλίψη γέμισε την καρδιά του ανθρώπου. Πριν επιστρέψει, έπρεπε να πάει κάπου ακόμα.
Ήταν ένα συνηθισμένο, μικρό διαμέρισμα κι ένα συνηθισμένο υπνοδωμάτιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη. Κάτωχρη, σιωπηλή, έτοιμη για το ταξίδι της. Στο προσκεφάλι της ένας άντρας καθόταν και της κρατούσε το χέρι. Είχε την ηλικία της ίσως λίγο μεγαλύτερος και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Είχε έναν απαλό, εσωτερικό λυγμό που του έφερνε μια μικρή δύσπνοια. Το οστεώδες, μικρό χέρι της γυναίκας ήταν χωμένο στο μεγαλύτερο δικό του και εκείνος το έτριβε με άπειρη τρυφερότητα ενώ που και που το έπλενε με τα δάκρυά του.
Για σένα ήρθα αδελφή μου, είπε ο άνθρωπος με το Πρώτο Βλέμμα στα μάτια του και είχε ένα παράξενο φως στο πρόσωπό του. Για σένα και τη μοναξιά που κληροδοτείς. Τη μοναξιά που κληρονόμησες κι εσύ κάποτε. Κι όμως, δεν ήρθα να σου πάρω τον πόνο γιατί δεν το έχεις ανάγκη. Ήρθα για να σου αφηγηθώ τις τελευταίες μου ενοράσεις για το Απόλυτο και να ζεστάνω την καρδιά εκείνου που σε λατρεύει και υιοθέτησε το λυγμό σου και τον ανασαίνει τώρα. Οι νύχτες του πια θα είναι απέραντες σαν τις ερήμους της Γης και ο ήλιος δεν θα ανατείλει ποτέ πια. Όμως, έχεις φροντίσει να μην αδικήσει το χρόνο που του απομένει με τον αιώνιο θρήνο για το μάταιο του βίου. Ετοίμασες ένα υπέροχο δείπνο αναμνήσεων για κείνον και να το ξέρεις, από τούτο το φαγητό, δεν θα χορτάσει ποτέ του.
Ήταν ώρα να επιστρέψει.
Αρπάχτηκε από το φεγγάρι που συνόδευε τα βήματά του, έκλεισε κάτω απ’τη μασχάλη του το μικρό σακίδιο με τα άχρονα όνειρά του, πήγε στο μικρό παρκάκι που είχε την πρώτη ανάμνηση της σάρκινης πορείας του στον κόσμο, ξάπλωσε σε ένα μοναχικό παγκάκι, έβαλε το σακίδιο κάτω απ΄το κεφάλι του και με το ομορφότερο χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποκοιμήθηκε.
Φεβρ. 2012
05.05 PM
10 σχόλια:
ταξίδι στην αμυχή του άπειρου
με απολαβή το αστάθμητο είναι
πάνω στα τρεμάμενα χέρια
Δυνατό το ταξίδι σου Νημερτή
με προεκτάσεις και συνισταμένες πολλές
φιλιά πολλά φίλε
Τελευταία παράγραφος : Όλη η Ουσία ~ μ' ένα φεγγάρι για προστάτη και τ' άχρονα όνειρά του συντροφιά, αρκέστηκε στην "πολυτέλεια" ενός σακιδίου για μαξιλάρι για να συναντήσει τον Μορφέα στο ερημικό κρεβάτι του πάγκου.
Υπέροχη η γραφή σου Νιμερτή..!!
Χαιρετίσματα σου στέλνω του Φθινοπωρινά, όμορφο Σ/Κ να περάσεις.
Το ΄χω ξαναπεί πόσο μ΄αρέσουν τα μαύρα σου. Μα επειδή, απ΄την οθόνη τα παίρνω λίγο δύσκολα, χρειάζομαι δυο και τρεις αναγνώσεις. Για να αποφασίσω να σχολιάσω μάλλον θα χρειαστώ άλλες τόσες.
Αρκεί που φτάνουν λίγοι ψίθυροι στον αναγνώστη...σωστά;
:)
αγαπημένη μου φίλη Ελένη ειλικρινά χάρηκα το πέρασμά σου εδώ και τα υπέροχα που μου έγραψες... σ'ευχαριστώ πολύ και σε φιλώ...
φθινοπωρινά σε χαιρετώ κι εγώ φίλη μου αοράτη και εύχομαι να είσαι πολύ καλά...
και νομίζω πως και μόνη η αίσθηση και το βίωμα αρκούν misoagnosti... να'σαι καλά φίλη μου...
Μπορεί κανείς να μεταδώσει μια φόρτιση, αν έχει ταξιδέψει αρχοντικά σε όλο τον κόσμο, αν έχει περάσει σε όλες τις μορφές του, και μάλιστα με βιωματική συνέπεια, και με προδιάθεση να μην υποκύψει σε κάποια φαντασίωση. Έχω ξαναμελετήσει αυτό τ ποίημα, αλλά τώρα επιβεβαιώνω τόσο την αρχοντιά του γράφοντος, όσο και την άρνησή του να υποκύψει σε αυταπάτες. Αυτό είναι για μένα και το νόημα του τέλους, που είναι κάτι παραπάνω απο σπαρακτικό, για όσους ξέρουν απο ζωή, για όσους έχουν βιώσει αληθινά την φθορά και το μάταιο της ύπαρξης, αλλά και τον αγώνα των αληθινών ανθρώπων για τους ανθρώπους τους. Θα ήθελα να σταθώ στο τέλος γιατί είναι αληθινό, γιατί πονάει, γιατί αφορά πραγματικούς ανθρώπους, γιατί βγαίνει απο τη καρδιά ενός ανθρώπου που πάντα μετά απο τις πτήσεις στους κόσμους, έχει τα κότσια να γυρνά σε αυτό το μικρό διαμέρισμα που είναι πια το κεντρο του κόσμου, σε αυτή την μικρή κάμαρα της αγάπης που ήταν πάντα όπως την γράφεις, γι αυτούς όμως που ξέρουν να αγαπούν έμπρακτα..
Με αγάπη
είναι πολύ τιμητικά όλα τούτα τα λόγια Ιωάννη μου και σ'ευχαριστώ ειλικρινά... ειδικά γι'αυτό:
"με βιωματική συνέπεια, και με προδιάθεση να μην υποκύψει σε κάποια φαντασίωση..."
γιατί δεν χωρίζει παρά μια κλωστή το μελό από την αυθεντική τρυφερότητα και το ολοκληρωμένο βίωμα από τον παραληρηματικό συναισθηματισμό... έχεις την αγάπη μου φίλε μου...
Γεμάτο πνιγμένες Λέξεις Κλειδιά. Ο πιο σοφός ή ο πιο αθώος θα μπορέσει να τις χρησιμοποιήσει.
Λιτή σήμερα.
Όταν βυθίζεσαι στο Ποτάμι κρατάς την ανάσα σου αναπόφευκτα. Αλλιώς...
Κρατώ την ανάσα μου
και στην παλάμη της Σκέψης μου σφίγγω αυτό:
"Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι."
Ο πιο σοφός ή ο πιο αθώος...
αγαπώ τις λέξεις σου Κάκια μου...
Δημοσίευση σχολίου