Σάββατο 25 Απριλίου 2009


H αμηχανία του Νικόδημου...

-αποσπάσματα-

 

…Γιατί αναπολούμε συνεχώς το χθες;

Γιατί έχουμε τη ματιά μας πρόθυμη στο παρελθόν και η πρόσκαιρη ‘επιστροφή’ ζωγραφίζει ένα γλυκό μειδίαμα στο πρόσωπό μας;

Η εργασία στην προσπάθεια εύρεσης μιας ικανοποιητικής απάντησης μας φέρνει μοιραία αντιμέτωπους με το ζήτημα της δημιουργίας του προσωπικού μύθου,  της ‘κατασκευής’ του ατομικού σύμπαντος δράσης, σκέψης, ιδεών, φόβων, αδιεξόδων.,,

…Η ωρίμανση ξεκινά όταν αντιμετωπίσει κανείς το πρώτο του αδιέξοδο. Κάτι που εμπρός του στέκεται ενεός, αμήχανος, προσωρινά ηττημένος. Η υπέρβασή του χαράζει τη πρώτη ρυτίδα στο πρόσωπο αλλά και στην όψη της ψυχής…  Και πιθανώς οριοθετεί και τον πρώτο θάνατο της νεότητας…

…Γιατί μας αιχμαλωτίζει το χθες; Η απάντηση δεν έχει να κάνει τόσο με το ότι ήμασταν νέοι και τώρα πια δεν είμαστε. Άλλωστε, έτσι ή αλλιώς, το τέλος της νεότητας ορίζεται περίπου στην εποχή που αρχίζεις να έχεις… χθες. Στην εποχή που ο προσωπικός μύθος έχει κατασκευαστεί και το σύμπαν μέσα στο οποίο ζεις δεν μπορεί πια να αλλάξει. Να αλλάξει ορίζουσες, να μεταμορφωθεί. Δεν μπορεί; Ίσως να μπορεί όμως τούτο για να συμβεί θα χρειαστεί να δοκιμαστείς σε μια νέα γέννηση. Τι είπε ο Ιησούς στον αμήχανο Νικόδημο εξ Αριμαθαίας; Δεν μπορείς να επιτύχεις την είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών αν δεν γεννηθείς άνωθεν. Γιατί το γεγενημένον εκ της σαρκός σαρξ εστί το δε γεγενημένον εκ του πνεύματος πνεύμα εστί. Δεν χρειάζεσαι νέους φυσικούς γονείς, χρειάζεσαι μια νέα πνευματική αφετηρία. Διαφορετικά είσαι εγκλωβισμένος στο σύμπαν που ήδη ζεις, πάνω ή κάτω, λίγο ή πολύ… Και ο εγκλωβισμένος δεν είναι ο άνθρωπος που θα πάρει το ρίσκο της Βασιλείας. Μπορεί να είναι ευσεβής και ‘καλός’, μπορεί να είναι ευγενής και πιστός αλλά δεν είναι πια ‘νέος’. Με μια έννοια έχει πεθάνει. Και η πορεία για τη Βασιλεία απαιτεί από όλους να είναι Νέοι. Και ο αγαθός Νικόδημος παρέμεινε στους αιώνες συνοφρυωμένος να στοχάζεται τα ‘σύμβολα’ στα λόγια ενός Μυημένου της τελευταίας βαθμίδας, ενός Λόγου. Πώς να κατανοήσεις το Καινό με όρους του Παλιού;

Ένας νέος άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος χωρίς χθες. Αυτό τον κάνει ‘ανολοκλήρωτο’ και όχι η έλλειψη εμπειριών, η απουσία γεγονότων ζωής. Ένας άνθρωπος στην ωριμότητά του είναι ένας άνθρωπος που έχει μόνο χθες. Αυτό τον κάνει σοφό και όχι η πληθύ των εμπειριών του. Ο άνθρωπος δίχως χθες, ήτοι δίχως προσωπική μυθολογία, δεν μπορεί να είναι αναφορικός, είναι αναγκασμένος να δρέπει καρπούς εμπειριών δάνειους, από τους άλλους, από τα βιβλία, από τη σοφία του χθες. Είναι όμως και ο άνθρωπος που έχει ακόμη την ευκαιρία να βιώσει το συναρπαστικό, το Αληθινό, το Αχρονο. Ένας άνθρωπος που έχει μόνο χθες, είναι ολοκληρωτικά αναφορικός, δεν παράγει πια τίποτε, δεν εξελίσσει τίποτε αλλά έχει την σπάνια ευλογία να αξιολογήσει ένα ακέραιο σύμπαν Γνώσης. Κι αυτό, στατικά ή όχι, αποτελεί μια τρομακτική δύναμη. Όμως… είναι πλέον αργά για κείνον. Το μόνο που έμεινε για να εμπειρωθεί το Αχρονο είναι η ‘κατά χάριν’ παρέμβαση της Δύναμης. Κι αυτό σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις…

Γυρνάμε συχνά στο χθες γιατί είναι η μόνη περίοδος που υπήρξαμε ολοκληρωμένοι. Δηλαδή ακέραιοι, όχι τεμαχισμένοι. Ακόμη κι αν δεν ήμασταν ευτυχισμένοι, ακόμη κι αν περάσαμε δύσκολα. Και δεν αναπολούμε το χθες γιατί θέλουμε να επιστρέψουμε σε αυτό. Δεν θέλουμε να ξαναζήσουμε το χθες. Απλά, είναι η μοναδική χειροπιαστή απόδειξη ότι αληθινά υπήρξαμε, ότι δεν είμαστε μια σκεπτομορφή, άνεμος, κόκκοι αστρόσκονης, αδιαμόρφωτα θραύσματα του Υπερνού που στην ενδελέχειά τους ίσως να γίνουν μια μέρα άνθρωποι…

Μερικοί πιστεύουν ότι χθες τα πράγματα ήταν ‘καλύτερα’ και σήμερα είναι ‘χειρότερα’. Χθες τα πράγματα ήταν ‘αγνότερα’, σήμερα είναι πιο ‘βρώμικα’. Χθες οι άνθρωποι ήταν ειλικρινέστεροι, σήμερα είναι διαβρωμένοι. Αλλά ξέρουν ότι μονάχα εκ του ασφαλούς μπορείς να δογματίσεις, να διατυπώσεις αφορισμούς, να ιχνεύσεις συμπαγή κατηγορήματα. Και εκ του ασφαλούς υπάρχεις μονάχα ως προς το χθες. Το σήμερα είναι μια δυναμική κίνηση, ένα βέλος που συνεχώς τείνει, ένα άνυσμα που κάπου θα σημάνει μια τιμή. Και η τιμή αυτή δεν ξέρουμε τι θα είναι. Θετική ή αρνητική. Η αγωνία συνεχίζεται. Το αύριο, έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει. Άρα, όλα ήταν καλύτερα χθες αφού είναι γνωστά, σίγουρα, δεδομένα, αξιολογημένα, τοποθετημένα, κατηγοριοποιημένα. Ο,τι κι αν πεις για το σήμερα θα διαψευσθείς, αν μιλήσεις για το αύριο, προφητεύεις όπως ο Ιεζεκιήλ την εφαρμογή του Δευτερονομίου. Ίσως να γίνει μα αν δεν γίνει όλα θα καταστραφούν ξανά και θα οδηγηθείς σε μια νέα Βαβυλώνια αιχμαλωσία…

Γιατί αναπολούμε τόσο συχνά το χθες;

Γιατί υπάρχει ένας τρομακτικός, πυρηνικός, υπαρκτικός φόβος να ζήσουμε ξανά, να ζήσουμε αληθινά, να ξαναγεννηθούμε. Αυτός ο φόβος που είναι άγνωστος στο νέο άνθρωπο και τόσο μα τόσο οικείος στο γέροντα. Και εκεί εδράζεται και ο φόβος του θανάτου…

Ο θάνατος που έχει βιωθεί άπειρες φορές στην καθημερινότητα δεν μπορεί παρά να έχει σωρεύσει μια πυραμίδα εμπειριών ανεκτίμητη. Ο γέροντας γνωρίζει τι είναι ο θάνατος αλλά σε μικρή κλίμακα, σε κλίμακα που του επέτρεψε να τον αξιολογεί, να τον εργάζεται, να τον μάχεται αφού ακόμη ζει. Τα αγαπημένα πρόσωπα που χάθηκαν, όλες οι απορρίψεις, οι διαψεύσεις, οι αναρίθμητες μικρές και μεγάλες ήττες που έχουν εγγραφεί και πονούν τόσο πολύ όταν τις ‘αγγίζεις’ είναι εμπειρίες θανάτων. Πριν έρθει ο μεγάλος, φοβερός και οριστικός εκείνος Θάνατος, η Τελευτή για την οποία η εσωτερική εργασία και παρασκευή, τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται ατροφική, αδύναμη, ασήμαντη…

...Γυρνούμε στο χθες καθώς είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε περπατήσει. Κι αν δεν θέλουμε να τον περπατήσουμε ξανά, ό,τι είναι οικείο για τη ψυχή, είναι αγαπητό. Και καθώς γνωρίζουμε πια πως μας καθορίζει μονάχα αυτό στο οποίο αναφερόμαστε, είναι μονόδρομος.

Εκτός εάν…

Τρίτη 21 Απριλίου 2009


Το σβήσιμο…

Καμιά φορά, στις συνθήκες του βαθύτερου πόνου, στα σκοτάδια της πιο αιχμηρής μοναξιάς, κείνης της μοναξιάς που σε αφανίζει και σε ρουφάει, σκέφτομαι πως δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Σιντάρτα Γκαουτάμα, ο Βούδας, ξεκίνησε την αναζήτηση του Αληθινού, δηλαδή εκείνου που δεν το φθείρει ο χρόνος, που δεν είναι μια σκιά, μια δρομαία ανάμνηση, ένα φάντασμα, όπως εκείνο του πατέρα του Άμλετ που το διέλυε η αυγή σαν καπνό, ξεκίνησε λοιπόν την μεγάλη του προσωπική αναζήτηση από το σοκ που υπέστη στη θέα του πόνου. Του πόνου, της αρρώστιας, των γηρατειών, του θανάτου. Και ολόκληρο το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα της βιοφιλοσοφικής οδού που ανακάλυψε και ίδρυσε, ξεκινά με μια φράση, ένα αφορισμό συγκλονιστικό. Τα πάντα είναι πόνος…

Γιατί είναι πόνος ο έρωτας αλλά και το τέλος του έρωτα.

Είναι πόνος η γέννηση ενός παιδιού που θα μεγαλώσει, θα αναχωρήσει, θα ακμάσει, θα πεθάνει.

Είναι πόνος η ασθένεια αλλά και η ελπίδα για ίαση.

Είναι πόνος ως και η χαρά γιατί σύντομα θα τελειώσει.

Είναι πόνος το ξημέρωμα γιατί δεν αργεί η επόμενη νύχτα.

Είναι πόνος το τρυφερό άγγιγμα γιατί αφήνει πίσω του τη δίψα της εγκατάλειψης.

Είναι πόνος η θυσία γιατί απαιτεί όλη μας την ακεραιότητα.

Είναι πόνος η αφοσίωση γιατί προϋποθέτει ένα επίπεδο αντίληψης που έχει κατακτηθεί με πόνο.

Είναι πόνος η πνευματική πραγμάτωση γιατί οδηγεί στη θέαση της τραγικότητας του ανθρώπου.

Είναι πόνος ως και η μυητική αφύπνιση γιατί σε οδηγεί στην μεγαλύτερη και πιο αβάσταχτη μοναξιά, τη Μοναξιά της Επίγνωσης.

Είναι πόνος η ζωή γιατί διαρκώς σου υπενθυμίζει το θάνατο.

Είναι πόνος ως και ο ίδιος ο πόνος…

Ο Σιντάρτα είδε το αδιέξοδο στις ανθρώπινες προσπάθειες να υπερβούμε τον πόνο με διαφυγές. Διασκεδάσεις, γλέντια, έρωτας, εξουσία, πόθος για υλικά αγαθά. Παντού το μερικό, το πρόσκαιρο, το φθαρτό, το πεπερασμένο. Και είδε τη ματαιότητα σε κάθε τι. Ακόμα και στις θρησκείες, στα δόγματα, στις φιλοσοφίες. Όλα καταλήγουν στο μηδέν, στο μεγάλο ή μικρό Τίποτα, στο αδιέξοδο…

Είδε πως το να πιστεύεις είναι κι αυτό μια διαφυγή. Και το να μην πιστεύεις σε τίποτε είναι μια διαφυγή από όλες τις άλλες διαφυγές.

Είδε πως και η αφοσίωση στα πνευματικά δεν είναι καλύτερη από την αφοσίωση στα υλικά. Καταφυγές και πρόσκαιρα σωσίβια από τον πόνο.

Είδε πως και η ζωή του πολεμιστή είναι γεμάτη εφήμερη δόξα και ατελείωτο πόνο.

Και η ζωή του ιερέα είναι γεμάτη από αναρίθμητες τελετές, τυπικά, ιερουργίες και επικλήσεις μόνο και μόνο για να επιτυγχάνεται η ύστατη απόδραση, η λήθη.

Και η ζωή του φιλοσόφου είναι γεμάτη νοητικά παιγνίδια, όμορφες κατασκευές του νου αλλά βαθιά δυστυχία και εσωτερική ερημιά.

Και η ζωή του καλλιτέχνη είναι ένας αδιάκοπος πόλεμος ενάντια στον εαυτό, τις συναισθηματικές εκρήξεις, τις μορφές του ασυνειδήτου, τον πόνο.

Και η ζωή ενός απλού ανθρώπου δεν έχει λιγότερο πόνο. Όσα δημιουργεί με τα χέρια του ή το μυαλό του είναι καταδικασμένα να αφανιστούν από τη μαύρη τρύπα του Αιώνιου. Τίποτε δεν διαρκεί, δεν ανθίζει για πολύ, όλα μαραίνονται, ασχημαίνουν, τελειώνουν.

Ο Σιντάρτα αναζήτησε εκείνο που δεν πεθαίνει ποτέ, εκείνο που δεν εξαρτάται από το χρόνο, που δεν έχει χθες, σήμερα, αύριο. Που δεν είναι σκέψη γιατί η σκέψη είναι ένα κανάτι που κάθε μέρα έχει και άλλο περιεχόμενο. Που δεν είναι αίσθημα γιατί αυτό φουντώνει στο λεπτό και εκρήγνυται και ύστερα σε αφήνει πιο μόνο από ποτέ. Που δεν είναι κτίσμα, ύλη, αντικείμενο, χρυσός ή πλούτη ‘γιατί αν η καρδιά σου είναι όπου είναι το αντικείμενο’, είσαι δέσμιος, αιχμάλωτος της χειρότερης μορφής, όπως είχε τονίσει και ο Ναζωραίος.

Που δεν είναι ούτε αντίληψη γιατί αυτή αλλάζει.

Που δεν είναι γνώση γιατί αυτή διαψεύδεται.

Που δεν είναι τίποτε από όσα μπορώ με τα χέρια, τα μάτια, το μυαλό ή τη φαντασία μου να επινοήσω καθώς αύριο θα τα γκρεμίσω και θα φτιάξω άλλα.

Και τότε…

Τότε, μέσα από την προσωπική και κοπιαστική του αναζήτηση, που δεν έχει σημασία πως και πότε και που έγινε, απελευθερώθηκε από όλα!

ΕΙΔΕ, ΑΝΤΙΛΗΦΘΗΚΕ ΚΑΙ ΒΙΩΣΕ ολοκληρωτικά, σε ένα είδος εμπειρίας που δεν το ξέρουμε και οι λέξεις αδυνατούν να περιγράψουν, το σβήσιμο (Νιρβάνα) όλων και εκείνο που απέμεινε ήταν εκείνο που δεν φθείρεται, δεν γερνάει, δεν πεθαίνει…

Καμιά φορά, στις στιγμές της απόλυτης ερημιάς, του τρομακτικού υπαρξιακού ψύχους, σκέφτομαι πως αυτό είναι ο Παράδεισος που ανακάλυψε ο Σιντάρτα. Το σβήσιμο όλων και η γέννηση μιας Αλήθειας που είναι… τι να είναι άραγε;

Ίσως γι’αυτό ο Αδάμ δεν είχε αντιληφθεί ότι ήταν γυμνός πριν ‘φάει’ από τον καρπό ‘της γνώσης του Καλού και του Κακού’, της γνώσης ότι η ζωή είναι πόνος, μοναξιά, κόπος, ματαίωση, διάψευση, ακύρωση, συντριβή, ένα τελευταίο χαμόγελο και θάνατος.

Ίσως γιατί τούτη η γύμνια του ήταν η απόλυτη επίγνωση της μικρότητάς του απέναντι στο Αδήριτο, το Νομοτελειακό, το Τετελεσμένο…

Και όταν έφυγαν από τον Παράδεισο, εκείνος και η Εύα, το μόνο που πήραν μαζί τους ήταν ο πόνος…

 

Απρίλης 2009


Άπειρο…

Στέκεις στην κορυφή ενός βουνού και σε ραπίζει ένας άγριος, θυμωμένος άνεμος.

Αυτός ο άνεμος δεν μοιάζει σε τίποτε όμως με το φυσικό φαινόμενο. Εκτός ίσως από τη δύναμή του. Όμως, σε τίποτε άλλο. Γιατί αυτός ο άνεμος, είναι η ανάσα του Απείρου, οι αναρίθμητες αιωνιότητες ύπαρξης που σε περικλείουν και τις περικλείεις. Γαλαξίες, στερεώματα και ο ίδιος ο χρόνος σε ραπίζουν μέσα από αυτό τον άνεμο. Κι εσύ έχεις μονάχα τα σάρκινά σου στήθη για να τα φιλοξενήσεις.

Στέκεις στη κορυφή του βουνού αυτού, κλείνεις τα μάτια κι ανοίγεις διάπλατα όλες τις άλλες αισθήσεις σου για να αφεθείς σε τούτο το κάλεσμα του Απείρου.

Ο πανάρχαιος και παγωμένος τούτος αγέρας σε μαστιγώνει κι εσύ τον υποδέχεσαι με ευγνωμοσύνη ως τα μύχια δωμάτια της ψυχής σου. Τον καλείς να τα σαρώσει όλα, όλα ως και τις βαθύτερες σκέψεις, ως και τις πιο ενδόμυχες, τις πιο μύχιες ενοχές, τις απόκρυφες, εσώτερες καθιζήσεις του διεφθαρμένου εγω σου. Να τα σαρώσει όλα, τα θραύσματα της ακεραιότητάς σου, τα ξύσματα της προσοχής σου, τα ψαθυρά κατάλοιπα του φρονήματός σου. Εύχεσαι, αν πρόκειται να είναι οι τελευταίες σου στιγμές αυτές, τουλάχιστον να αποδράσεις στην Αρχή Όλων καθαρός, αμόλευτος, συμπαγής. Όπως ήσουν παιδί, όπως δεν ξαναυπήρξες ποτέ από τότε που ήσουν παιδί.

Κλείνεις τα μάτια και ανοίγεις τον εαυτό σου για πρώτη φορά στη ζωή σου. Χωρίς θωρακίσεις, χωρίς πανοπλίες, χωρίς πολλαπλές ‘ζώνες άμυνας’. Είσαι τόσο αδυσώπητα μόνος τούτη τη στιγμή που σου μιλάει το Άπειρο ώστε κάθε προσπάθεια να ‘κρυφτείς’ πάλι πίσω από συμβάσεις, φόβους και αναστολές είναι γελοία. Το Άπειρο είναι μια άγρια, ανταριασμένη θάλασσα και σε τούτες τις συνθήκες το να προσπαθείς να μείνεις ‘στεγνός’ και αλώβητος είναι μάταιη. Μα, η γεύση αυτής της ‘μοναξιάς’ δεν μοιάζει με οτιδήποτε άλλο είχες ζήσει ως τότε. Αυτή είναι η ευλογημένη και σπάνια στιγμή που το Όλο φιλοξενεί το Μερικό και δεν το απαλλοτριώνει Που το Ένα συνομιλεί με το Πολλαπλό και δεν το εξοντώνει. Που το Ενιαίο διαλέγεται με το τεμαχισμένο και δεν το αιχμαλωτίζει. Που το Ακέραιο αγγίζει το σπαραγμένο και δεν το πληγώνει. Γιατί είναι μια από τις σπάνιες στιγμές που μπορείς να βιώσεις τη Δύναμη, να αισθανθείς την Αιτία, να εμπειρωθείς το Άχρονο και όταν πραγματώνεται μια τέτοια εμπειρία, όλα είναι αλλιώτικα, όλα είναι έμπλεα φωτός, όλα είναι Θεός…

Στέκεσαι σ’αυτή τη κορυφή, τη κορυφή της ύπαρξής σου και ο παγωμένος, λυσσασμένος άνεμος της Δημιουργίας σε σαρώνει. Από μέσα προς τα έξω και από τα έξω προς τα μέσα. Από το χθες στο σήμερα και από το σήμερα στο πάντα...

Και δεν αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που σιγά σιγά σου μουδιάζει τα χέρια, σου στεγνώνει το λαιμό, σου παραλύει τα άκρα. Το ψύχος της Αβύσσου ή το Μοναδιαίο Διάνυσμα της Νύχτας.

Παραδίνεσαι, ταξιδεύεις, αφομοιώνεσαι…

πεθαίνεις…

για πρώτη φορά ΖΕΙΣ…

Απρίλης 2009

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Το βλεμμα

  

Περισσότερο κι από το άγγιγμα, θα είναι πάντα το βλέμμα,

τούτο το βλέμμα της απόλυτης κενότητας

τούτο το βλέμμα της απόλυτης πλήρωσης

 

στέκεσαι πάνω στο σταυρό

και ατενίζεις το άπειρο και το μηδέν

στέκεσαι πάνω στον άνθρωπο

και ατενίζεις το πρόσωπο

 

το φρόνημα της αιωνιότητας

είναι το χυμένο αίμα των αθώων

κι αν δεν αρμόζει στους νικητές

για να κομπάζουν

για τις μάχες που ο Εωσφόρος γονάτισε

μπροστά στον Αδάμ

άλλο τόσο είναι μάταιος ο θρήνος

των ηττημένων που χάνονται στα πελάγη της τρέλας

γιατί μόνος να είσαι δεν γεννήθηκες

όταν ο Αμνός στέκει στο πλευρό σου

και η θάλασσα είναι γαλάζια και όμορφη ακόμη

 

Περισσότερο από το ταξίδεμα, θα είναι πάντα το βλέμμα

τούτο το αυστηρό βλέμμα του Δασκάλου

τούτο το τρυφερό βλέμμα του αδελφού

 

σε είδα να χάνεσαι στο δειλινό

και αισθάνθηκα την πλάκα του άδειου τάφου

να συνθλίβει το στέρνο μου

μα η ψυχή μου φτερούγιζε λεύτερη καθώς

μπολιάστηκε η σάρκινη θνητότητά μου

με την αθανασία τη δική Σου…

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

  

Γιατί έπαψα να  ε ί μ α ι  και θέλησα  ν α  γ ί ν ω;

 

Ο αδελφός μου ο Ιούδας

 

Ο Ιούδας πρόδωσε τον Ιησού μόνο γιατί βρέθηκε στο πλέον ασύλληπτο αδιέξοδο που μπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος: το υπαρξιακό αδιέξοδο.

            Η προδοσία του Ισκαριώτη δεν ήταν πολιτική, δεν ήταν προσωπική, δεν ήταν, πολύ περισσότερο, ψυχολογική, πνευματική δηλαδή. Αν είχε η πράξη του ένα τέτοιο περιεχόμενο θα ήταν, ασφαλώς, ανάξια μνημόνευσης στους αιώνες. Η πράξη του Ιούδα ήταν εδρασμένη σε διαφορετικά βάθρα. Έχω την αίσθηση, μάλλον την βεβαιότητα, πως ο Ιούδας συνάντησε, ή μάλλον συναντήθηκε με το απροσδόκητο. Κι όταν συναντιέσαι με το απροσδόκητο πράττεις απροσδόκητα.

            Η μόνη περίπτωση να μην είχε προδώσει τον διδάσκαλο ο Ιούδας, ήταν να μην τον είχε συναντήσει ποτέ του. Γιατί από την στιγμή που Εκείνος τον συνάντησε, ο Ζηλωτής Ισκαριώτης αιχμαλωτίστηκε από την γοητεία Του. Κι όταν αιχμαλωτίζεσαι μισείς. Και μισείς πρώτον απ'όλους τον δεσμοφύλακά σου. Και μετά τον εαυτό σου.

            Στην περίπτωση του Ζηλωτή Ιούδα, το μερικό συναντήθηκε με το Απόλυτο. Το ελλιπές με το τέλειο. Το πεπερασμένο με το άχρονο, το γήινο με το υπέργειο. Το υπαρξιακό αδιέξοδο δεν θα αργούσε να εμφανιστεί. Εμφανίστηκε άλλωστε, σε όλους τους μαθητές. Εμφανίστηκε στον Πέτρο, τον 'βράχο', εμφανίστηκε στον Θωμά, είναι σίγουρο πως πλημμύρισε τους πάντες. Απλά, ο Ιούδας δεν το άντεξε, προσπάθησε να το εκλογικεύσει, να το ερμηνεύσει, να το διαχειριστεί, κι αυτό ήταν το μοιραίο του λάθος. Από αυτή την άποψη, η ίδια του η πράξη ήταν ένα λάθος. Ένα λάθος που χρειαζόταν ενέργεια για να αποφευχθεί, για να μην οδηγηθεί ο εν αδιεξόδω ευρισκόμενος μαθητής στην απόδραση και τελικά, στην λύτρωσή του και οι Ζηλωτές, εκτόνωναν όλη τους την ενέργεια στην δράση. Ο Ιούδας δεν ευτύχησε να έχει την 'αφέλεια' του Πέτρου ή την 'εσωτερικότητα' του Ιωάννη. Ήταν ένας άνθρωπος της δράσης, της πολιτικής και 'ορθής' δράσης -μέσα στο πλαίσιο της εποχής και της πίστης του- και γι'αυτό το αδιέξοδο για εκείνον υπήρξε συντριπτικό και αξεπέραστο.

            Ο Ιούδας Ισκαριώτης, είναι βέβαιο, λάτρεψε τον διδάσκαλο με έναν τρόπο ορμητικό, θυελλώδη και ενθουσιαστικό. Όμως το μέτρο του ήταν πολύ περιορισμένο και η ματιά του αποζητούσε με θράσος να ανοιχτεί σε ορίζοντες που ήταν απαγορευμένοι. Τουλάχιστον για τότε, τουλάχιστον για εκείνον. Είμαι πεπεισμένος πως αδιαφορούσε πλήρως για τους υπόλοιπους μαθητές, για τον κόσμο και για τους Νομοδιδασκάλους της θρησκείας του. Είμαι ακόμη πεπεισμένος πως ο Ιούδας δεν είχε προβάλλει στον Ιησού τον επαναστάτη που θα οδηγούσε τον Ισραήλ στην αναγέννηση και την ελευθερία από τους μισητούς Ρωμαίους. Από τη στιγμή που ενεπλάκη στην υπαρξιακή σύγκρουση, τα ξέχασε όλα αυτά. Κατανόησε -κι ίσως ήταν ο μόνος- τι ήταν ο Ιησούς, ή τι έμελλε να είναι ο Ιησούς αλλά το βάρος της κατανόησης έπεσε σαν ταφόπλακα πάνω του. Ο Πέτρος, ως και την τελευταία στιγμή αναρωτιόταν τι γινόταν γύρω του και μέσα του και αναζητούσε απαντήσεις που δεν θα έπαιρνε ποτέ. Οι υπόλοιποι μαθητές -πλην του Ιωάννη ίσως και του Ιακώβου- αποτελούν κρίκους ανεξιχνίαστους και προφανώς  έδρασαν στον εξωτερικό πυρήνα της σέχτας. Άλλωστε όλοι αυτοί, μπροστά στον τυφώνα που απεκλήθη Σαούλ ήταν -ή απεδείχθησαν- ποσότητες ασήμαντες και μεγέθη αδιάφορα.

            Ο Ιούδας δεν πέρασε στην επόμενη ιστορική φάση του δράματος. Στην φάση της 'δράσης' και της οργάνωσης της πρώτης κοινότητας των νεοφύτων χριστιανών. Ευτυχώς. Έζησε τον διδάσκαλο χωρίς παραχαράξεις, χωρίς στρατηγικές και αντιμαχίες, βίωσε την αποκαλυπτική δύναμη της Αλήθειας ως το τέλος. Μονάχα που η Αλήθεια σαν Φως τον πλημμύρισε και τον έκαψε.

            Και από το μοναχικό κλαδί που αιωρείται αιώνια κρεμασμένος, αναθεματισμένος και καταραμένος, καταγγέλλει στους ανθρώπους όλων των εποχών την υποκρισία των 'καθαρών', την 'ευθυκρισία' των 'τέλειων' και την αυθεντία των 'πεφωτισμένων'...

 

01-05-2003


Εδέμ



Με έναν παράδοξο αλλά αμετάκλητο τρόπο,  έχουμε ηττηθεί.
Και η ήττα καλπάζει σαν καρκίνος μέσα στο αίμα μας…
Δεν έχουμε πέσει, δεν έχουμε συντριφτεί,
τα κόκαλα της φρόνησης ακόμη στέκουν κι όμως,
έχουμε ηττηθεί.
Και δεν το βλέπει ακόμη κανείς μας…



Το τοπίο ολόγυρα, είναι ένας πανέμορφος, ολάνθιστος κήπος, μια μυθική Εδέμ.
Όλα είναι όμορφα εδώ, όλα δείχνουν όμορφα, όλα μυρίζουν όμορφα.
Μπορεί να είναι ψεύτικα, όμως μοιάζουν αληθινά.
Και τα χρώματα…
Το κόκκινο είναι ένα υπέροχο κόκκινο, απίστευτα ζωηρό, απίστευτα ζωντανό.
Το κίτρινο, σε αγγίζει τόσο λάγνα, σε χαϊδεύει, σε εμπαίζει σχεδόν με την… αληθινότητά του.
Το μπλε… δεν έχει δει κανείς τέτοιο μπλε κι ούτε πρόκειται να δει ποτέ…
Κι όμως, στο βαθύτερο στρώμα του ασυνειδήτου όλων, τούτο το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε, το μενεξεδί, το πράσινο, όλα υπάρχουν, ζωντανά, ακέραια και ακλόνητα, όλα αυτά τα χρώματα που είναι σχεδόν σαν άνθρωποι, έχουν προσωπι-κότητα, έχουν… συνείδηση της ύπαρξής τους!

Το τοπίο ολόγυρα είναι ένας θρασύς και σφριγηλός Παράδεισος.
Τα μεγέθη… δεν είναι συνηθισμένα αυτά τα μεγέθη, νομίζω πως ξέρω πια τι σημαίνει να είναι κανείς υγιής, αληθινά υγιής. Τα δέντρα, τα πουλιά, όλα όσα ζουν, το νερό, ναι, ακόμα και το νερό έχει μια άλλη… εικόνα, μια άλλη γεύση, μια ιδιαίτερη ζωηράδα λες κι είναι ένα νερό… εφηβικό, νεαρό, στην αρχή της ύπαρξής του!

Περπατώ ανάμεσα σε όλα τούτα, ανασαίνω μυρωδιές σπάνιες, πρωτόγνωρες και ο οργανισμός μου αρνείται σχεδόν να συμφιλιωθεί με αυτό το θρίαμβο σφριγηλότητας και ρώμης. Τα πνευμόνια μου ρουφούν τον αέρα και νομίζω πως θα σκάσω, θα διαλυθώ. Η καρδιά μου χτυπάει περίεργα, πρώτη φορά οι φλέβες μου γιορτάζουν με αυτό τον παγανιστικό ενθουσιασμό.
Όλη τούτη η ευφορία είναι σχεδόν ανυπόφορη!

Πόσο ψεύτικός, πόσο υπέροχα ψεύτικος είναι αυτός ο κόσμος…
Κανένας πόνος, καμιά θλίψη, καμιά αγωνία…

Σ’ αυτό τον κόσμο, βρήκα όσους αναζητούσα καιρό και τους βρήκα χαμογελαστούς, όμορφους, ισορροπημένους, αρμονικούς, εγκάρδιους. Πόσο διαφορετικοί είναι όλοι τους εδώ! Πόσο αλλαγμένη η συμπεριφορά τους, πόσο ανυπόκριτη, πόσο απλή! Μου δίνουν το χέρι χωρίς να φοβούνται, εκφράζουν τα συναισθήματά τους χωρίς να διστάζουν, είναι τόσο… ανάγλυφοι! Δεν ξέρω γιατί αλλά αισθάνομαι πως αυτό τους αντιπροσωπεύει απόλυτα. Ναι, όλοι εδώ, όλα εδώ, είναι ανάγλυφα και τρισδιάστατα, ίσως πολυδιάστατα. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως έχουμε τόσες διαστάσεις, πως είμαστε τόσο όμορφοι, πως έχουμε τόσο… φως!

Κι όμως, η 'αλήθεια' τους, η κραυγαλέα αλήθεια όλων εδώ μέσα, κάπου αρχίζει και… με ενοχλεί, με φέρνει σε αμηχανία, με κάνει να φοβάμαι. Ακόμη δεν καταλαβαίνω το γιατί. Κι όμως ξέρω. Τι είδους ζωή έχω ζήσει ως σήμερα;

Ζούμε στο σκοτάδι, ολόκληρη η δήθεν δημιουργική ζωή μας είναι μια ζοφερή, μουντή και ανηδονική αθλιότητα. Μπροστά σε τούτο το πανηγύρι φωτός στον παραδείσιο κόσμο ό,τι νόμιζα πως έχει σημασία, συντρίφτηκε, χάθηκε, σα να μην υπήρξε ποτέ!
   
Δεν μας το είπαν, δεν κάναμε το κόπο να το ανακαλύψουμε,
έσκασε σαν φωτεινό μετέωρο κάποια μελαγχολική αυγή…
ηττηθήκαμε, ο δρόμος είναι αδιέξοδος, δεν οδηγεί πουθενά, ηττηθήκαμε..
Και δεν εμπιστευόμαστε ούτε τη φωνή της ίδιας της ψυχής μας…
  
Είμαι καθισμένος στην όχθη του μικρού ποταμιού και αφήνω το βλέμμα μου να δεσμευτεί απ’τη ροή, την ασταμάτητη ροή του. Εγώ ακίνητος, εκείνο ροϊκό. Μα, από μια άλλη άποψη, εγώ πάντα ροϊκός, εκείνο στην ουσία ακίνητο, πάντα ίδιο…
Αυτό το ποτάμι όμως δεν μοιάζει με όσα ήξερα, γιατί αυτό θέλει να συμμετέχει στην κατάστασή μου, θέλει να είναι κοινωνός της δικής μου ροής. Σε τούτο το μαγεμένο κόσμο, όλα συμμετέχουν μέσα σε όλα, όλα… δια-δρούν, όλα μπλέκονται μέσα σε όλα ώστε είναι πια δύσκολο να τα ξεχωρίσεις.
Όλα μεταμορφώνονται εδώ, σκέφτομαι καθώς ακούω το ποτάμι να τρέχει.
Ναι, όλα, μου απαντά εκείνο και, δεν απορώ, δεν φοβάμαι, δεν αντιδρώ στο «παράλογο» του διαλόγου με το υγρό στοιχείο.
Πάντα επικοινωνούσες με μένα, ή μάλλον εγώ επικοινωνούσα, προσπαθούσα να επικοινωνήσω με σένα.
Κι εγώ δεν σε άκουγα.
Όχι πάντα. Κάποιες φορές με άκουγες. Ήταν οι στιγμές της καλύτερης έμπνευσής σου. Οι στιγμές που ήσουν ερωτευμένος, ανοιχτός, σε κίνηση, φιλόξενος και ουσιαστικός. Δεν τις θυμάσαι αυτές τις στιγμές;
Κοιτούσα το νερό με μάτια υγρά, το είδωλο είχε θολώσει. Δεν ξέρω… ίσως να θυμάμαι, απάντησα.
Και βέβαια θυμάσαι. Γιατί εγώ είμαι μέσα σου. Και όσο είμαι εγώ μέσα σου δε θα σε αφήνω να ξεχάσεις.
Καμιά φορά είναι τόσο λυτρωτικό να ξεχνάς. Και τόσο σκληρό να θυμάσαι…

Το νερό σιώπησε, όμως εγώ εξακολουθούσα να το ακούω, εδώ, σ’αυτό τον αλλόκοτο κόσμο, ακόμα κι όταν κάτι σιωπά, σου μιλάει, ακούς τον απόηχο, τον ψίθυρο, τη μουσική του… πως γίνεται όλα να είναι σιωπηλά και μαζί τόσο… φλύαρα; Πως μπορείς αληθινά να ηρεμείς μέσα σε μια γιορτή από φωνές, ήχους, μουσικές;

Αγκάλιασα τον εαυτό μου. Ξαφνικά κρύωνα πολύ. Ξαφνικά, ακόμη και μέσα σ’ αυτό τον παράδεισο βίωσα με μια φοβερή, καταθλιπτική ακεραιότητα την μοναξιά μου…
  
Δεν πρόκειται να μάς το αφαιρέσει κανείς.
Είναι η αλήθεια μας, είναι η δέσμευσή μας.
Τα βήματά μας, κάθε μέρα, όλο και πιο βαριά, όλο και πιο κοντά…
Τα βήματά μας, κάθε μέρα όλο και πιο γερασμένα, όλο και πιο κουρασμένα…
Κι εμείς, απλώνουμε τα χέρια μας όπως το βλέμμα μας,
σε ένα σύμπαν παχύρρευστο, δηλητηριώδες, μοχθηρό και ανόσιο…