Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 

Infinity by Domenico Petrocca

 

aeternum exilium

 

το φιλί της

εκείνη την ημέρα

που θυμάται το σώμα

κι εσύ κοντεύεις να ξεχάσεις

είχε τη δροσιά του ήρεμου

μοναχικού πρωινού

σε τόπο απόμακρο

δίχως θεούς ή ανθρώπους

και με το χρόνο να έχει σκαρφαλώσει

στη ράχη σου

και να σε γδέρνει σα μικρό γατί

 

αυτό ήταν το κύρος της στιγμής

κι εσύ το αγνόησες

έμεινες στο εγγύς, στο κερδισμένο άκοπα

της νεανικής γοητείας

και σου λείπει τόσο…

 

μα έρχεται η μέρα

που θα αποκαταστήσει τα πάντα

στην πρώτη τους δόξα

και το φως

για όσους δεν είναι τόσο τυφλωμένοι

θα κάνει διάφανο αυτό που έπεται

στυφό ή πικρό

γλυκό ή άγευστο

με το βλέμμα νιώθεις

κι όχι με το άγγιγμα

 

αν είναι αυτή η εξορία

ή η αιώνια που ακολουθεί

τι να σε ενδιαφέρει πλέον…

 

εσύ δεν ήσουν εδώ

όταν γεννιόταν

κι έτσι απαρηγόρητος

δεν συγκλονίζεσαι

δεν σπαράζεις…

 

τι κρίμα…

 

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

 

 
Απλώνεται ο κόσμος εμπρός μου
όσο ένα αποτύπωμα απ’το πόδι μου
όσο ένας καρδιακός παλμός
όσο μια ανάσα νοός
κι ένα βλέμμα ξοδεμένο
όχι στο χτες
μα στο α λ λ ι ώ ς

στεφανιαίος
λυγμός
ερωτικός
μονάχα ερωτικός

πνέων τα λοίσθια
μα παραδόξως σταθερός

ίλιγγος

τόσο απέχει απ’το παράδεισο 
ένας γκρεμός…

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

 

Ο λόφος του Σίσυφου

Τι συνέβη με τα πρόσωπα;
Με τις ρυτίδες που γέμισαν τσιμέντο
Με τα βλέμματα που μοιάζουν
εκμαγεία φωτός
Με τα δάχτυλα που αξεχώριστα γίναν;

Τι έγινε με τα πρόσωπα όσων αγάπησα;

Εσύ
αν ήσουν εδώ
θα μπορούσες να μου απαντήσεις…

Θα έπρεπε όμως πρώτα
να σου αφαιρέσω αυτό το ακάνθινο στεφάνι
απ’το χαμόγελο
κι αυτό το πικρό μαντήλι
με την αγωνία της νύχτας
απ’το μέτωπο
και θα έπρεπε ακόμα να σε κρατήσω για ώρα
να ζεσταθείς
μέσα στην αγκαλιά μου
να νιώσεις τον κόσμο φιλόξενο
και πάλι

και θα είχες κάτι να μου πεις
για εκείνα τα πρόσωπα
τα πρόσωπα
όσων αγάπησα
που έγιναν κηλίδες στον τοίχο
που έγιναν πατημασιές στην άσφαλτο
που έγιναν πέτρες
και στέκουν ασάλευτες
και σιωπηλές
στο λόφο του Σίσυφου….

 

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

 

Νημερτής


Δυναμένη

Φορεσιά απ’ το αρχαίο ύδωρ…

κλέβω απ’ το βλέμμα του Ποσειδώνα
μονάχα την ιερή οργή
ενός θεού εγκλωβισμένου
ενός ανθρώπου ξοδεμένου
ενός παιδιού αθάνατου
ενός θνητού πολεμιστή
κι εξαγοράζω δάκρυα
σταγόνες ευτυχίας
ρυτίδες από υδατώδες πυρ
πύρινα κορμιά
εωσφορικών τροχιών
στο απέραντο είναι…

(χιτώνας από νεραϊδοκλωστές
ο χρόνος πάνω μου
θωράκιο και πανοπλία μαγική
δεν ήρθα χθες
πριν από αιωνιότητες ήρθα
κι ακόμα μένω ανοιχτός
σαν πληγή απ’ την τρίαινα της Αμφιτρίτης)

Ευλιμένη
Δεν έβρισκα το δρόμο
ήμουν χαμένος
ανάμεσα σε ξάρτια κι άλμπουρα ναυαγισμένα
από μυθικές τριήρεις
των νικητών Αχαιών που ηττημένοι γύρισαν
από τη ματωμένη Τροία
πάλευα να ξεχωρίσω
ένα διάφανο ουρανό
ένα μονόκερω ολόλευκο
να με οδηγήσει
σ’ ένα λιμάνι απάνεμο
σε μια αγκαλιά ζεστή
σ’ ένα φωτισμένο αύριο
μακριά απ’ τη καταχνιά του Δία

(Το δρόμο μόχθησα να βρω
κι έχασα τον Οδυσσέα
στη φυλακή της Κίρκης
να ληστεύει τους αιώνες
με μια ματιά και μια ανάσα
καθώς η Ιθάκη αφανιζόταν
και ο μύθος ιστορία γινόταν
στο κέντημα της Πηνελόπης)

Κυματολήγη
Φορεσιά εξωτική και σπάνια
κι ένα χαμόγελο της Αφροδίτης
οι αγάπες μέσα μου
ένας Γαλαξίας ολόκληρος
στη χούφτα του Ηρακλή
και στο δρασκέλισμα της Νύχτας

συναπαντιέμαι με τον Έρωτα
αλητεύω στα σοκάκια
που πρώτος περπάτησε ο Σωκράτης
μιλώντας με τον Πλάτωνα
για την Αλήθεια και τη φύση του Είναι

Ανασαιμιές θεαινών
και αγγέλων φτερουγίσματα…

ύμνησα το θάνατό μου
και την ανάστασή μου είδαν πρώτοι
κάποιοι περίεργοι Μάγοι απ’ την Ανατολή

χωριστά το σκοτάδι απ’ το φως
χωριστά απ’ την αρχή το πέρας
χωριστά το εν απ’ το ουδέν
χωριστά κι ο κύκλος απ’ το διαβήτη

ο Πυθαγόρας με νανούρισε γλυκά
με το μονόχορδο και την τετρακτύ
κι ο Ματθαίος γυροφέρνει με τον Ιωάννη
σε πυρετικά όνειρα για τον Εσταυρωμένο

Τα κύματα θα πρέπει να ησυχάσουν
ο άνεμος να φιλιώσει με το θάνατο
ο Αδάμ να επιστρέψει στον Παράδεισο
και το νερό να παραδώσει τα σκήπτρα του στην πέτρα

Ευκράντη
Ανασηκώνω τα προσωπεία του υποκριτή
και τον αλώβητο υποκρίνομαι
έχω στ’ ακροδάχτυλά μου
πρησμένες φλέβες απ’ το Ιχώρ του Απόλλωνα
και στ’ αναφιλητά μου
με προδίδει ο σπαραγμός του Ναζωραίου ασκητή

Πρόσεχε, λέω στον εαυτό μου
να μη χαθείς σα θραύσμα
από τη γη της Ατλαντίδας
και μην απαρνηθείς στη θλίψη αυτής της προσευχής
την πρωταυγή της ύπαρξής σου

(Στο τραγούδι της Θελξιόπης
εγώ θα υποκύψω
με κερί τ’ αυτιά μου
δε θα κλείσω
είναι ο προορισμός μου
στον οργασμό του Νου ν’αφανιστώ
και τα φτερά
για τη βουτιά στην Αίτνα μου θ’ ανοίξω
έναν που έρωτα δικαιούμαι
όσο η ψυχή μου γυρεύει ν’ αναλώνεται
όσο το σώμα αντέχει να εκπυρώνεται
ακέραιο και ολόφωτο θα ζήσω)

Νημερτής
Στον πρόναο του Υδροχόου
κρύβομαι κι είμαι φανερός
είμαι ακόμη διάφανος και αναιμικός
σα πεθαμένος Σάτυρος
σαν κουρασμένος Σειληνός

στ’ αριστερά μου ξεψυχάει ο Προμηθέας
κι ανασταίνεται ο Κερασφόρος
στα δεξιά μου φάτνη ετοιμάζεται
να γίνει Αλήθεια και Οδός
στο τρίστρατο του αείποτε ξαπλώνω
να υποδεχθώ φωτιά και λάμψεις κι αίματα ηρώων
οι χρυσοφόροι Μήδες του Μεγάλου Βασιλιά
του Αλέξανδρου οι αήττητοι σαρισοφόροι
οι λεγεώνες του Ιούλιου Καίσαρα
κι οι Σταυροφόροι Ιππότες του Ναού
επάνω μου να περπατήσουν
να με μπολιάσουν με χλομά αδιέξοδα
να με σκοτώσουν άπειρες φορές
να με πουλήσουν
να με ξεγελάσουν
να’ ρθω ξανά και πάλι απ’ την αρχή
από το χθες γεμάτος
απ’ το αύριο άδειος
απ’ το κενό αιώνιος
χωρίς λαλιά ανώνυμος
χωρίς ματιά αστερέωτος
ζευγαρωμένος μόνο με τον τυφλό ποιητή
σαν ραψωδία ιερός 
 
κι απρόσιτος…