Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016


Κάτοπτρο



Εκείνος
με τον κρεμασμένο χρόνο
στο κάτω χείλος
που σφίγγει τις γροθιές του
απ’τον αφόρητο πόνο
στο στήθος

κι αυτός
λίγο πιο κει
με τον ουρανό
κάτω απ’τις μασχάλες
με ανεξήγητη θλίψη
αρθρώνει έναν έναν
τους συνδέσμους του είναι του

Έλα να δεις
είπε η θεά με τον ποδήρη χιτώνα
και οδήγησε τον αρσενικό εαυτό της
στην άκρη του αιώνιου

ο πρώτος εκεί
στο χωμάτινο αλώνι
νεκρός που ήταν πάντα ζωντανός

κι ο άνθρωπος εκεί
που δεν ακούει
δεν βλέπει
με δυσκολία ανασαίνει
χωρίς αλήθεια ή ψέμα
αλλά με το βλέμμα να φυτρώνει
σιγά σιγά
στους βολβούς  
ζωντανός ακόμα
σ’έναν πρωτόλειο θάνατο

δες τους λοιπόν!
είπε η θεά με τον ανάλφρο τόνο

αυτός
με τα σμιχτά φρύδια
και την βαριά ανάσα

κι αυτός
με το λερωμένο σπέρμα
και τα τσακισμένα δάχτυλα

και το κάτοπτρο ανάμεσά τους

να ολοκληρώνεται η σφαγή των άστρων
πάνω απ’τα κεφάλια τους
κι εκείνοι
να απολαμβάνουν
την άγνοια
σα να είναι η ομορφότερη
απ’τις σκεπτομορφές τους

θα συνομιλήσουν κάποτε
είπε η θεά
και τότε εμείς θα αποσυρθούμε
και τότε
το αίμα που θα τρέξει στα όνειρά μας
κάποιοι θα το πουν
πύρινη βροχή

το σημείο θα γίνει ευθεία γραμμή
και αυτή σε τρίγωνο θα κλείσει
κάποτε
όταν θα βρουν στα ρήματα
όχι στα ουσιαστικά
και στα επίθετα
τους μυστικούς δρόμους
του βλέμματος

ανασαίνοντας δύσκολα
το πλάσμα
στάθηκε στα πόδια του
η λάμψη από το κάτοπτρο τον ξένισε
άνοιξε τα μάτια του στο στερέωμα
και αντίκρισε την αιώνια μάχη
να στάζει κόκκινες αυγές

ένιωσε
τον αδελφό του να σπαράζει
πίσω απ’τον καθρέφτη
και έκανε το πρώτο δειλό βήμα
να τον προσεγγίσει…



Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016



Ιερότητα…


Κοίταξέ τους!

Τι κάνουν;
αναρωτιέσαι…
χτίζουν
και γκρεμίζουν…
με τα στήθια τους
με τα μάτια τους
με τις λέξεις
και με τις σιωπές τους!

Κλέψε το ρυθμό τους
μην τον ακούς μονάχα
νιώσε τον!
πόση φροντίδα έχει τούτος ο ρυθμός!
δεν θα τον συναντήσεις
παρά μονάχα
στη μουσική των πλανητών
στο βροντερό σφυροκόπημα της ζωής
μέσα στις αρτηρίες
στην ανάσα όσων αληθινά
ερωτεύτηκαν
στην αλήτικη διάθεση του μαΐστρου
όταν σε αλλοπαίρνει στο πέλαγος…

Κοίταξέ τους!
Αιώνες τώρα
χτίζουν
και γκρεμίζουν
αιχμαλώτισε τούτο το ρυθμό
στο λέω αληθινά
πουθενά δεν θα τον ανταμώσεις…

Έχεις γευτεί την πρωινή δροσιά
ενός καινούργιου κόσμου;
έχεις γείρει το κεφάλι σου
στο στήθος της
πλήρης που αφήνεται
μετά τον έρωτά σας;
έχεις χαθεί στο βλέμμα ενός παιδιού
όταν σου εμπιστεύεται 
όλη την ύπαρξή του;

Κοίταξέ τους!
μην στέκεσαι στη κίνηση
μην δραπετεύεις απ’ τον ιδρώτα του μόχθου
την ιερότητα πλύσου!
την ιερότητα
καθώς ο θάνατος γίνεται ζωή
και άγια
πληγωμένα χέρια
της αθανασίας!



 Jaroslav Hrbal
 Working hands

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016



Ξεκούτης


Κάποτε συνάντησα εκείνο τον αμαρτωλό ξεκούτη
καθισμένο στον κορμό ενός πανάρχαιου δέντρου
να καθαρίζει ένα μήλο
μόλις με είδε να πλησιάζω
έκανε νεύμα με την παλάμη του
να σταματήσω
χαμογέλασε νομίζω
και μου είπε
«είμαι ένας αμαρτωλός ξεκούτης
ταξιδευτή
και βγήκα απ’το σπίτι μου
για να σε ανταμώσω…»

είπε και ξαφνικά
το μήλο ήταν πια στην εντέλεια καθαρισμένο

«…σ’εξορκίζω
μη δένεσαι πολύ με τους ανθρώπους
όταν αγαπάς πολύ
είναι σα να ρίχνεις μια θεόρατη άγκυρα στη πιο βαθιά θάλασσα
μονάχα που είναι η αλυσίδα της
δεμένη στο λαιμό σου»
μου είπε ο άθλιος και στύλωσε το βλέμμα του
στο πουθενά
το μήλο του έπεσε απ’τα χέρια
κι ύστερα από λίγο
έπεσε και το κεφάλι του
κι άρχισε να κυλάει προς τα μένα!

μονάχα
που το στόμα του δεν έλεγε να κλείσει

«να εμπιστεύεσαι μονάχα
ό,τι μπορεί να σε κάνει να θυμώσεις
να αποφεύγεις όλα εκείνα
που υπόσχονται την ακεραιότητα
και πιο πολύ, αληθινά στο λέω
πάρε το βλέμμα σου απ'το Άπειρο
ό,τι χωράει στη χούφτα σου
τούτο σου αρκεί
κι ό,τι καλπάζει στα όνειρά σου
να μην το επικαλείσαι»

και να, πως έγινε
που το κεφάλι γύρισε προς τα πίσω
ανέβηκε ξανά στο σώμα
κάθισε στη θέση του

το βλέμμα έφυγε απ΄το Απέραντο
και γύρισε σε μένα

«που είναι το μήλο μου;»
με ρώτησε ο Ξεκούτης

έσκυψα παγωμένος
το έπιασα
και του το έδωσα…

τα μάτια του γέμισαν συμπόνια
και μου είπε
«πάρε την καρδιά σου απ'το Ανεκδήλωτο
αδελφέ μου
και μην σηκώνεσαι τις νύχτες ρημαγμένος
όσο έχεις ακόμα ένα δάκρυ
για το Μάταιο
να ελπίζεις
πιο ακριβό από τούτον τον καρπό
δεν αξιώθηκα να γευτώ ποτέ
πιο σπάνιο
 ακόμη και οι λέξεις
ναι
ακόμη και οι λέξεις
δεν έχουν την αιώνια θλίψη
αλλά αν ακούς τη μουσική μου μέσα τους
αυτό αρκεί…»

είπε

και το μεγάλο δέντρο
άνοιξε την αρχαία του αγκαλιά
και τον έκλεισε μέσα του…



Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016


Κίρκη


ήταν σ’αυτό
το ίδιο κρεβάτι
που ξεψυχούσε η Κίρκη
κρατώντας στο χέρι της κελύφη χρόνου
θρύμματα πια
βρόμικα
σαν τσόφλια ανθρώπων
και απολάμβανε στο βλέμμα μας
την απορία και το ένα ερώτημα
που θα έμενε αναπάντητο για αιώνες

μοιάζουμε…
με αυτούς που ξέραμε κάποτε
μοιάζουμε πολύ
αλλά δεν είμαστε ίδιοι
δεν είμαστε εμείς

μοιάζουμε
είναι η αλήθεια
αλλά είμαστε κάποιοι άλλοι…

αν ζητάς τόσο απεγνωσμένα


την απάντηση…