Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

 

 Omen  Aeternus 

 

 …και υπήρχαν δρόμοι σκοτεινοί κατά τη διάρκεια της ημέρας

έγκυες γυναίκες απέβαλλαν δίπλα σε περιττώματα σκύλων

μοναχικοί εφιάλτες έκραζαν τους ονειρευτές τους

λεπροί  κανίβαλοι νάνοι

ιερουργούσαν στις εκκλησίες

 

και το πνεύμα του Θεού περιφερόταν πάνω από το λερό κορμί της Γης…

 

 …και υπήρχαν παιδιά πρησμένα από το χτες

δημαγωγοί σάτυροι και νεκρονόμοι

κρεμασμένοι έξω από τα σπίτια τους από τσιγκέλια

στα σχολεία

οι καθηγητές ουρούσαν πάνω στα βιβλία τους

 

και το πνεύμα του Θεού περιφερόταν πάνω από το λερό κορμί της Γης…

 

 …και λάμβανε την θεία κοινωνία ο μοιχός

και δεν νεκρωνόταν

και λάμβανε την θεία κοινωνία ο βλάσφημος

και δεν νεκρωνόταν

και λάμβανε την θεία κοινωνία ο άγιος

και πυρπολείτο το σώμα του

 

και το πνεύμα του Θεού περιφερόταν πάνω από το λερό κορμί της Γης…

  

…και πήρε τα παιδιά του ο Κερασφόρος

και τα έκλεισε όλα σε μια μεγάλη κιβωτό

της έβαλε φωτιά που θέριεψε με ανθρώπινο λίπος

και όταν κατέκαυσε ό,τι είχε απομείνει στην ταλαίπωρη γη

ανελήφθη στους ουρανούς

 

και το πνεύμα του Θεού δεν περιφερόταν πια

πάνω απ’ το λερό κορμί της Γης…

 

 

Apocalypse

© Vadim Dimoff

Who can save us?


Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

 

Infinity by Domenico Petrocca

 

aeternum exilium

 

το φιλί της

εκείνη την ημέρα

που θυμάται το σώμα

κι εσύ κοντεύεις να ξεχάσεις

είχε τη δροσιά του ήρεμου

μοναχικού πρωινού

σε τόπο απόμακρο

δίχως θεούς ή ανθρώπους

και με το χρόνο να έχει σκαρφαλώσει

στη ράχη σου

και να σε γδέρνει σα μικρό γατί

 

αυτό ήταν το κύρος της στιγμής

κι εσύ το αγνόησες

έμεινες στο εγγύς, στο κερδισμένο άκοπα

της νεανικής γοητείας

και σου λείπει τόσο…

 

μα έρχεται η μέρα

που θα αποκαταστήσει τα πάντα

στην πρώτη τους δόξα

και το φως

για όσους δεν είναι τόσο τυφλωμένοι

θα κάνει διάφανο αυτό που έπεται

στυφό ή πικρό

γλυκό ή άγευστο

με το βλέμμα νιώθεις

κι όχι με το άγγιγμα

 

αν είναι αυτή η εξορία

ή η αιώνια που ακολουθεί

τι να σε ενδιαφέρει πλέον…

 

εσύ δεν ήσουν εδώ

όταν γεννιόταν

κι έτσι απαρηγόρητος

δεν συγκλονίζεσαι

δεν σπαράζεις…

 

τι κρίμα…

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025


γραμμές
αγάπης...


έχει μια παράξενη ησυχία απόψε...

νομίζω πως για κάποιον άγνωστο λόγο
θέλησαν όλοι
έστω για λίγο
να μου επιτρέψουν να σε ορθώσω εδώ
στο μοναχικό μου δωμάτιο
να έχω τις διαστάσεις σου
να έχω την ανάσα των χεριών σου
την αύρα των χειλιών σου

καθώς μιλάς
εγώ να μένω σιωπηλός

καθώς γελάς
εγώ να κρατάω σαν φύλακας πολεμιστής
την ιερότητα
ακέραια...

όταν εισπνέεις
να κρατάω την ανάσα μου

κι όταν εκπνέεις
να σ'ακολουθώ
να συντονίζομαι μαζί σου

σε κείνο τον όμορφο
τον μαγικό
τον σπάνιο χορό
δυο υπάρξεων
που μέσα
σε τούτη την αληθινά
παράξενη ησυχία
είναι μαζί
έχουν μαζί
νιώθουν μαζί
γεννούν μαζί
ένα ολόκληρο σύμπαν
από μουσικές
και παύσεις
και ματιές
και δρόσινα φιλιά

και ακόμη

εκείνες τις ολόφωτες
παλλόμενες
σαν μέδουσες με πολύχρωμα πλοκάμια
στων αβύσσων τα ασύνορα βάθη
αδρές κι ευγενικές

γραμμές
αγάπης...

 

 

Lovers
Art Print by Takeshi Marumoto

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

 


Εσύ άγνωστε
που με προσπέρασες με το βλέμμα στο δρόμο
τον ιδρώτα στο πρόσωπο
τη σιωπή στο πουκάμισο
δεν ήξερες
πως με διδάσκεις
στην ένταση του πρώτου στοχασμού
να υποδέχομαι την κάθε σταλαγματιά φωτός
σαν δώρο απρόσμενο!

Κι εσύ
που με το φίλο σου αρπάζεσαι
και αραδιάζεις τα τεκμήρια του θριάμβου σου
ενώ εκείνος συρρικνώνεται ολοένα
μπροστά στο ανάστημά σου
δεν ήξερες
πως με διδάσκεις
να αντισταθμίζω στο πυρωμένο χτύπημα της φλέβας
της άρρωστης από το νέκταρ της αλαζονείας
ένα χαμόγελο αδειοσύνης
και την απουσία της ώρας
από το λεπτό
και του λεπτού
από το δευτερόλεπτο…

Όμως κι εσύ
που φωνάζεις
κρυμμένος πίσω από μια στολή
ή μια θέση
ή ένα πρόσκαιρο αξίωμα
δεν ήξερες πως με διδάσκεις
να στερεώνω κάθε βράδυ στον ουρανό
με υπομονή ασκητή
και πείσμα ερημίτη
όλα τα πληγωμένα άστρα
που θα ήταν κιόλας νεκρά
αν δεν προλάβαινε ο Τρελός με τη μαγκούρα
να τα μαζέψει στην αρχαία του αγκαλιά
και να τα εμπιστευτεί
σ’ένα παιδί
ή σ’έναν ονειροπόλο
για να τα θεραπεύσει…

και αν δεν έχουν επιβιώσει όλα τους
ως το επόμενο πρωινό
η τιμωρία μου θα είναι
να μένω σιωπηλός
ώσπου εντός μου ν’αναστηθεί ξανά
σαν φως
σαν έρωτας
σαν λόγος

ο Ένας και ακέραιος
που με διδάσκει διαρκώς
πως
διδάσκαλοι
δεν υπάρχουν
μονάχα
διαρκής μαθητεία…

κι αγάπη


διαρκής…



Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024



Οικέτης


Στο σπίτι αυτό που μεγάλωσα
που μεγάλωσε μαζί μου και ο χρόνος
στερεώνω τα μάτια μου
σε τοίχους σάρκινους
φθαρτούς
κι εκείνα αρνούνται τη ψεύτικη ανάπαυση
και πέφτουν

Κόλακας έγινα
του χειμέριου εγώ μου
έτσι ώστε ασφαλής
στις θερινές μου αποδράσεις
να θωπεύω όση έπαρση αποθησαύρισα
στους σκοτεινούς
εαυτικούς μου αιώνες
αλλά απ’την άλλη
ακόμα κι αν έχω τις πρώτες μου συντεταγμένες
κρυμμένες κάπου
κάπου κρυφές
για να εκκαλώ την ήττα μου
δεν επέστρεψε κανείς
από την προκεχωρημένη γραμμή του πυρός
για να μ’εδοφιάσει με ζωτικές
και σφριγηλές
ελπίδες νίκης

κι έτσι

στο σπίτι αυτό
που μεγάλωσα οικέτης
και τόσο καλά γνώρισα
ως και τις υγρές ανάσες στις κόχες
δεν απαντά κανείς
στις ιαχές μου
ούτε κι εγώ πια
απαντώ
στην ηχώ του μυαλού μου

έγινα
ίσως πει κανείς
τόσο πιστό
και θαυμαστό
αντίγραφό μου



Ashes to Dust!

Olivier Valsecchi

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024



Λευκή Ελπίδα

Τον βάφτισαν
‘Ο άνθρωπος – ψάρι’
Πριν γεννηθεί
τον μαχαίρωσαν
στο υπογάστριο
Το ένα του μάτι
διογκωμένο
έβλεπε την μειλίχια προστυχιά της μέρας
το άλλο
σφαλισμένο επιδέξια
ζωντάνευε τη νύχτα
όνειρα πυρός

Ο δόκτωρ Μέγκελε
εκείνης της μαύρης πτέρυγας
που ακόμα βρωμάει και ζέχνει
φύτεψε τον πυρετό στη μια αδελφή
και την άφησε να πεθαίνει
και η δίδυμη κλαίγοντας
της έφερνε βροχής νερό
μέσα στο στόμα
γιατί αν πέθαινε η μια
χανόταν και η άλλη

οι δεσμοφύλακες διασκέδαζαν
έβαζαν στοιχήματα
αν θα τα καταφέρει…

Λευκή ελπίδα

Ο άνθρωπος – ψάρι
κουρνιαξε στο ουρλιαχτό του
και περίμενε
σαν ήρθε ο νοσοκόμος της αυγής
του έμπηξε το καρφί στο μάτι
άνοιξε την πόρτα της παράγκας
κι έτρεξε στο αιώνιο
να βρει κείνο τον ήλιο
που του υποσχέθηκαν

κι όταν άκουσε
τις πρώτες ριπές να μπολιάζουν την αυγή
με το αίμα του
γύρισε κι είδε τις δυο αδελφές
πιασμένες απ’το χέρι
να χαμογελούν

στην απέναντι πτέρυγα
ο ήλιος είχε ανατείλει…

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

 

walking to the light... Nic Keller

 

 

Νήδυμος ύπνος


Νεκρική φρουρά

ολόγυρα

το μικρό σεντόνι

αποσιώπησε τον ερχομό σου

άλλη μια νύχτα 

 

με κρύβουν από σένα

μεξαπατούν

με μια ιέρεια Κυριακή

που ξέρω καλά

πως δεν υπάρχει

και θέλουν να καρφώσουν

το φωτεινό σου βλέμμα

πάνω στο σταυρό

της μοναξιάς μου

 

όλα εργάζονται 

τη σωτηρία μου

ως κι ο αιχμάλωτος

πορτοκαλί ουρανός

που στάζει τον φυγεύθυνο εαυτό μου

σε μικρές σταγόνες αλητείας

για να μπορώ να λιποτακτώ

ελεύθερα

και αναίμακτα

 

όλα εργάζονται

αυτό το νήδυμο ύπνο

που μαυλίζει

που ναρκώνει 

που σκοτώνει

αργά και σταθερά

σίγουρα πράγματα

εξακριβωμένα

 

αλλά κανείς δεν ξέρει

το αντάρτικο που έχουν στήσει

όλες μου οι αισθήσεις

και τη γιορτή που ξεκινά

στο μυαλό, στην καρδιά

και στην ψυχή

κάθε που νυχτώνει

και μέσα στο βασίλειο 

των σκιών εγώ ολόφωτος

στήνω χορό

και σε περιμένω…

 

Δεκ 2024

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024


Το Άδειο


Θυμάμαι λοιπόν εκείνη τη μέρα
που έφυγες

δεν θα υποκύψω στον ελεεινό πειρασμό
να την αποκαλέσω αποφράδα
όπως βραβεύει κάποιος μεγαλαυχώντας
σαν επηρμένος αθλοθέτης
τον έσχατο με το αριστείο του πρώτου

το βήμα σου που άνοιξες
για να μπεις στο τελευταίο λεωφορείο
κάπως βιαστική
κι όχι ακριβώς
λυπημένη
περισσότερο αμήχανη

‘θα τα πούμε’
μα ποτέ δεν τα’παμε ξανά
το ξέραμε

από τον ήχο των ανθρώπων
ολόγυρα
από το βάρος του ουρανού
πόσο παράξενο!
από την έλλειψη οξυγόνου

το νιώθαμε

‘να τα λέμε’
και ποτέ δεν τα’παμε ξανά

βλέπεις η σιωπή
είχε ένα κύρος και μια ιερότητα
σαν στοργική τροφός
που τρυφερά το σκέπασε
αυτό το ιλιγγιώδες χάσμα που ανοιγόταν

και δεν τολμήσαμε ποτέ
να την ταράξουμε

‘τα λέμε λοιπόν’
και κρεμόταν απ’τα χείλη μας
το Άδειο

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

 


Εύθραυστος


Κάποτε γνώρισα έναν άνθρωπο
εύθραυστο
σαν την πρωινή δρασκελιά της θάλασσας
είχε δυο χέρια
σαν πήλινες προσευχές
ζεστά και όμορφα
μα φοβόσουν να τα σφίξεις δυνατά
μήπως και σπάσουν…

περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους
και άφηνε ίχνη ζωηρά
χαμογελούσε
και η ανάσα του
ζωγράφιζε ξανά τον κόσμο
κοιτούσε με ένα βλέμμα
που είχε την αλήθεια του πόνου
και την ιερότητα του χώματος

περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους
και η ευγένειά του
χαράκωνε τη χυδαιότητα
σαν το διαμάντι το γυαλί…

κι όμως
τούτος ο απλός ουρανός
έγινε μεγάλος και απέραντος
έγινε μικρός και αθέατος

μια μέρα

τούτος ο δροσερός καημός
ανάσανε μια τελευταία φωτιά
και από τους πνεύμονές του
ξεχύθηκαν τα μικρά παιδιά
του Απείρου

και αγκάλιασε την ύπαρξή του
δυνατά
πολύ δυνατά

κι έσπασε σε μικροσκοπικά
υπέροχα

αστέρια…






**+**