Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025


Cesset superstitio, sacrificiorum aboleatur insania…
[Ας σταματήσει η ψευδής πίστη
και ας καταργηθεί η τρέλα των θυσιών…]

Codex Theodosius XVI, [10,2...] - 341μ.Χ.



Pagano superstitio crimen publicum

«Επειδή τινες εύρηνται
τη των ανοσίων και μυσαρών Ελλήνων
κατεχόμενοι πλάνη…»


Ο Ιεροφάντης σήκωσε
το γερασμένο βλέμμα του
στον ουρανό
τρεμάμενες λέξεις
παιδιά θανάτου κιόλας
βγαίναν στο φως της μέρας
έπεα πτερόεντα…

‘που ενοικείτε πια
αν μας εγκαταλείψατε;
αν από τα ιερά σας απέχετε
αν στις καρδιές μας
αρνείστε πια
να εδράζεστε;
Απέπτη θλίψις
και κει που είστε
μακάριοι όντες
θ’ ανταμώσουμε…’

και λίγο πριν
σβήσει για πάντα
το ιερό πυρ
στον πανάρχαιο βωμό
το δηλητήριο γεύτηκε
που είχε αποσώσει ο Σωκράτης
χίλια χρόνια πριν
για τους αδελφούς της Αλύσου
να μην ακούσει
βαρβαρικές ιαχές
το τελεστήριο να ρυπαίνουν
να μολύνουν το είναι του
και μελανειμονούντων το μαχαίρι
να μην του σκοτεινιάσει
τον ήλιο…

σπαρτάρισαν τα μέλη
ελαφρά μειδίασαν τα χείλη
και η φτερωτή ψυχή
στα Ηλύσια απεδήμησε
των Ηρώων ομοτράπεζη
συγκαθήμενη των φιλοσόφων
των αθανάτων όντων λατρευτή…

‘Το Εν
Το Άχρονο
Το Αδιάστατο
μας γέννησε από τις φτερούγες της Νύχτας
ήρθαμε
δειλοί
σαρκωμένοι το Όλο
πώς να το ξέρουμε
άνθρωποι
γιοι ανθρώπων
εντούτοις ήρθαμε
να περπατήσουμε σε μια κουκίδα γης
να ψηλαφήσουμε το άπειρο
με τα μικρά μας χέρια
και δεν αντέξαμε
να πεθαίνουμε διαρκώς
στης άγνοιας την άβυσσο…

…δεν αρνηθήκαμε το σώμα
δεν αφυδατώσαμε το πνεύμα
δεν στερηθήκαμε τους ωκεανούς
για μια σταλιά ησυχίας
στο διψασμένο στόμα
έχουμε βλέμμα
έχουμε αίμα
σάρκα έχει και η ψυχή
και γραπώνεται στο τώρα
σπουδάζουμε διαρκώς
του ανθρώπου το φθαρτό
του βροτού το εφήμερο
της μητέρας φύσης
το μέγιστο κάλλος
της Νέμεσης
το σκληρό μαχαίρι
της Αδράστειας
το λευκό χαμόγελο
και της Ανάγκης
το απέριττο δραν…

…Μητέρα Μεγάλη
Κόρη αγαπημένη
Χρυσό μου Ρόδο
δεκαεξαπέταλο
αν με ακούει κάποιος
από των όλβιων τα δώματα
ας κόψει με το δρέπανο
τον μίσχο του είναι μου
και ας με παραδώσει στην αχλύ του χρόνου
να κυκλωθώ ειρηνικά
από όλα που αγάπησα
ν’αναχωρήσω
ευγενικά
εναγκαλισμένος
το Ιερό Μηδέν
που με περιέχει…

αγαπώντας ήρθα
αγαπώντας φεύγω…’


Στον Ιλάριο
τελευταίο (; ) εν Ελευσίνι ιεροφάντη
των ιερών Μυστηρίων της Κόρης

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025


Σκιάχτρο


Το βλέμμα σου
Αναζητώντας έναν διαλύτη σκότους
Ακρωτηρίασε όλους τους ουρανούς
Κι έχει ξεχυθεί
Σαν άτακτο παιδί
Στις εξοχές της Άβαλον

Αναρωτιέσαι ακόμη (;)
Άξιζε όλη αυτή τη σπατάλη ανθρώπων
Η Δημιουργία;

Το σώμα σου
Είδες σταυρωμένο σκιάχτρο
Να επιτηρεί την κληρονομιά του Πατρός

Κι αρνιέσαι ακόμα την συμβασιλεία
Γιατί τάχα γεύτηκες το νόστιμο καρπό
Και δεν ξέρεις
Ότι η σοδειά ήταν μολυσμένη
Και αργοπεθαίνεις…

Κι όμως
Στερεωμένος στο ευρύστερνο παθείν
Που δεσμεύτηκες να υπηρετήσεις
Κολακευμένος
Ανοίγεις το στόμα σου
Με τα σαπισμένα δόντια
Και χαμογελάς

ι έτσι) απαντάς
Σε όλα σου τα ερωτήματα
Κάθε πρωί
Λουσμένος από την αυθάδεια
Του ακριβού σου σπέρματος…

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025



Ενδοφλέβια


Είναι αυτή η μοχθηρή σιγή
που ερωτικά γλύφει τις πέτρες
και το σώμα οργώνει

ενδοφλέβια ο χρόνος
πάντα σκοτώνει
όχι ορθωμένος απέναντι
να σε κοιτάει στα μάτια

ενδοφλέβια ο νόμος
πάντα αλλοιώνει

είναι αυτή η σιωπή
σαν ηλιόλουστη μέρα
που υπόσχεται φως
και μόνο νύχτες σου δίνει…




Away from time

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

 

  

Πέμπτη Εποχή

 

Σκεφτόμουν λοιπόν

όμορφα πως ερχόταν η Άνοιξη κι εμείς

δεν βλέπαμε

δεν την υποδεχόμασταν

παρά με ανάσες δύσκολες

και με βλέμματα απουσίας

 

περνούσες από μέσα μου

σα να ήμουν ολότελα διάφανος

και ήμουν

κι εγώ μετρούσα κάθε ανασήκωμα του στήθους σου

μέρα και νύχτα

λεπτό το λεπτό

 

έτσι που λες

σκεφτόμουν

δεν την γευόμασταν

γεύση δεν είχαμε πια

από χρόνια

 

δεν τη μυρίζαμε

μονάχα λάθρα βρίσκαμε σε κάποια μυρωδιά

κάτι από λουλουδιών πνοές

κάτι από ήλιο

 

χειμώνας για μας

όλος ο χρόνος

επί χρόνια αμέτρητα

 

μα κι ούτε καν χειμώνας

 

ζούσαμε πια σε μια δική μας

Πέμπτη Εποχή

άξενη, πικρή, σκληρόκαρδη

 

και οι δυο καλά

ξέραμε τ' όνομά της

 

σιωπή…


Παρασκευή 9 Μαΐου 2025



Λεκές…

Σηκώθηκε νωρίς
φίλησε τη γυναίκα του
αστειεύτηκε με τα παιδιά του

έριξε μια ματιά στον καθρέφτη
κάποιο σημάδι στο αριστερό μάγουλο
κοντά στον κρόταφο
να το κοιτάξω

έφαγε πλούσιο πρωινό
πολύ πλούσιο
και λίγη δίαιτα δεν βλάπτει
του είπε εκείνη
ναι, δεν βλάπτει
της είπε εκείνος

πήγε στο παράθυρο
άνοιξη
όμορφη μέρα

κοίταξε το ρολόι του
δώρο αγαπημένο
της αγαπημένης του

θ’αργήσω

μπήκε στο αυτοκίνητο
να μην ξεχάσω να το πλύνω
πήρε τους γνωστούς δρόμους
κίνηση
σκατά, κάθε μέρα τα ίδια
έφτασε στο γραφείο του αγχωμένος

κάθε μέρα τα ίδια

η γραμματέας περίμενε
με τα χαρτιά στο χέρι
με το μεταλλικό χαμόγελο
με την αγωνία στο βλέμμα

καλημέρα
ποιον έχουμε σήμερα;
εκείνους τους 3 της απεργίας για να…
ναι ξέρω… τον καφέ μου και φέρτους

στο γραφείο η φωτογραφία της γυναίκας του
αγκαλιά με τα παιδιά
η αγάπη μου και οι θησαυροί μου

είπε και υποδέχτηκε τους τρεις…

με πιέζουν…
προσπάθησα…
μακάρι να μπορούσα…
πολύ δύσκολη εποχή…
δεν έπρεπε να απεργήσετε…
τι τις θέλατε τις απεργίες
δεν κοιτάγατε τα χάλια σας;
δεν λυπηθήκατε τα παιδιά σας…
θα σας κρατούσα αλλά…
το κράτος μας πιέζει όλους…
να είχατε μυαλό…
να είχατε μυαλό…

να είχατε μυαλό…

ήρθε ο καφές
ήρθε η τυρόπιτα
ήρθε το κρουασάν

και λίγη δίαιτα δεν βλάπτει

χύθηκε ο καφές στη γραβάτα
λεκές…
ποιος την ακούει τώρα!

γαμημένη μέρα!

κι ήταν δώρο αγαπημένο
της αγαπημένης του…

Κυριακή 27 Απριλίου 2025



Η ημέρα


Ο άνθρωπος με το ανεξιχνίαστο βλέμμα ήταν υπερήφανος που είχε την ημέρα. Καμάρωνε για τούτο το έργο, το ολόδικό του. Μοιάζει με την ανάσα μου, σκεφτόταν. Η ημέρα είναι το δικό μου έργο, είναι αληθινό, είναι η δημιουργία μου. Και με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποφάσισε να αποδράσει σ’αυτήν.

Η ημέρα του θα ξεκινούσε κάπως μελαγχολικά. Θα επισκεπτόταν ένα μνήμα.

Ήρθα να σου μιλήσω πατέρα, είπε δυνατά. Ήρθα να σου μιλήσω για τον παιδικό μου ήλιο, για την εφηβική μου άνοιξη, για το χειμώνα της ενηλικίωσής μου. Τι απόγιναν εκείνα τα βράδια που μοιραστήκαμε τα όνειρά μου; Τι απόγιναν εκείνες οι βόλτες κάτω απ’τον ήλιο της ωρίμανσής μου; Τι απόγιναν εκείνα τα πρωινά στη θάλασσα του φόβου; Δεν έχω εκείνο το βλέμμα πια πατέρα. Όμως, έχω κάτι σπουδαίο και ήρθα να στο πω. Έχω πια την ημέρα. Την πρώτη αληθινή, δική μου. Και ήρθα με ένα χαμόγελο να στο πω. Στο αφήνω τούτο το χαμόγελο εδώ και φεύγω για να τη ζήσω.

Η επόμενη στάση του ήταν ένας βράχος, δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εδώ έχω ξεχάσει εκείνο το βλέμμα μου, είπε και άρχισε να ψηλαφεί το βράχο. Ύστερα από λίγα λεπτά, χαρούμενος για την επιτυχία της αναζήτησης, κάθισε στο μικρό βράχο και σιωπηλός μίλησε στη θάλασσα.

Δεν με ξεγελάς με το απέραντό σου αδελφή μου. Έχεις φωλιάσει στο γνόφο του Αγνώστου και μονάχα οι ποιητές μπορούν να σε διαβάσουν. Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι. Είσαι άγνωστη, μυστηριώδης αλλά δεν είναι εκεί η γοητεία σου. Οι ποιητές μοιάζουν με τα μικρά παιδιά, νομίζουν πως συντονίζονται με την αναπνοή του κόσμου. Εσύ όμως ξέρεις, τίποτε απ’αυτά δεν είναι αληθινό. Μονάχα τούτη η ημέρα είναι αληθινή και δεν θα μοιραστώ το βλέμμα της μαζί σου. Γιατί εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις τα βλέμματα. Όμως, εγώ βρήκα εκείνο που αναζητούσα και σε αφήνω τώρα.

Κάποια στιγμή, βρέθηκε σε μια παγωμένη περιοχή του κόσμου. Σε μια φιλόξενη, ζεστή γωνιά, επισκέφτηκε τη φωλιά δυο λύκων που προστάτευαν τα τρία μικρά τους. Ο αρσενικός αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε με ένα απαλό γρύλλισμα. Η θηλυκιά έδειξε προς στιγμή τα δόντια της αλλά σύντομα παραμέρισε και άφησε τον άνθρωπο με το ασύνορο βλέμμα, να πλησιάσει τα μικρά που είχαν κουρνιάσει δίπλα της.

Για σας ήρθα ως εδώ αδέλφια μου. Για σας. Είστε η υπόσχεση μιας υπέροχης ζωής και το ανυπότακτο και ανεξημέρωτο της φύσης σας μου ταιριάζει όσο τίποτε άλλο. Ήρθα να σας αφηγηθώ τη ζωή μου. Θα μείνω και θα μεγαλώσω μαζί σας. Όσο η ημέρα μου να φτάσει στο μεσουράνημά της, όσο η αναπνοή μου να γίνει αξεχώριστη με τη δική σας, όσο η καρδιά μου, θα αντέχει να στοχάζεται τη θνητότητά σας.
Κι ήρθε το μεσημέρι και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια των λύκων. Και μετά, έφτασε σε έναν οικισμό ψαράδων, σε κάποιο άγνωστο, απόμακρο νησί της Γης. Κάθισε να γευματίσει με μια πολυμελή οικογένεια σε μια ταπεινή καλύβα, πάνω απ’τη μελαγχολική θάλασσα. Ο πατέρας μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα και συχνά γελούσε. Η μητέρα καθόταν σιωπηλή και έτρωγε από το κοινό μεγάλο βαθύ πιάτο. Τα έξι παιδιά, καθισμένα το ένα στριμωγμένο δίπλα στο άλλο, δεν αντιδρούσαν. Μονάχα το μικρότερο, ένα όμορφο κοριτσάκι, είχε στυλώσει το βλέμμα του στον άγνωστο επισκέπτη και δεν έτρωγε.

Για σένα ήρθα μικρή μου αδελφή. Για σένα. Ήρθα λοιπόν, να ξέρεις, ως εδώ, γιατί ήθελα να συνομιλήσω με το απροσδόκητο, με το νημερτές, το αείρροο… κάποτε θα αναζητήσεις κι εσύ το δικό σου βλέμμα αδελφή μου, θα το αναζητήσεις με πάθος… σου εύχομαι να έχεις τη φωτιά από τα ηφαίστεια της Μάνας και την ευρύτητα του Ωκεανού που θρέφει την οικογένειά σου. Εσύ είσαι όλοι οι άνθρωποι, αυτό να ξέρεις κι όταν στρέψει κάποιος το σκληρό του βλέμμα πάνω στο δικό σου Αχανές, να ξέρεις, κι αυτός εσύ είσαι … και δεν θα σκληρύνει η καρδούλα σου…

Ήταν κιόλας απόγευμα. Ο άνθρωπος με το Αχανές στο βλέμμα του, βιαζόταν. Έφτασε στα πέρατα του κόσμου, σε μια απόκρημνη κατάξερη βραχοσειρά που την είχε ψήσει ο ήλιος και κάθισε έξω από τη φωλιά ενός αετού. Υπήρχε ένας νεοσσός εκεί που τον υποδέχτηκε κουνώντας τα αδύναμα φτερά του και άνοιξε το στοματάκι του. Ελάχιστα μετά, ακούστηκε το φτερούγισμα του πατέρα του που ερχόταν να το ταΐσει. Η μάνα το είχε αφήσει μόνο του για λίγο, θα το τάιζαν εναλλάξ για καιρό ακόμα. Ο πελώριος, πανέμορφος αετός κάλυψε με τις φτερούγες του τη θέα του μικρού και από το ράμφος του κρεμόταν ένα διαμελισμένο ζωάκι. Άρχισε να το κόβει σε κομματάκια και να το χώνει στο ορθάνοιχτο στόμα του μικρού που έκρωζε τρισευτυχισμένο. Ο άγνωστος με το βλέμμα του Απείρου χαμογέλασε.

Ήρθα για σένα μικρέ μου αδελφέ. Κάποτε θα ορίζεις με το πέταγμά σου όλο το στερέωμα. Μα τώρα, δεν το ξέρεις, τώρα είσαι αναπαυμένος στις φροντίδες του βασιλιά πατέρα σου. Κι όμως, μπορείς να μ’ακούσεις. Θέλω να σου αφηγηθώ τη ζωή μου και δεν έχω πια άλλο χρόνο. Όταν θα μεγαλώσεις και το ανάπτυγμα των φτερών σου καλύψει τις φαντασιώσεις των βάρδων της νύχτας, τότε θα ακούσεις τη φωνή μου… θα με καταλάβεις, θα το αφηγηθείς κι εσύ στο στερέωμα που θα δονείται από τις ιαχές σου…

Η ημέρα τελείωνε και θλίψη γέμισε την καρδιά του ανθρώπου. Πριν επιστρέψει, έπρεπε να πάει κάπου ακόμα.

Ήταν ένα συνηθισμένο, μικρό διαμέρισμα κι ένα συνηθισμένο υπνοδωμάτιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ξαπλωμένη. Κάτωχρη, σιωπηλή, έτοιμη για το ταξίδι της. Στο προσκεφάλι της ένας άντρας της κρατούσε το χέρι. Είχε την ηλικία της ίσως λίγο μεγαλύτερος και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Είχε έναν απαλό, εσωτερικό λυγμό που του έφερνε μια μικρή δύσπνοια. Το οστεώδες, μικρό χέρι της γυναίκας ήταν χωμένο στο μεγαλύτερο δικό του και εκείνος το έτριβε με άπειρη τρυφερότητα ενώ που και που το έπλενε με τα δάκρυά του.

Για σένα ήρθα αδελφή μου, είπε ο άνθρωπος με το Πρώτο Βλέμμα στα μάτια του και είχε ένα παράξενο φως στο πρόσωπό του. Για σένα και τη μοναξιά που κληροδοτείς. Τη μοναξιά που κληρονόμησες κι εσύ κάποτε. Κι όμως, δεν ήρθα να σου πάρω τον πόνο γιατί δεν το έχεις  ανάγκη. Ήρθα για να σου αφηγηθώ τις τελευταίες μου ενοράσεις για το Απόλυτο και να ζεστάνω την καρδιά εκείνου που σε λατρεύει και υιοθέτησε το λυγμό σου και τον ανασαίνει τώρα. Οι νύχτες του πια θα είναι απέραντες σαν τις ερήμους της Γης και ο ήλιος δεν θα ανατείλει ποτέ πια. Όμως, έχεις φροντίσει να μην αδικήσει το χρόνο που του απομένει με τον αιώνιο θρήνο για το μάταιο του βίου. Ετοίμασες ένα υπέροχο δείπνο αναμνήσεων για κείνον και να το ξέρεις, από τούτο το φαγητό, δεν θα χορτάσει ποτέ του.

Ήταν ώρα να επιστρέψει.

Αρπάχτηκε από το φεγγάρι που συνόδευε τα βήματά του, έκλεισε κάτω απ’τη μασχάλη του το μικρό σακίδιο με τα άχρονα όνειρά του, πήγε στο μικρό παρκάκι που είχε την πρώτη ανάμνηση της σάρκινης πορείας του στον κόσμο, ξάπλωσε σε ένα μοναχικό παγκάκι, έβαλε το σακίδιο κάτω απ΄το κεφάλι του και με το ομορφότερο χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποκοιμήθηκε.


05.05 PM