Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009



ΜΑΝΔΥΕΣ

 

 

Είμαστε

χορευτές από φωτιά

σ'ένα χιονισμένο σεντόνι

σαλεύουμε

αέναα απροσανατόλιστοι

ερωτικά και λάγνα

λατρεύοντας το θάνατό μας

 

Είμαστε

ροές φωτός

πλεξούδες χρόνου

αιχμάλωτοι ενός ανδρείου στρατού

από φαντάσματα ριψάσπιδων Ηρώων

και νεκροστόλιστες ιέρειες της Δόξας

 

Είμαστε

ποτάμια και χείμαρροι αιωνιότητας

που χύνονται στις θάλασσες

θνητών προσδοκιών

βλέμματα ερωτευμένων θεών

και ρυτίδες από σκόνη και θειάφι του Ηφαίστου...

 

 

Δευτέρα

Έξι ημέρες μετά...

          "Έρχομαι εδώ, κάθε απόγευμα, την ίδια περίπου ώρα, εφτά με εφτάμιση... έρχομαι γεμάτος πάντα από τις ίδιες ερωτήσεις και φεύγω πάντα χωρίς απαντήσεις. Δεν ξέρω αν μ'ακούς, δεν ξέρω αν με αντιλαμβάνεσαι καν, -στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα τι ακούς και τι αντιλαμβάνεσαι απ'όσα γίνονται γύρω σου- και ίσως να μην έχει πια και τόση σημασία. Όλες αυτές τις μέρες που άλλαξα το απογευματινό μου πρόγραμμα και το προσάρμοσα σε σένα, σκέφτομαι, σκέφτομαι διαρκώς. Να κι ένα καλό που μου έχει κάνει αυτός ο περίεργος μονόπλευρος 'διάλογος' που κάνουμε όλες αυτές τις μέρες. Με έχεις κάνει και σκέφτομαι... Δεν είναι περίεργο; Ως τα σήμερα, δεν είχα συνειδητοποιήσει μια απλή αλήθεια: Πάντα αρχίζεις να σκέφτεσαι μπροστά σε ένα θεόρατο, απροσπέλαστο τοίχο. Αν βρεις την έξοδο, το πέρασμα, σταματάς να σκέφτεσαι και τότε δρας.

            Σου έχω πει ότι είμαι αστυνομικός, έτσι δεν είναι; Ναι, στο έχω πει δεκάδες φορές, τόσες που έστω και αν δεν με ακούς, θα με έχεις σκυλοβαρεθεί. Ξέρεις, όταν ήμουν μικρός, πιτσιρικάς, 12, 13 ετών, νόμιζα πως είναι πολύ σπουδαίο πράγμα να είσαι αστυνομικός. Έβλεπα τότε συνέχεια αυτές τις Γαλλικές παλιές ταινίες με τον Αλαιν Ντελόν, ξέρεις, κι όλους αυτούς, με τις ωραίες καμπαρντίνες, τα ακριβά αυτοκίνητα και τις εξωτικές γκόμενες και σκεφτόμουνα: 'Να τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Ο λόγος μου θα έχει αξία και θα με σέβονται όλοι'. Ναι, μην σου φαίνεται αστείο, έτσι έλεγα αλλά το δυστύχημα δεν είναι ότι το έλεγα τότε αλλά ότι το λέω καμιά φορά ακόμα και τώρα!.

          Δεν σε πειράζει αν καπνίσω, ε; Ξέρεις, δεν μπορώ να μιλάω μόνος μου και να μην καπνίζω. Είναι μια ψευδαίσθηση, έτσι δε λένε, ότι το τσιγάρο σου κρατάει συντροφιά. Τέλος πάντων. Όλες αυτές τις μέρες που έρχομαι με τόσες ερωτήσεις και τις παίρνω μαζί μου όταν φεύγω, όλες αυτές τις ώρες που περνάω, εδώ, δίπλα σου, σ'αυτό το δωμάτιο με τη θέα στο Σαρωνικό -τουλάχιστον από θέα καλά σε βολέψανε, έτσι; Δεν έχεις παράπονο- όλες αυτές τις σιωπηλές μέρες που σου λέω τόσα πολλά και δεν μου λες τίποτα, κλωθογυρίζει στο μυαλό μου όχι μονάχα το τι είδες εκείνη τη φοβερή νύχτα στο εργοστάσιο, αλλά η ίδια η δουλειά σου. Ναι, μην σου κάνει περιέργεια. Έψαξα και ρώτησα όλο αυτό το καιρό για τη δουλειά αυτή. Του νυχτοφύλακα δηλαδή, που τώρα τη λένε 'σεκιούριτι'. Βρήκα ανθρώπους, συναδέλφους σου ας πούμε, σε νυχτερινές βάρδιες σε άλλα εργοστάσια ή επιχειρήσεις. Κωλοδουλειά φίλε μου. Σου βγάζω το καπέλο. Σκέτη βρομοδουλειά και από τις χειρότερες μάλιστα. Μέχρι πρόσφατα δεν είχα ιδέα και να με συγχωρείς. Νόμιζα δηλαδή ότι οι σεκιούριτι, πως τους λέτε εσείς, δεν κάνουν τίποτα. Φοράνε την στολή τους, κάνουνε το σουλάτσο τους, πίνουνε το καφεδάκι τους, διαβάζουνε και τα αθλητικά και ο μήνας έχει εννιά. Το ξαναλέω, δεν είχα ιδέα. Σκατοδουλειά και τώρα καταλαβαίνω πόση ανάγκη και κόψιμο θα πρέπει να έχει κανείς από λεφτά για να κάνει αυτή τη δουλειά. Και μάλιστα, ένας νεαρός όπως εσύ, μορφωμένος, τι μορφωμένος, μερικοί είπαν διανοούμενος, που έχει κατεβάσει δυο βιβλιοθήκες βιβλία και ξέρει και να μιλάει και να συμπεριφέρεται. Ναι, φαντάζομαι πόση ανάγκη θα πρέπει να είχες για να δεχτείς αυτή τη θέση, σ'αυτό το ερειπωμένο εργοστάσιο - φάντασμα που έχει γίνει αποικία για τις κατσαρίδες και τα ποντίκια.

          Δεν σε πειράζει που θα τσιμπήσω κάτι, ε; Είμαι από το πρωί με ένα σάντουιτς και είκοσι καφέδες. Μην απορείς που τα βγάζει πέρα το στομάχι μου με τόση καφεΐνη. Σαράβαλο είναι κι αυτό όπως κι εγώ. Απλά τους πίνω νερωμένους πια, σκέτη αηδία, μόνο και μόνο για να έχω κάτι να απασχολούμαι. Τι έλεγα πριν για τη δουλειά σου; Ε, και η δική μου δεν πάει πίσω, να το ξέρεις. Κερατοδουλειά, όπως την έλεγε και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, ναι, αυτό είναι, κερατοδουλειά.

          Πέρασε η ώρα, πρέπει να σ'αφήσω παλικάρι μου. Σαν να ίσιωσε λιγάκι το χρώμα σου σήμερα, ή φταίει το δειλινό; Τι να πω, καληνύχτα θα σου πω και αύριο πάλι."

 

 

Τετάρτη

Οκτώ ημέρες μετά

          "Λοιπόν, φίλε μου, ξέρεις, σήμερα είχα πάει μια βόλτα από το εργοστάσιο. Τώρα θα μου πεις, τι πήγα να κάνω εκεί πέρα; Ε, τα'παμε, διαστροφή του επαγγέλματος. Μου χάλασε η διάθεση όμως, αλήθεια στο λέω. Σκέφτομαι τόσες μέρες τώρα πως για να μπορέσει εκείνο που συνέβη εκείνο το βράδυ, εκείνο που είδες να συμβαίνει να σου κάνει όλη τούτη τη ζημιά, ώστε να μην βγάζεις μιλιά, να τρως με δυσκολία και να κάθεσαι με τις ώρες να αγναντεύεις τις βάρκες και τα καράβια στο Σαρωνικό, λέω δηλαδή, πως θα πρέπει, ό,τι κι αν ήταν αυτό, να ήταν τρομερό, τι λέω, απίστευτο θα πρέπει να ήταν, να μην μπόρεσε να το χωρέσει ο νους σου, να μην άντεξε το μυαλό σου, να αρνήθηκαν τα μάτια σου πως είναι αλήθεια. Εμείς, πάλι, στην αστυνομία, ξέρεις, μαθαίνουμε να δουλεύουμε αλλιώς, πως να στο εξηγήσω, να, πως για κάθε τι που γίνεται, κάτι άλλο έχει προηγηθεί. Δεν είμαι και φιλόσοφος για να στο βάλω σε μια θεωρία, εσύ που διαβάζεις τόσα πολλά θα μπορούσες να το κάνεις. Πως δηλαδή, δεν γεννιέται κάτι από το μηδέν, κατάλαβες; Πως τίποτα δεν ξεπηδάει από το κενό, από το χάος, πως αν βρω το μαχαίρι του φόνου θα βρω και το χέρι που το κρατούσε, κατάλαβες; Το μαχαίρι δε θα σηκωθεί ποτέ από μόνο του να πάει να κάνει το κακό, το χέρι χρειάζομαι, γιατί το χέρι θα με πάει στο μυαλό που το έσπρωξε. Απλά πράγματα, θα πεις. Στη πράξη όμως, καμιά φορά, ως και τα πιο απλά αναιρούνται. Και πρέπει πάλι να ξεκινάς από το μηδέν... Μακάρι να ήξερα με σένα ποιο είναι το μηδέν.

          Σου είπα για το εργοστάσιο ή με έπιασε πάλι η φλυαρία και το ξέχασα; Ε, λοιπόν, σε λίγες μέρες, λέει δε θα υπάρχει ούτε εργοστάσιο ούτε πέτρα όρθια από αυτό το θηρίο. Θα μπουν μπουλντόζες και εργάτες και θα το κάνουν ρημαδιό. Ο νέος ιδιοκτήτης, έμαθα, βιάζεται, δεν μπορεί να περιμένει άλλο και βάζει μπρος. Και δεν έχει κι άδικο, εδώ που τα λέμε. Σαν στοιχειωμένος πύργος είναι αυτό το πράγμα, σε πιάνει η ψυχή σου όταν ζυγώνεις. Δεν στο κρύβω φίλε μου, δέκα λεπτά έμεινα εκεί μέσα και ήταν και ντάλα μεσημέρι αλλά όταν έφυγα ρουφούσα τον αέρα λες και είχα βγει από τον βουλιαγμένο Τιτανικό! Πήγα σε ένα παγκάκι πιο κει και έκατσα να ηρεμήσω. Σκεφτόμουνα πως τόσους μήνες -έξι;- ήσουνα εκεί, σχεδόν κάθε βράδυ, οχτώ ώρες, μόνος σου και με έπιασε κρύος ιδρώτας.

          Λέω να πηγαίνω. Έχει τα γενέθλιά του ο μικρός μου γιος και, καταλαβαίνεις. Θα'ρθω πάλι αύριο. Θα πιάσω και τη γιατρίνα σου να μάθω νέα. Καληνύχτα αγόρι μου..."

 

 

Είμαστε

κουρασμένοι πολεμιστές

από αναρίθμητες μάχες

νανουριζόμαστε από σπαραγμούς αρρώστων

στο χνώτο μας κουρνιάζει ο θάνατος

 

Είμαστε

φρενιασμένα όνειρα στην καταιγίδα

περάσαμε από τις Πύλες της Γέννησης

και απλωνόμαστε ράθυμα

στον ανοιξιάτικο κάμπο του σύμπαντος

 

Είμαστε

μολυσμένα απόβλητα του φόβου μας

περήφανοι κάποτε βαδίζαμε

σε Σκαμάνδρια πεδία και Πύλες Λεόντων

μα τα ίχνη μας χάθηκαν για πάντα

στις χώρες των Φαιάκων

και σε νησιά βλάσφημων, πόρνων, μαγισσών...

 

 

Πέμπτη

Εννιά ημέρες μετά

          "Λοιπόν σήμερα σου φέρνω μάλλον ευχάριστα νέα. Λίγο πριν μιλούσα με τη γιατρίνα σου -θα πρέπει να παραδεχθείς ότι έχουν πολύ ωραίες γιατρίνες και νοσοκόμες εδώ μέσα-. Μου τα είπε όπως έχουν τα πράγματα. Η λέξη κλειδί, μου είπε, είναι 'σταθερότητα' και το τόνισε μέσα από τα γυαλάκια της λες και μου έλεγε τα μυστικά της CΙΑ! Νομίζω πως σε συμπαθεί όμως. Και το προσωπικό σε συμπαθεί. Είσαι ήσυχος και δεν ενοχλείς κανένα, γιατί να μη σε συμπαθούν; Η γιατρίνα το είπε όμως: Όσο είσαι σ'αυτή τη κατάσταση να μην περιμένω τίποτε περισσότερο. Ούτε κρύο ούτε ζέστη δηλαδή. Ε, αυτό εγώ το λέω καλά νέα. Το'λεγε κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, αφού δεν πάμε χάλια, καλά πάμε.

          Το πρωί έπρεπε να σε είχα από μια μεριά στην Υπηρεσία. Ήρθε και μου κόλλησε πάλι εκείνο το καθίκι ο Αστυνόμος, τι δουλειά έχω λέει να έρχομαι κάθε μέρα στο νοσοκομείο αφού το θέμα δεν έχει να κάνει με την Υπηρεσία. Και τι στο διάβολο τον νοιάζει εκείνον; Μου λες; Με το ζόρι κρατήθηκα να μην τον πιάσω απ'το γιακά. Ο φάκελός σου λέει, έκλεισε, να πάει στον Αγύριστο πήγα να του πω αλλά κρατήθηκα. Τέλος πάντων, μην σε νοιάζουν εσένα όλα αυτά. Ούτε και μένα θα πρέπει να νοιάζουν. Γιατί πως να εξηγήσω στον κο Αρχιμαλάκα Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων ότι αυτό που με κάνει και έρχομαι κάθε μέρα σ'αυτό το δωμάτιο δεν έχει να κάνει μόνο με την δουλειά; Πως έχει να κάνει με σένα; Και με μένα; Πως μου κάνει καλό όλο αυτό που βλέπω να γίνεται μέσα μου και πως έχω αναπτύξει μια σχέση μαζί σου τόσο ιδιαίτερη που όλα τα άλλα έρχονται μετά; Να σου πω την αλήθεια, και η γυναίκα μου με ρώτησε το ίδιο πράγμα. Τι σόι δουλειά έχω κι έρχομαι τόσο συχνά και σε βλέπω αφού δεν βγάζεις κουβέντα και μονάχα ατενίζεις το πέλαγος και, που και που, σαν να βλέπω κάποια δάκρυα να μουσκεύουν τα μάγουλά σου, εκτός κι αν πέφτω έξω. Ξέρεις τι της απάντησα; Είναι γιατί όταν είμαι εδώ, μαζί σου, πως να το εξηγήσω, αισθάνομαι ελεύθερος, αληθινός, αισθάνομαι ότι... μην γελάσεις, αισθάνομαι ότι υπάρχω! Δεν είναι σπουδαίο;

          Α, δεν σου'πα, σήμερα με πήρε τηλέφωνο και ο Μάκης, ο συνάδελφός σου που σε βρήκε εκείνο το πρωί γονατιστό και αναίσθητο να κοιτάζεις το κενό, στο εργοστάσιο. Ενδιαφέρεται πολύ για σένα και μου είπε πως σύντομα θα έρθει να σε δει. Μην τον αδικείς που ως τώρα δεν το'κανε, δεν φταίει. Τα χρειάστηκε εκείνο το πρωί, τα'κανε πάνω του, ακόμη βλέπει εφιάλτες μου είπε και τον πίστεψα. Και στο μυαλό μου ήρθε πάλι όλη η σκηνή όπως μου την περιέγραψε και δεν σου κρύβω πως και γω θα τα χρειαζόμουν. Πρώτα πρώτα, τρόμαξε όταν μπήκε στο δωματιάκι σας και αντί να τον υποδεχθείς όπως πάντα με το χαμόγελο, δεν ήσουν πουθενά! Πάνω στο γραφειάκι σου υπήρχε το βιβλίο που διάβαζες, ανοιχτό, ο καφές σου μισοτελειωμένος, η τσάντα σου απείραχτη στο πλάι, αλλά εσύ πουθενά! Σκέφτηκε το παλικάρι πως θα ήσουν στην τουαλέτα αλλά ούτε εκεί ήσουν. Φώναξε μια δυο φορές αλλά δεν απαντούσες. Εκεί άρχισε να ανησυχεί κάπως. Μετά σκέφτηκε πως θα έκανες κάποια καθυστερημένη βόλτα στους ορόφους μα εκεί που πάγωσε ήταν όταν έριξε μια ματιά στα μόνιτορ. Στο πρώτο, που φαίνεται η κεντρική πύλη, όλα καλά. Στο δεύτερο που φαίνεται η πίσω πύλη, με τη μεγάλη ράμπα, αυτή που μπαινοβγαίναν κάποτε τα φορτηγά, όταν το εργοστάσιο ήταν στις δόξες του, κι εκεί, όλα εντάξει. Στο τρίτο που φαίνεται ο πρώτος όροφος, τίποτα. Αλλά στο τέταρτο, σ'αυτό που φαίνεται ο δεύτερος, ο καταραμένος όροφος... Είδε στην αρχή μια θολή φιγούρα, παλιάς τεχνολογίας τα μόνιτορ βλέπεις, μια φιγούρα ακίνητη, στη μέση του απέραντου, άδειου πια χώρου και έβγαλε μια κραυγή ο φουκαράς! Η καρδιά του πήγε να σπάσει, ούτε κατάλαβε πως είσαι εσύ. Υστέρα, πήρε το ρόπαλο που έχετε κρυμμένο στο συρτάρι, φρόντισε να συνεφέρει τον εαυτό του και έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Από κοντά το θέαμα ήταν ακόμη πιο αλλόκοτο, μου είπε το παιδί. Το πρώτο που έκανε τη καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο ήταν ότι ήσουν... γυμνός. Ολόγυμνος! Σε πλησίασε πολύ προσεκτικά -και πολύ καλά έκανε βέβαια. Με κάθε του βήμα έριχνε και μια ματιά γύρω. Δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο εσύ. Εσύ, στα γόνατα, στητός, με τη πλάτη ολόισια και τα χέρια σου σφιγμένα σε γροθιές και κολλημένα στους γοφούς σου, το βλέμμα σου άδειο, να κοιτάζει στο ταβάνι, στο πουθενά δηλαδή, χλομός, κάτασπρος σαν το πανί... Χριστέ και Παναγία! Μόνο που δεν έπαθε έμφραγμα ο άνθρωπος. Σου μίλησε, δεν άκουγες, σε σκούντησε, δεν καταλάβαινες τίποτα. Προσπάθησε, με όσο κουράγιο είχε, να σε σηκώσει, να σε συνεφέρει, να σε μετακινήσει, τίποτα! Λες και κάποιος σε είχε κολλήσει στο πάτωμα, λες και σε είχαν βιδώσει! Και αυτό το άδειο βλέμμα σου, ένα βλέμμα ανθρώπου που δεν είναι από αυτό το κόσμο, που λογιάζεται περισσότερο για νεκρός παρά για ζωντανός, αυτό ήταν που τον κοψοχόλιασε και άρχισε να βάζει τις φωνές. Ύστερα, συνήλθε, πήρε το 166 και όλα πήραν τον δρόμο τους. Αν και, στο'χω πει κιόλας, οι νοσοκόμοι, δυο γομάρια ίσαμε κι απάνω, μισή ώρα παλεύανε να σε ξεκολλήσουνε από το πάτωμα! Τέλος πάντων, τα έχω πει τόσες φορές όλα αυτά... Μακάρι να είχες κάτι να μου πεις αντί να'σαι συνέχεια στυλωμένος στη θάλασσα... δεν πειράζει, ας είναι κι έτσι.

          Θα φύγω τώρα. Είναι η ώρα μου. Αύριο δε θα'ρθω. Φορτίστηκα απόψε και θέλω να σκεφτώ. Μεθαύριο πάλι."

 

 

Σάββατο

Έντεκα ημέρες μετά

          "Να'μαι πάλι. Απόψε σου έφερα μερικά σοκολατάκια, δεν ξέρω αν σου αρέσουν αλλά, να, έτσι, για το καλό. Η Χριστίνα, η παχουλή νοσοκόμα με το αστείο μουτράκι, μου είπε ότι τρως τα πάντα. Πολύ καλό είναι αυτό φίλε. Μπορεί να μη βγάζεις μιλιά ακόμα από το στόμα σου, δεν ξέχασες όμως τι θα πει να απολαμβάνεις ένα καλό γεύμα ή ένα ωραίο γλύκισμα, έτσι; Κι εγώ λέω να κάνω ένα τσιγαράκι γιατί απόψε έχω να σου πω πολλά. Εσύ μπορείς να θαυμάζεις την θάλασσα, όπως πάντα, κανένα πρόβλημα. Το συνήθισα πια.

          Αυτές τις δυο μέρες που δεν ήρθα, έκανα δουλειές ξέρεις. Εργαζόμουν. Για την υπόθεσή μας εννοώ. Είπα να πάρω δηλαδή τα πράγματα από την αρχή. Πάντα βοηθά να παίρνεις τα πράγματα από την αρχή. Ακόμα και στις πιο απλές καταστάσεις, το μυαλό καθαρίζει, οι απαντήσεις έρχονται πιο εύκολα. Έχουμε και λέμε λοιπόν: -συγνώμη αν θα ακούσεις τα ίδια και τα ίδια, αλλά όπως έλεγε και ο θείος μου που είχε φιλοσοφήσει τη ζωή, ο γάμος και η Γραφή σ'αυτό μοιάζουνε: είναι τα ίδια και τα ίδια.

          Λοιπόν, έχουμε έναν νεαρό, 25 ετών, γεννημένο στον Πειραιά και που ονομάζεται Λέανδρος Μ. Ο άνθρωπος αυτός, έφαγε κάποια δυνατά χαστούκια από τη κωλοζωή, έμεινε ορφανός από πατέρα και μητέρα στα 22 του και βρέθηκε να σπουδάζει Θεολογία και να εργάζεται τα βράδια, από δω κι από κει για να τα βγάζει πέρα. Έχει κι έναν αδερφό που ζει στην Αμερική από χρόνια και που και που τον ενισχύει οικονομικά. Στην ουσία ζει ολομόναχος, τον αδερφό του τον βλέπει σπάνια, ενώ μια θεία του και κάτι ξαδέρφια του είναι σαν να μην υπάρχουν. Από τα λίγα που γνωρίζουμε, ο αξιόλογος αυτός νέος που ανεβαίνει αυτό το Γολγοθά κουβαλώντας το σταυρό του ζει σεμνά και ήσυχα. Το πρωί στη Σχολή του και δυο, τρία βράδια τη βδομάδα, στις φυλάξεις, όπου τον στέλνει η εταιρεία. Τους τελευταίους τρεις μήνες, περίπου, τρία βράδια τη βδομάδα, καμιά φορά και περισσότερα, κάνει νυχτερινή βάρδια σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο που πρόκειται σύντομα να πουληθεί. Είναι μόνος του σ'αυτή τη βάρδια, ολομόναχος. Μια και ο νόμος δεν επιτρέπει στους σεκιούριτι να οπλοφορούν, μοναδικό του όπλο έχει ένα πλαστικό ρόπαλο και ένα... φακό! Λοιπόν, πιάνει δουλειά στις 10 και κάθε μια ώρα πρέπει να κάνει μια βόλτα σε όλο το εργοστάσιο και σε όλο το οικόπεδο, γύρω από το κτίριο για να τσεκάρει αν όλα είναι εντάξει. Στην ουσία είναι απροστάτευτος, οποιοσδήποτε κάνει κέφι, σαλτάρει και με ένα μαχαίρι ή ένα πιστόλι... τέλος πάντων, αυτά είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

          Αφού ολοκληρώσει τη βόλτα του, επιστρέφει στο δωματιάκι του και την αράζει στο γραφείο. Μπροστά του έχει και τέσσερα μόνιτορ. Το πρώτο αντιστοιχεί στη κάμερα που είναι στην κεντρική πύλη, το δεύτερο στην κάμερα που δείχνει την πίσω ράμπα, το τρίτο αντιστοιχεί σ'αυτήν που δείχνει το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου ορόφου και το τελευταίο σ'αυτήν που δείχνει το δεύτερο όροφο.

          Κάθεται λοιπόν ο Λέανδρος στην θεσούλα του, ανοίγει το βιβλίο του και προσπαθεί να αξιοποιήσει το 'νεκρό' αυτό χρόνο μέχρι να ξανακάνει τη βόλτα του, ρίχνοντας βέβαια ματιές και στα μόνιτορ. Υπάρχει και ένα σαραβαλιασμένο ραδιοφωνάκι αλλά ο Λέανδρος δεν το χρησιμοποιεί σχεδόν ποτέ. Δεν ξέρω γιατί αλλά, αν ρωτήσεις εμένα, νομίζω πως δεν θέλει τίποτα να του αποσπά την προσοχή. Μου φαίνεται πως τον μελαγχολεί να ακούει νυχτερινούς σταθμούς, τονίζουν ακόμη περισσότερο τη μοναξιά του. Αλλά, είπαμε, έχει βιβλία, σπουδάζει, θέλει να γίνει θεολόγος, και πολύ καλός μάλιστα.   

          Κι ερχόμαστε στην μοιραία νύχτα. Σε κούρασα; Δεν αργώ.

          Τι έγινε αλήθεια εκείνη τη νύχτα; Ας τα δούμε όλα όπως θα πρέπει να έγιναν. -Μακάρι να με διόρθωνες όπου τα κάνω θάλασσα. Ο Λέανδρος, συνεπέστατος, όπως πάντα, Τρίτη βράδυ, δέκα παρά δέκα βρίσκεται στο πόστο του και ετοιμάζεται να παραλάβει από τον Στέλιο που είχε την απογευματινή βάρδια, 2-10. Ο Στέλιος, 20 χρόνων, που ετοιμάζεται να πάει φαντάρος και μαζεύει χαρτζιλίκι και εμπειρίες για τις βάρδιες της θητείας, όπως λέει, δεν παρατηρεί τίποτε παράξενο στον Λέανδρο ούτε εκείνη τη νύχτα. Όλοι συμφωνούν πως ο Λέανδρος, έτσι κι αλλιώς, δεν μιλάει πάρα πολύ. Είναι ευγενής, λιγομίλητος και τυπικός. Πράγματα που τον κάνουν μυστηριώδη αλλά και συμπαθή σε όλους. Η σύντομη διαδικασία παράδοσης-παραλαβής δεν είχε ούτε εκείνο το βράδυ τίποτε το απρόβλεπτο. Ο Λέανδρος έβαλε στην άκρη τα πράγματά του, υπέγραψε στο βιβλίο και αποχαιρέτησε τον Στέλιο. Ύστερα, κλείδωσε την συρόμενη πόρτα της πύλης και επέστρεψε στο δωμάτιό του. Ήταν έτοιμος κιόλας για την πρώτη βόλτα της βραδιάς... Μου φαίνεται πως θα κάνω κι άλλο τσιγάρο. Ελπίζω να μην μας τσακώσει καμιά νοσοκόμα γιατί τις προάλλες μου'βαλαν χέρι ότι ντουμανιάζω το δωμάτιο του ασθενούς και τα τοιαύτα.

          Κάνω ένα χρονικό άλμα και πω στις οχτώ το πρωί της Τετάρτης. Έχει έρθει ο επόμενος, ο Μάκης, να παραλάβει από τον Λέανδρο. Η εξωτερική συρόμενη πόρτα είναι κλειδωμένη, πράγμα που παραξενεύει τον Μάκη, γιατί ο Λέανδρος θα έπρεπε, όπως πάντα, να την έχει ανοίξει. Ο Μάκης χτυπάει το κουδούνι, βάζει και μερικές φωνές αλλά τίποτα. Το εσωτερικό δωματιάκι απέχει μόλις δέκα μέτρα από την κεντρική είσοδο του εργοστασίου, και η παραμικρή φασαρία γίνεται αντιληπτή. Στις φωνές του Μάκη όμως δεν απαντάει κανείς. Ο Μάκης αρχίζει να ανησυχεί. Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αναγκάζεται να σκαρφαλώσει στην πόρτα και να σαλτάρει στο εσωτερικό, κίνηση κωμικοτραγική αν σκεφτεί κανείς το επάγγελμά του. Τρέχει στο δωμάτιο, ψάχνει για τον Λέανδρο, φωνάζει, τίποτα. Ύστερα κοιτάζει τα μόνιτορ και παγώνει το αίμα στις φλέβες του. Και μετά ανεβαίνει πάνω και βρίσκει τον συνάδελφό του γυμνό και στην αλλόκοτη στάση που τόσες φορές σου έχω αφηγηθεί.

          Ύστερα; Τι έγινε ύστερα; Δεν σε πειράζει να σου φάω ένα από τα σοκολατάκια ε; Λένε ότι η γλυκόζη βοηθάει στη σκέψη. Τρίχες αλλά αυτό συμφέρει όταν είσαι γλυκατζής!

          Τι έγινε λοιπόν μετά; Ψύχραιμος ο Μάκης, λειτούργησε όπως έπρεπε έστω κι αν τα είχε κάνει πάνω του, τρόπος του λέγειν βέβαια. Τηλεφώνησε στο 166 και μετά από δέκα λεπτά δυο γεροδεμένοι νοσοκόμοι πάλευαν να ξεκολλήσουν τον Λέανδρο από την περίεργη αυτή στάση του. Λοιπόν, ξέρεις, χτες ξαναδιάβαζα τις καταθέσεις που έδωσαν στην Αστυνομία. Έχουν ενδιαφέρον αν και ήταν και οι δυο τους πολύ συνοπτικοί. Ο ένας απ'αυτούς, σαράντα χρονών, 15 χρόνια στην υπηρεσία του, είπε πως δεν είχε ξανατύχει σε ανάλογο φαινόμενο. Στην αρχή πίστεψε ότι ο Λέανδρος είχε πεθάνει και είχε πάθει νεκρική ακαμψία. Έτσι είπε. Αλλά ο Λέανδρος δεν είχε πεθάνει. Δεν μπορούσε να δώσει καμιά εξήγηση για το συμβάν, απλά είπε πως ο νεαρός μύριζε περίεργα, ναι, αυτό ακριβώς λέει η κατάθεσή του αλλά τίποτε άλλο. Και ο μικρότερος νοσοκόμος τα ίδια είπε, σαν καρμπόν. Μόχθησαν αρκετά για να τον σηκώσουν, να  βάλουν στο φορείο και να τον μεταφέρουν στο ασθενοφόρο.

          Μάλιστα. Με αδρές γραμμές που λένε, έτσι έχουν τα πράγματα φίλε μου. Όμως, ποτέ τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, συμφωνείς; Σίγουρα συμφωνείς. Γι'αυτό κι εγώ αποφάσισα χτες το βράδυ να επισκεφτώ τον ένα από τους δυο νοσοκόμους και απορώ με τον εαυτό μου που άργησα τόσο πολύ να το κάνω. Γιατί έβγαλα λαγό, που λένε. Δεν το φανταζόμουν αλλά έβγαλα λαγό. Θα στα πω όμως σύντομα γιατί σε λίγο πρέπει να πάρεις τα φάρμακά σου και να ξαπλώσεις. Για να πω την αλήθεια, έχω κουραστεί κι εγώ λιγάκι.

          Δεν ξέρω αν σου αρέσουν οι λεπτομέρειες -και τώρα μου'ρχεται στο μυαλό η φωνή ενός παλιού καθηγητή στη Σχολή, 'οι λεπτομέρειες κύριοι, αυτό είναι το κλειδί, εκεί που οι άλλοι προσπερνούν αδιάφοροι, ο καλός αστυνομικός στέκεται. Μην το ξεχνάτε ποτέ, οι λεπτομέρειες!...', καλή του ώρα όπου κι αν είναι, συνέχεια αυτό έλεγε. Λοιπόν, το όνομα του ανθρώπου αυτού είναι Μιχάλης Κ. και μένει σε ένα διαμερισματάκι στο Περιστέρι με τη γυναίκα του και τη κόρη τους. Αιφνιδιάστηκε που με είδε, μπορώ να σου πω ότι φοβήθηκε. Του εξήγησα ότι ερευνώ ανεπίσημα γιατί είσαι οικογενειακός φίλος και τα σχετικά αλλά δεν έδειξε να χαλαρώνει. Ήθελε να με ξαποστείλει με δυο κουβέντες αλλά δεν είμαι από τους τύπους που ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα. Θαρρώ θα το έχεις καταλάβει κιόλας, σωστά;

          Ο κ.Μιχάλης λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια μεταφορέας και οδηγός στα ασθενοφόρα, μου σέρβιρε στην αρχή τα ίδια που κατέθεσε και στην ασφάλεια. Ύστερα από λίγο όμως κι όταν του είπα πως υπήρχαν 'πολλά κενά' στην κατάθεσή του -τρίχες κατσαρές- και έπρεπε να γίνει πιο σαφής σε μένα αν δεν ήθελε να ταράξω την ωραία και γαλήνια οικογενειακή του ευτυχία, μου είπε και τα υπόλοιπα. Ποια είναι αυτά;

          Πόσο σου είπα ότι έκανε το ασθενοφόρο να έρθει από την ώρα που τηλεφώνησε ο Μάκης; Δέκα λεπτά; Ε, στην διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο, τα δέκα λεπτά ξαφνικά, έγιναν είκοσι. Ο Μιχάλης καθόταν δίπλα σου και είχε αναλάβει να οδηγεί ο άλλος, ο νεότερος. Ο Μιχάλης λοιπόν σε παρατηρούσε προσεκτικά. Τα χέρια σου ήταν σφιγμένα ακόμη από την 'ακαμψία'. Προσπάθησε να στα ανοίξει αλλά μάταια. Σου είχε βάλει τον ορό και σε είχε σκεπάσει με ένα σεντόνι γιατί τα ρούχα σου δεν βρέθηκαν όσο κι αν έψαξαν οι δυο νοσοκόμοι και ο Μάκης!

          Αλήθεια, τι τα έκανες τα ρούχα σου Λέανδρε;

          Που τα πήγες; Τα έθαψες; Τα έκαψες ή κάποιος τα βρήκε και τα έχει; Τέλος πάντων, θα δούμε τι θα γίνει με αυτό. Που είχα μείνει; Α, ναι, στο ασθενοφόρο και τον φίλο μας τον Μιχαλάκη.

          Σε όλη τη διαδρομή λέει ήσουνα στην ίδια φάση όπως σε βρήκε ο Μάκης. Κάποια στιγμή όμως, ο Μιχάλης ένιωσε κάτι να του σφίγγει το μπράτσο και μόνο που δεν έβαλε τις φωνές. Είχε αφαιρεθεί βλέπεις, δεν σε παρακολουθούσε εκείνη την ώρα. Γύρισε το κεφάλι του και τι είδε; Εσένα να έχεις καρφώσει το βλέμμα σου πάνω του και να του ψιθυρίζεις κάτι. Δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα όμως. Η φασαρία από τη μηχανή τα σκέπαζε όλα. Πλησίασε το αυτί του στο στόμα σου αλλά, πάλι δεν έβγαζε άκρη. Κάτι περίεργα του έλεγες, κάτι ακαταλαβίστικα. Ύστερα, έκανε σήμα και ο οδηγός ακινητοποίησε το ασθενοφόρο. Κι αυτή ήταν η καλύτερη κίνηση που έκανε εκείνη τη μέρα ο φίλος μας ο Μιχάλης. Αφού το αυτοκίνητο έκανε δεξιά, κι έσβησε η μηχανή πλησίασε το αυτί του και προσπάθησε να ακούσει.

          Και άκουσε, ξέρεις. Μονάχα που αυτά που άκουσε δεν τα είπε στην αστυνομία, για να μην τον πάρουνε λέει, για τρελό, ή για φαντασμένο. Φοβήθηκε, ίσως να μην έδωσε σημασία. Λοιπόν, ξέρεις τι έκανα χτες; Τον έβαλα και έκατσε και μου τα έγραψε όλα αυτά που του έλεγες πάνω στο 'παραλήρημά' σου -σωστά δεν το είπα;- σε ένα χαρτί. Και τα θυμόταν όλα ε; Χαρτί και καλαμάρι, νερό που λέγανε και στο χωριό μου, τα έγραψε όλα ο Μιχάλης. Αφού τελείωσε το γράψιμο, τον ρώτησα αν θυμόταν και τίποτε άλλο. Δε θυμόταν. Μετά από το ξαφνικό αυτό 'διάλειμμα', έπεσες πάλι στο κενό ή τέλος πάντων όπου είσαι όλο τούτο το καιρό, ένας θεός ξέρει. Πήρα το χαρτί, τον ευχαρίστησα και έφυγα.

          Και το χαρτί το έχω εδώ, να'το. Το έφερα για να το δεις, να το αγγίξεις... Θα στο άφηνα φίλε μου, αλλά δεν εμπιστεύομαι τις νοσοκόμες. Μπορεί να το βρουν και να στο πετάξουν. Άσε, θα το πάρω και θα ξανάρθω να στο διαβάσω τη Δευτέρα. Με πήρε η ώρα σήμερα. Δεν μπορείς να πεις τίποτα όμως, έτσι; Ο φίλος σου έκανε καλή δουλειά. Τέλος πάντων. Σε καληνυχτώ φίλε μου, κοίτα να προσέχεις..."

 

 

Είμαστε

μανδύες από φως και σκοτάδι

κρύβουμε καλά το κλεμμένο όραμά μας

κρύβουμε καλά τις πληγές που αιμορραγούν

και μας σκοτώνουν

 

Είμαστε

ολομέταξοι χιτώνες

που βάφτηκαν στο αίμα αθώων

η ιστορία μάς ατενίζει θριαμβικά

υποκλίνονται οι αιώνες μπροστά μας

ο φόβος που μας τρώει τα σωθικά

έγινε το παιδί που κρατάμε απ'το χέρι

 

Είμαστε

πληγωμένοι εραστές που αρνήθηκαν

ένα γενναίο όχι

για να ζουν δυστυχισμένοι

σ'ένα κίβδηλο ναι...

 

 

Δευτέρα

Δέκα τρεις ημέρες μετά...

                      " 'Ο μανδύας...ο μανδύας που κρύβει το πρόσωπο... Σήκωσε το μανδύα για να με δεις... Έχω το μαχαίρι... κρατώ το μαχαίρι... εκείνοι θέλουν έτσι να γίνει... θα ρεύσει το αίμα, θα παγώσει στο βωμό... κάτω από το μανδύα είμαι εγώ, σήκωσε το μανδύα πριν τον σφάξω! Κοίταξέ με! Εγώ τον θυσιάζω! Πρέπει να τον σταματήσω...Το αίμα, το αίμα! Πρέπει να προλάβω...το αίμα!'

            Θες να στα ξαναδιαβάσω; Αυτό ήταν. Βγάζεις άκρη; Εγώ, τι να σου πω... Λέανδρε, αγόρι μου, που είχες μπλέξει; Να σου πω την αλήθεια, χθες, όλη τη μέρα χθες, αυτά σκεφτόμουν. Κάπου είχε μπλέξει ο Λέανδρος, έλεγα και ξανάλεγα, κάποιοι τον είχαν παρασύρει σε κάποια κωλοαίρεση από αυτές που είναι της μόδας και, να'τα τα αποτελέσματα. Μανδύες, μαχαίρια και θυσίες! Από την άλλη πάλι, μήπως όλο αυτό ήταν ένα όνειρο; Πήρα που λες ένα φίλο μου ψυχολόγο -γιατί εδώ μέσα δε βγάζει και κανείς τους μιλιά- και τον ρώτησα. Γίνεται, του είπα, γίνεται να δει κανείς ένα όνειρο τόσο ζωντανό που να νομίζει πως είναι αληθινό; Γίνεται, τον ξαναρώτησα, να βλέπεις ένα όνειρο και... πως να το πω, να είναι τόσο αληθινό, τόσο πραγματικό που να... να μπεις μέσα σ'αυτό, ή εκείνο να μπει μέσα σ'εσένα; Και να συμμετέχεις σε όσα γίνονται στο όνειρο με το σώμα σου; Ή ακόμα και με το μυαλό σου, ή έστω με ένα μέρος του μυαλού σου; Δηλαδή, μπορούν αυτά να γίνουν; Και ξέρεις τι μου είπε ο αθεόφοβος; Γίνεται! Είναι γνωστά πράγματα αυτά, μου είπε, μονάχα που είναι 'εξαιρετικώς σπάνια'! Έχουν καταγραφεί δηλαδή, τα βρίσκεις άμα ψάξεις σε βιβλία επιστημονικά αλλά πιο πολύ σε άλλα βιβλία, που οι επιστήμονες δεν τα πολυπαραδέχονται ακόμα. Βιβλία 'Παραψυχολογίας' και τα τοιαύτα. Ο φιλαράκος μου ο ψυχολόγος μου είπε πως οι αποκρυφιστές ασχολούνται με αυτά τα πράγματα. Η επιστήμη ακόμη είναι επιφυλακτική. Τρίβει το πηγούνι της και ξεφυσάει δηλαδή. Κι εγώ Λέανδρε, νομίζω πως εκείνο το φοβερό βράδυ αγόρι μου, κάτι τέτοιο έγινε. Να, δηλαδή, ήσουν κουρασμένος, τι κουρασμένος, πτώμα ήσουν. Όλο αυτό το καιρό το πρωί Πανεπιστήμιο-δουλειά το βράδυ, το πρωί σχολή-βάρδιες το βράδυ, ε, εξοντώθηκες, τι να σου κάνει; Εκείνο το βράδυ λοιπόν, κάποια στιγμή, σου βγήκε η κούραση, εκεί στο καρεκλάκι που είχες αράξει και καθώς είχες κολλήσει το βλέμμα σου στις οθόνες, έγινε το σκηνικό. Ποιο σκηνικό;

          Ε, τώρα, έτσι και με άκουγε ο διοικητής θα μου έκλεινε κι εμένα δωμάτιο εδώ παραδίπλα σου να σε βλέπω και όποτε θέλω. Τέλος πάντων, εγώ θα το πω. Είδες κάποιο όνειρο, μα ήταν τόσο ζωντανό, τόσο αλλόκοτο, τόσο περίεργο... είχε σχέση με αυτό που είπες στο φουκαρά το Μιχάλη και του γύρισαν τα άντερα! Κάτι είδες με κάποιον που θυσιαζόταν, τον είχαν έτοιμο να τον θυσιάσουν, κι όλα αυτά... ναι, όλα αυτά ήταν σα να τα έβλεπες μέσα από το μόνιτορ! Άγιε μου Γεράσιμε! Αυτό ήταν! Τα έβλεπες όλα σαν να έβλεπες μια ταινία τρόμου στη τηλεόραση μόνο που νόμιζες πως ήταν αληθινά, πως συνέβαιναν πραγματικά! Κάποιος με ένα μανδύα που ήταν έτοιμος να κατεβάσει το μαχαίρι σε κάποιο φουκαρά πάνω σε ένα βωμό και... και σου σάλεψε! Έτρεξες σαν αφηνιασμένος -μέσα στο όνειρο, σαν υπνοβάτης να πούμε-, έτρεξες σαν αλαφιασμένο άλογο για να τον προλάβεις, να'το, το γράφεις καθαρά αγόρι μου 'πρέπει να το σταματήσω, πρέπει να προλάβω' ...τι να σταματήσεις; Τι να προλάβεις; Μα το φονικό! Τη θυσία! Μάνα του Χριστού και όλοι οι Απόστολοι! Τώρα όλα είναι καθαρά, πεντακάθαρα!

          Ναι, αλλά όταν έφτασες εκεί πάνω, με το φακό στο χέρι, μέσα στο μισοσκόταδο, τι είδες; Τι στο δαίμονα είδες εκεί; Σκατά! Γιατί σε βρήκε ο Μάκης γυμνό, γονατισμένο στο δάπεδο και με το βλέμμα στυλωμένο ψηλά, στο πουθενά; Βοήθησέ με παιδί μου, μίλα! Για μια φορά και μοναδική, μίλα μου!

          ...Ήρθε η νοσοκόμα και μου ζήτησε να φύγω γιατί φώναζα λέει και είναι απαράδεκτο και τα σχετικά. Έχω ιδρώσει κιόλας, χάλια είμαι. Όμως, μη με παρεξηγείς. Νομίζω έφτασα κοντά, ναι, αρκετά κοντά αλλά... τέλος πάντων. Πρέπει να φύγω. Θα έρθω πάλι αύριο."

 

 

Σάββατο

Δέκα οκτώ ημέρες μετά...

Σε κάποιο κοιμητήριο, πάνω από φρεσκογεμισμένο λάκκο..

          "Γιατί ρε Λέανδρε, γιατί το έκανες αυτό;... Το ξέρω, είναι ανόητο να ρωτάει κανείς ένα... ένα νεκρό, είναι χαζό, είναι ηλίθιο, όμως... φίλε μου, γιατί; Πως έφτασες τόσο σύντομα ως εδώ; Δεν ήταν ο καιρός σου αγόρι μου, όχι, αλήθεια στο λέω, δεν ήταν ο καιρός σου. Να, κοίτα εμένα, ένα σαράβαλο πάνω σε δυο πόδια όπως λέει και η γυναίκα μου, να, εμένα, το ξέρω, πλησιάζει ο καιρός μου. Όμως, όχι, εσύ, όχι...

          Συγχώρησέ με, δεν έμεινα ως τώρα, τελευταίος εδώ για να σου κλαψουρίσω. Περίμενα να φύγουν όλοι για να έρθω φίλε μου να σου τα πω. Περίμενα, υπομονετικά, για να είμαστε οι δυο μας, όπως όλες αυτές τις μέρες που ερχόμουν στο δωματιάκι σου και.. αχ, Χριστέ μου, θα με σκοτώσει να σε βλέπω εκεί μέσα...

          Προχτές το μεσημέρι, καθώς μάζευα τα λιγοστά σου πράγματα από το δωμάτιο και προσπαθούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου να μην ουρλιάξει, να μην σηκώσει όλο το γαμημένο το νοσοκομείο στο πόδι, ήρθε εκείνη η νοσοκόμα που σου έλεγα, η παχουλούλα με το ωραίο προσωπάκι, η Χριστίνα. Ήταν κι αυτή, τα μαύρα της τα χάλια. Σε συμπαθούσε η φουκαριάρα, ήταν δακρυσμένη. 'Πάρτε αυτό. Είναι για σας', μου είπε και μου έδωσε αυτό το χαρτάκι. Ύστερα έφυγε και με άφησε μονάχο. Λοιπόν, ξέρεις τι έκανα; Δεν κάθισα στη πολυθρόνα που καθόμουν πάντα όταν ερχόμουν να σε δω. Όχι, είπα να κάτσω εκεί, στο παράθυρο που σου άρεσε εσένα να κάθεσαι και να ταξιδεύεις με τις ώρες στη θάλασσα. Λοιπόν, έκατσα αγόρι μου εκεί, στο παράθυρο και κοίταξα το χαρτάκι.

          Θα στο διαβάσω κι ας ξέρεις τι λέει γιατί εσύ το'γραψες.

          Θα στο διαβάσω φωναχτά γιατί είναι το μόνο πράγμα που έχω από σένα και θέλω να το ακούμε κι οι δυο! Συμπάθα με μονάχα αν κομπιάζει η φωνή μου, είναι που αρνούμαι να δεχτώ ακόμη ότι...

 

            «Αγαπημένε φίλε,

            Ξέρεις τι θα πει ελευθερία;

            Τι θα πει να είσαι ελεύθερος;

            Πολλά που στερήθηκα ως σήμερα αλλά το πιο σημαντικό είναι η ελευθερία!

            Όλες τούτες τις μέρες που ερχόσουν, σε άκουγα!

            Νόμιζαν όλοι πως είμαι σε ένα κόσμο δικό μου, σε ένα σύμπαν χαμένο στο πουθενά όμως εγώ τα άκουγα και τα συνειδητοποιούσα όλα.

            Όλα αυτά τα απογεύματα που με επισκεπτόσουν γεμάτος ενθουσιασμό, κούραση ή αγωνία κι εγώ ατένιζα τη θάλασσα, σε άκουγα, σε ένιωθα φίλε μου, να το ξέρεις αυτό.

            Κι ακόμη, να ξέρεις πως δεν έπεσες πολύ έξω για το τι έγινε εκείνο το φοβερό βράδυ. Δεν μπορώ να σου πω πολλά. Δεν μου επιτρέπεται. Ίσως να μην έχει και τόση σημασία.

            Κάποια στιγμή, κάποια μοναδική στιγμή στη ζωή μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το Μεγάλο Άγνωστο, το Ιερό Ρίγος και απαιτεί να το κοιτάξουμε κατάματα και ολόγυμνοι. Να τι συνέβη σε μένα εκείνο το βράδυ και περισσότερες λεπτομέρειες μη ζητάς γιατί ίσως κι εγώ να μην μπορώ να τις δώσω.

            Είμαι ευτυχισμένος όμως φίλε μου.

            Και για πρώτη φορά, στο’ γραψα ήδη, ελεύθερος!

            Σ'ευχαριστώ για την αφοσίωσή σου, την αγάπη σου, τη στοργή σου.

            Με έναν τρόπο σπάνιο και απίστευτο, έγινες ο μοναδικός φίλος που είχα ποτέ.

            Να με θυμάσαι.

Λέανδρος»

         

 

Είμαστε

μαρμάρινοι, παγωμένοι βωμοί

και εκείνοι που θα θυσιαστούν

σώματα είμαστε γυμνά

γεμάτα φλύκταινες και πύο

μ'ενα χαμόγελο άδειο

καρτερικά περιμένουμε

το αίμα μας να τρέξει αφρίζοντας

σε κούπες καμωμένες

από κρανία παιδιών

 

Είμαστε

από αιώνες κιόλας προδομένοι

καμιάν αυγή δεν είδαμε

αθώα ή ρόδινη

νύχτα καμιά δεν ξαποστάσαμε

χωρίς οιμωγές ξεκοιλιασμένων

στους βωμούς της νιότης που εκπορνεύσαμε

και της ξοφλημένης ανδρειοσύνης μας

στωικά, για αιωνιότητες περιμένουμε

ακούραστα θυσιαζόμενοι

αέναα, ξανά και ξανά

 

Τα ένοχα θύματα είμαστε

που έμαθαν αθώα να γελούν

μα είμαστε και οι δήμιοι

που θα μας μακελέψουν

 

* * *

 

Αύγουστος 2002         

Δεν υπάρχουν σχόλια: