Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

 


Εύθραυστος


Κάποτε γνώρισα έναν άνθρωπο
εύθραυστο
σαν την πρωινή δρασκελιά της θάλασσας
είχε δυο χέρια
σαν πήλινες προσευχές
ζεστά και όμορφα
μα φοβόσουν να τα σφίξεις δυνατά
μήπως και σπάσουν…

περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους
και άφηνε ίχνη ζωηρά
χαμογελούσε
και η ανάσα του
ζωγράφιζε ξανά τον κόσμο
κοιτούσε με ένα βλέμμα
που είχε την αλήθεια του πόνου
και την ιερότητα του χώματος

περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους
και η ευγένειά του
χαράκωνε τη χυδαιότητα
σαν το διαμάντι το γυαλί…

κι όμως
τούτος ο απλός ουρανός
έγινε μεγάλος και απέραντος
έγινε μικρός και αθέατος

μια μέρα

τούτος ο δροσερός καημός
ανάσανε μια τελευταία φωτιά
και από τους πνεύμονές του
ξεχύθηκαν τα μικρά παιδιά
του Απείρου

και αγκάλιασε την ύπαρξή του
δυνατά
πολύ δυνατά

κι έσπασε σε μικροσκοπικά
υπέροχα

αστέρια…






**+**

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

 

Ένδυμα


Κι έτσι
να ξέρεις
χάνονται οι άνθρωποι μάτια μου
όχι στο χρόνο
αλλά στη θλίψη…

κι όταν μετά
από αιωνιότητες πόνου
ανταμώσουν πάλι
δεν έχουν λόγια να πουν
μα κι αν τα πουν
είναι ακατανόητες λέξεις
σε μια άγνωστη
παράξενη γλώσσα…

κάτι στο βλέμμα
ή στο χαμόγελο
έστω στων φρυδιών το σμίξιμο
ίσως προδώσει την ταυτότητά τους

όμως
τι σημασία έχει
πόσες χιλιάδες νύχτες μεσολάβησαν
για να φορέσεις ένα πρωινό βροχής
το ένδυμα του Απρόσωπου;






Path

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

 


Το σπίτι του θανάτου

Πέρασα μέσα από το σπίτι του θανάτου
και ήταν πολύ πιο φωτεινό
απ'όσο θα μπορούσα να σου περιγράψω
δεν ήτανε σα φυλακή στενή και βρόμικη
δεν ήταν σα σπηλιά υγρή και κρύα
μα είχε φως και ζεστασιά και δεν ένιωσα το φόβο
μόνο λιγάκι απόρησα πως είναι δυνατόν
να είμαι μόνος μου εγώ μέσα σ'αυτό το σπίτι
όταν εκατομμύρια οι ψυχές που χάνονται
και αναρίθμητους θα'πρεπε να συναντήσω

Πέρασα μέσα από το σπίτι του θανάτου
και αναζητώντας μάταια επί ώρες και ημέρες
όσους που έχασα είχα αγαπημένους
όσους που με αγάπησαν και πια είχαν ξεχάσει τη μορφή μου
μπήκα σε μια αίθουσα μεγάλη, ολοφώτεινη
όπου στο βάθος της απλωνόταν μια σκάλα αυτοκρατορική
και μαγεμένος πλησίασα και τότε είδα
ένα μικρό παιδί
να κάθεται μονάχο στο πρώτο σκαλοπάτι
τούτης της θεόρατης σκάλας που ανέβαινε στα ουράνια
ένα παιδί που είχε κρύψει στα χέρια του
το πρόσωπό του
κι έκλαιγε μ'αναφιλητά
μα όταν το ζύγωσα συμπόνια γεμάτος
και ήθελα να το ρωτήσω
γιατί είναι μονάχο του και κλαίει
γύρισε το κεφάλι του, με κοίταξε στα μάτια
κι ύστερα έτρεξε στη μεγάλη σκάλα επάνω
και χάθηκε από μπροστά μου
για πάντα...

κι εγώ συνήλθα απ'το παράδοξο και υπέροχο
μα και τρομακτικό μαζί
βαθύ και απέραντο συναίσθημα
που σ'ένα όνειρο
σ'ένα ταξίδι
σ'ένα μου πέρασμα πες
από το σπίτι του θανάτου
πρόσωπο με πρόσωπο ήρθα
όπως δεν το'χα φανταστεί ποτέ

με τον εαυτό μου...



Seasons of Farwell
Jim Hunt