Ανθρωπομέτρης
Σάρκινα λουλούδια
φυτρώνουν σε μια άρρωστη γη
πάνω τους κόκκινες δροσοσταλίδες
ο χρόνος
δηλητηριάζει τα φύλλα
και τους μίσχους
ποτίζει με ιχώρ που αχνίζει
Σε είδα ξέρεις
στ’ όνειρό μου
γινόσουν χώμα
γινόσουν δέντρα
γινόσουν σύννεφα
γινόσουν αίμα…
Ο ανθρωπομέτρης
άπλωσε ένα λευκό μανδύα
πάνω στο πρόσωπό μας
το φως τρυπώνει μέσα από τη σκέψη
η αθανασία τρυπώνει από τη προσευχή
η αγάπη απόλυτη τιμή
και δεν αντέχει
ν’αργοπεθαίνει στο περίπου…
Σε είδα πάλι
ν’αγκαλιάζεις τον ήλιο
μονάχα με το χαμόγελό σου
καιγόσουν
γλώσσες φωτιάς
εξέχεαν τα σωθικά σου
και δεν ζητούσες να εξαγοράσεις
το πυρετό με τη δροσιά
αλλά το αύριο
με το τώρα
χωρίς να ξέρεις
πως ζούσες ξανά και ξανά
όλο το παρελθόν σου
σε μια εξάχνωση του απείρου
μόνο…
Ο ανθρωπομέτρης
άνοιξε ένα από τ’αναρίθμητα κελιά του
έβγαλε έναν ανήλικο ήλιο
στον λευκό σου κόρφο τον απίθωσε
άγγιξε τα πλευρά σου
τα φτερά σου άνοιξαν
σε άγγιξε στο πρόσωπο
και η λάμψη από την ομορφιά σου
απλώθηκε σε χίλια στερεώματα
άγγιξε το μυαλό σου
για να μπορέσεις να τον δεις
κι ύστερα
χαμογελώντας σαν μικρό παιδί
με μια του κίνηση
χώρισε το σώμα απ’το κεφάλι
και το ζεστό σου αίμα
που πλημμύρισε την μαύρη θάλασσα
του απείρου
έγινε γεννήσεις
έγινε θάνατοι
έγινε ρίγος
έγινε χώρος
έγινε άνθρωποι
ξανά…
Νοε 2009