Κάτοπτρο
Εκείνος
με τον κρεμασμένο χρόνο
στο κάτω χείλος
που σφίγγει τις γροθιές του
απ’τον αφόρητο πόνο
στο στήθος
κι αυτός
λίγο πιο κει
με τον ουρανό
κάτω απ’τις μασχάλες
με ανεξήγητη θλίψη
αρθρώνει έναν έναν
τους συνδέσμους του είναι του
Έλα να δεις
είπε η θεά με τον ποδήρη χιτώνα
και οδήγησε τον αρσενικό εαυτό της
στην άκρη του αιώνιου
ο πρώτος εκεί
στο χωμάτινο αλώνι
νεκρός που ήταν πάντα ζωντανός
κι ο άνθρωπος εκεί
που δεν ακούει
δεν βλέπει
με δυσκολία ανασαίνει
χωρίς αλήθεια ή ψέμα
αλλά με το βλέμμα να φυτρώνει
σιγά σιγά
στους βολβούς
ζωντανός ακόμα
σ’έναν πρωτόλειο θάνατο
δες τους λοιπόν!
είπε η θεά με τον ανάλφρο τόνο
αυτός
με τα σμιχτά φρύδια
και την βαριά ανάσα
κι αυτός
με το λερωμένο σπέρμα
και τα τσακισμένα δάχτυλα
και το κάτοπτρο ανάμεσά τους
να ολοκληρώνεται η σφαγή των άστρων
πάνω απ’τα κεφάλια τους
κι εκείνοι
να απολαμβάνουν
την άγνοια
σα να είναι η ομορφότερη
απ’τις σκεπτομορφές τους
θα συνομιλήσουν κάποτε
είπε η θεά
και τότε εμείς θα αποσυρθούμε
και τότε
το αίμα που θα τρέξει στα όνειρά μας
κάποιοι θα το πουν
πύρινη βροχή
το σημείο θα γίνει ευθεία γραμμή
και αυτή σε τρίγωνο θα κλείσει
κάποτε
όταν θα βρουν στα ρήματα
όχι στα ουσιαστικά
και στα επίθετα
τους μυστικούς δρόμους
του βλέμματος
ανασαίνοντας δύσκολα
το πλάσμα
στάθηκε στα πόδια του
η λάμψη από το κάτοπτρο τον ξένισε
άνοιξε τα μάτια του στο στερέωμα
και αντίκρισε την αιώνια μάχη
να στάζει κόκκινες αυγές
ένιωσε
τον αδελφό του να σπαράζει
πίσω απ’τον καθρέφτη
και έκανε το πρώτο δειλό βήμα
να τον προσεγγίσει…