Ήταν λοιπόν η ώρα
που άστραφτε στο
χώμα
η αντανάκλαση του
απείρου
μπορούσες αν
ήθελες
να δεις
να σχηματίζονται
γλώσσες φωτιές
απ’τις σπονδές της
σάρκας
εξαλλαγμένοι
όγκοι
απ’το συκώτι τ’ουρανού
και φλύκταινες
απ’το αρχαίο
δέρμα της καρδιάς
που δεν χτυπούσε
πια
τόσο δυνατά
μα ούτε κι έπαυε
δεν σώπαινε
και δεν τολμούσες
το αόριστο να
βάλεις στη θέση
της σκιάς σου…
αλλά περίμενες
όλο τούτο που αγρίευε
από ζωή
πάνω στο ξερό χώμα
να ποτιστεί με
κάποια δάκρυα αίματος
να γίνει σώμα
ακέραιο
σωστό
ανθρώπινο
να ξεκινήσει κάτι
που να σε θηλάσει
όνειρο
να σε αναστήσει
για να ακουστεί
ξανά
η κραυγή σου στο
στερέωμα
το απέραντο
που περιέχεις…
δεκ2014