Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013




Ψυχονομείο

από τούτη την απόσταση
όλα μοιάζουν ένα λεβιαθανικό τοπίο
πέτρες θεόρατες
ριζωμένες σε πρόστυχα μωβ σύννεφα
με τις ριπές του χρόνου
να τις αναγκάζουν ν’ανθίσουν
όνειρα αρχαίων όντων…

ο χρόνος θολώνει τ’οπτικό πεδίο
και σαρκάζει το τεράστιο μελανογράφημα
στο σώμα μου
μα δεν είναι
τους φωνάζω
ποτέ δεν ήταν
το δικό μου σώμα!

ως ξενιστής αρκούμαι
να υποδέχομαι τις εποχές
σιωπηλά
μακελεύοντας όλες τις γλυκές στιγμές
που δραπετεύουν απ’το ψυχονομείο του Απείρου

από τούτη την απόσταση
έχω την πολυτέλεια του θρήνου
και την αφέλεια της ελπίδας

κι αρνούμαι πια να στερηθώ
το αρχαίο αυτό βλέμμα
ως ξενιστής το δανείστηκα
απ’το ήπαρ του Αχανούς
σαν δηλητήριο ενέσιμο ιχώρ
και μεταβολισμένο από όσα το άγγιγμα φανέρωσε
θα το παραδώσω καθαρό
στο επόμενο καλοκαίρι
που θα με αγκαλιάσει…


αυγ2013



simplement... une petite fleur

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013



Κύτταρα


Περπατούσα
στην ακρογιαλιά
με τα μελλοντόμορφα ρόδα
η θάλασσα πηχτή
παγωμένη
ακίνητη
αφιλόξενη σκέφτηκα…
κάτω απ’τα πέλματά μου
τα ίχνη όλων των ανθρώπων
πάνω μου
χιλιάδες ουρανοί
άλλοι νιογέννητοι
άλλοι έφηβοι και ζωηροί
να εκτείνονται με έπαρση
σε όλες τις διαστάσεις
κι άλλοι γέροντες πια
υπερήλικες
που ξεψυχούσαν εκπνέοντας
βροχές από αίμα και θειάφι…

άκουγα τους ήχους των ψυχών
μακριά
απόστατους
και τρομερούς
το Άπειρο είχε ορμήξει
και με κατανάλωνε

τα κύτταρά μου
ορφάνευαν
κι έδιωχναν από πάνω τους
περίσσεια αιωνιότητας
που έπεφτε
σα ρούχο άχρηστο
στ’αχνάρια των ανθρώπων

από τα βάθη του ορίζοντα
άκουγα ρόγχους
από θνήσκοντες θεούς
σα θύελλα ξεσπούσε στ’αυτιά μου
μια αλλόκοτη σκόνη από ηχομορφές
που έλιωνε στο σώμα μου
γινόταν σωματίδια χρόνου
κι έντυνε σεντόνι σάρκωσης
τα ίχνη των ανθρώπων…

που είσαι; είπα

κι είδα τα γράμματα
να σχηματίζονται για λίγο
στην επιφάνεια της θάλασσας
κι ύστερα ν’αφανίζονται

σφίχτηκε η καρδιά μου
πονούσα
το στερέωμα γεννιόταν και πέθαινε
κάθε στιγμή
το μόνο αμετάβλητο
το πρόσωπό μου
πεισματικά αρνιόταν
να εγκαταλείψει το ανάγλυφό του…

κι ύστερα είδα
σα νύχτιο σέλας
στους φρενιασμένους ουρανούς
εκείνο το χαμόγελο
που μου είχες δωρίσει
όταν πρωτανταμώσαμε

πέταξα στη θάλασσα
τους δυο μου πνεύμονες
και το βλέμμα της Γνώσης των Πραγμάτων
κι έκανα το επόμενό μου βήμα
στο Υπέροχό σου…

δεκ2010


hands tale

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013





το λεπτό σου σώμα
μου αφηγείται
έχεις φιλοξενήσει ήλιο και χώμα
από τα καλοκαίρια σου
στο στήθος
και αρμόζει καλύτερα στη νύχτα
να μου τα προσφέρει

μια στιγμή από Κυριακή
ένα πρόσφορο Σαββάτου

χαμογελώ λοιπόν
όπως μου ζήτησες...

ανεκτικός που στάθηκε ο πόνος
και μου επέτρεψε να σε αγκαλιάσω
πάνω που ξημέρωνε
η πιο μεγάλη Δευτέρα
της ζωής μου...

2009


akt multikolor

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013




μην σταματάς να λαξεύεις το άγαλμά σου
Πλωτίνος



Εργαστήρι

Άρχισες δουλειά με το είναι σου
μικρός ακόμα
απαίδευτος
κι έπιασες να εργάζεσαι
πάνω στη πέτρα της ύπαρξης
με βλέμμα άδολο
με πνεύμα αμόλυντο
κι είχες για πρότυπό σου
μια αξόδευτη ψυχή
πώς να την προτυπώσεις
πώς να την αποδώσεις
ανάγλυφη
στερεωμένη
εύμορφη
απρόσμικτη

τις λέξεις έψαχνες
τα εργαλεία
διάβασες
μελέτησες
μόχθησες
ξενύχτησες πάνω
από ηρώων φωτιές
και ποιητών κραυγές
νύμφες χόρευαν
στο αρχαίο σου δάσος
και στάλαζαν οι ουρανοί
του κόσμου σου
οιμωγές Τιτάνων
και του Προμηθέα
το κοχλασμένο αίμα

απρόσιτος
θα πει κανείς
έγγλυφος
στο δώμα του εαυτού σου
όνειρος θεός
και δαιμόνων βλέμμα
αρπάχτηκες στου Χρόνου τις πόρπες
και αμάθητος που ήσουν
γκρεμίστηκες στα Τάρταρα
της ξιπασιάς σου
αλλά δεν έσβησες εκεί
ανάμεσα στις Άρπυιες
και στις Γραίες του Άδη
είχες στο νου σου
έν’άγαλμα
να φτιάξεις
με τα ίδια σου τα χέρια
ικέτεψες το Διόνυσο
κρασί ν’αρμέξει απ’τον παγκόσμιο πόνο
είχες μαζί σου την Εκάτη
κι αγνώριστος κυκλοφορούσες
νύχτες
στις ερημιές του νου…

σηκώθηκες
οι φλεγμονές σου
έχυναν πύο
τα μάτια σου
δάκρυζαν αίμα
κι όμως
σηκώθηκες

είχες ψυχή
ούρλιαζες
είχες μνήμη
και θυμήθηκες
είχες περπατησιά
και βάδισες
τη σκοτεινή ατραπό σου…

ορθώθηκες
έπιασες πάλι τη δουλειά
στο εργαστήρι του Ανθρώπου
ξανάρθες
αυτό το πρόπλασμα
σε περίμενε
ατελείωτο
λειψό
δεν είχες θάρρητα
να το κοιτάζεις
δεν είχες τόση ανάσα
για να το ζεστάνεις
κι όμως
σιγά σιγά
οι συλλαβές γυρίζαν
οι φθόγγοι
οι λέξεις
σχηματίζονταν ξανά
ερχόσουν πάλι
επέστρεφες

το φως που αρνήθηκες
εδώ είναι πάντα
δώσε στον κάθε χτύπο
του σφυριού
το χτύπο της καρδιάς σου
με το Αιώνιο συντονίσου
άλλο απ’αυτό δεν έχεις
αγάπησέ το!
Και το άγαλμα του είναι σου
ως το τέλος

Λάξευσέ το!



Φεβ 2010



“the tide”