Ονείρεμα
(Ο
Γέροντας)
Μπήκα
πάλι
στους
κόσμους των εικόνων
και των
ξεχασμένων τραγουδιών
κείνους
τους κόσμους που επινόησα κάποτε
και που
στοιχειώνουν πάντα τα όνειρά μου
κείνους
τους κόσμους που πια έχω μισήσει
αλλά
δεμένοι είναι αχώριστα με μένα
περπάτησα
πολύ και λίγο
σημασία
δεν έχει
ό,τι
κοιτούσα μόνο ερημιά και ερείπια
όπου
στεκόμουν άνυδρες χώρες
όπου
ανάσαινα
μονάχα
λίβας και σκόνη των αιώνων
κάποτε
βρήκα ένα
γέροντα θλιμμένο
να
κάθεται κάτω από ένα δέντρο χάρτινο
και τον
πλησίασα δειλά
γύρισε και
με κοίταξε
και είχε
στο βλέμμα του
κουρνιάσει
ένας λευκός θάνατος
κι είχε
στο πρόσωπό του
ξεκουραστεί
η αφθονία του τίποτα
"ήρθες
ξανά" μου είπε
και με
καλωσόρισε
"κάθισε
δίπλα μου λοιπόν
γιατί
είμαι μόνος αιώνες τώρα
και διψάω
να μιλήσω σ'ένα επισκέπτη..."
και
κάθισα κοντά του
κάτω
απ'το χάρτινο κείνο δέντρο
κι ένιωσα
πως ο γέροντας αυτός
ήταν εκεί
για μένα από πάντα
κι ένιωσα
τόσο περίεργα όταν τον αισθάνθηκα
τόσο
αλλόκοτα νεκρό
τόσο
γεμάτο από Τίποτα...
"μη
με κοιτάζεις όσο θα σου λέω
μη με
αγγίξεις
τίποτε
είμαι γεμάτος
και δε θα
νιώσεις παρά τίποτα
μη με
ρωτήσεις πόσο έζησα
γιατί το
έχω ξεχάσει
μη με
φοβάσαι
η μοναξιά
και η έπαρση
προξενούν
μονάχα θλίψη"
άρχισε να
λέει
και η
φωνή του χάιδευε τ'αυτιά μου
και σκιά
δεν έριχνε το ψεύτικο αυτό δέντρο...
"χρειάζεσαι
ένα κόσμο αλλιώτικο
αυτός που
ζεις είναι αυταπάτη
χρειάζεσαι
πολέμους με άλλες μάχες
τούτες
που δίνεις κιόλας σε κουράσανε
χρειάζεσαι
ανθρώπους με καρδιά
αυτούς
που αγάπησες
όλοι
πεθάνανε..."
είπε ο
γέροντας και είχα κλειστά τα μάτια
και το κεφάλι
μου σκυφτό
να μην με
αρπάζει η τρέλα του τοπίου
"χρειάζεσαι
άλλες μουσικές
τούτες
που ακούς σε ανισορροπούν
είναι
κραυγές αρρώστων, είναι νυχτωδίες
άλλες
χρειάζεσαι αυγές
οι ήλιοι
που ανατέλλουν στη ζωή σου
κι αυτοί
ψεύτικοι είναι
όπως αυτό
το δέντρο..."
είπε ξανά
ο γέροντας και στο μυαλό μου
σφυροκοπούσε
μια φρενήρης άρνηση
να μην
αλλοιώνομαι άλλο στο πουθενά
να φύγω
να
επιστρέψω
να
ξυπνήσω!
"εμένα
σύντομα θα με ξεχάσεις
τίποτε
είμαι
και δεν
γεμίζω πια ούτε τον εαυτό μου
εμένα
γρήγορα θα με περάσεις
αλλά,
πόσο σε συμπονώ,
μ'εσένα
θα εξακολουθείς να συνυπάρχεις!"
είπε ξανά
και άκουσα το γέλιο του
κραυγή κι
αυτό
παράφωνη
οιμωγή απ'το τίποτα
και
προσευχήθηκα να αδειάσω ξαφνικά
να τρέξω
πίσω, να χαθώ,
να νιώσω
εμένα ακέραιο,
να
ξυπνήσω!
"κράτησε
τούτο που σου λέω
πριν να
ξυπνήσεις κει απ'όπου ήρθες
όλα είναι
όπως εγώ
τίποτε
αν δεν
γεμίσουν από σένα
όλα είναι
όπως το δέντρο αυτό
ψεύτικα
αν δεν
δονούνται από σένα
όλα είναι
χαμένα
όπως ο
χρόνος σου μαζί μου
αν δεν
ντυθούν αγάπη
από
σένα!"
τούτα
είπε ο γέροντας
πριν με
αφήσει
και τον
αφήσω κι εγώ
και έχω
μια εικόνα τελευταία
πριν πάλι
ευλογηθώ
στον
κόσμο των ανθρώπων να ξυπνήσω
ο
γέροντας να εξαφανίζεται
το δέντρο
να αφανίζεται
κι εμένα
να στέκω ολομόναχος
σ'ένα
απέραντο τοπίο
από
περίεργο φως
και να
μιλάω σε μένα...
Old man sitting under the tree
by Katherine-Black