Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010


Κύτταρα

Περπατούσα
στην ακρογιαλιά
με τα μελλοντόμορφα ρόδα
η θάλασσα πηχτή
παγωμένη
ακίνητη
αφιλόξενη σκέφτηκα…
κάτω απ’τα πέλματά μου
τα ίχνη όλων των ανθρώπων
πάνω μου
χιλιάδες ουρανοί
άλλοι νιογέννητοι
άλλοι έφηβοι και ζωηροί
να εκτείνονται με έπαρση
σε όλες τις διαστάσεις
κι άλλοι γέροντες πια
υπερήλικες
που ξεψυχούσαν εκπνέοντας
βροχές από αίμα και θειάφι…

άκουγα τους ήχους των ψυχών
μακριά
απόστατους
και τρομερούς
το Άπειρο είχε ορμήξει
και με κατανάλωνε

τα κύτταρά μου
ορφάνευαν
κι έδιωχναν από πάνω τους
περίσσεια αιωνιότητας
που έπεφτε
σα ρούχο άχρηστο
στ’αχνάρια των ανθρώπων

από τα βάθη του ορίζοντα
άκουγα ρόγχους
από θνήσκοντες θεούς
σα θύελλα ξεσπούσε στ’αυτιά μου
μια αλλόκοτη σκόνη από ηχομορφές
που έλιωνε στο σώμα μου
γινόταν σωματίδια χρόνου
κι έντυνε σεντόνι σάρκωσης
τα ίχνη των ανθρώπων…

που είσαι; είπα

κι είδα τα γράμματα
να σχηματίζονται για λίγο
στην επιφάνεια της θάλασσας
κι ύστερα ν’αφανίζονται

σφίχτηκε η καρδιά μου
πονούσα
το στερέωμα γεννιόταν και πέθαινε
κάθε στιγμή
το μόνο αμετάβλητο
το πρόσωπό μου
πεισματικά αρνιόταν
να εγκαταλείψει το ανάγλυφό του…

κι ύστερα είδα
σα νύχτιο σέλας
στους φρενιασμένους ουρανούς
εκείνο το χαμόγελο
που μου είχες δωρίσει
όταν πρωτανταμώσαμε

πέταξα στη θάλασσα
τους δυο μου πνεύμονες
και το βλέμμα της Γνώσης των Πραγμάτων
κι έκανα το επόμενό μου βήμα
στο Υπέροχό σου…

δεκ2010

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010


Ανθρωπομέτρης

Σάρκινα λουλούδια
φυτρώνουν σε μια άρρωστη γη
πάνω τους κόκκινες δροσοσταλίδες
ο χρόνος
δηλητηριάζει τα φύλλα
και τους μίσχους
ποτίζει με ιχώρ που αχνίζει
Σε είδα ξέρεις
στ’ όνειρό μου
γινόσουν χώμα
γινόσουν δέντρα
γινόσουν σύννεφα
γινόσουν αίμα…

Ο ανθρωπομέτρης
άπλωσε ένα λευκό μανδύα
πάνω στο πρόσωπό μας
το φως τρυπώνει μέσα από τη σκέψη
η αθανασία τρυπώνει από τη προσευχή
η αγάπη απόλυτη τιμή
και δεν αντέχει
ν’αργοπεθαίνει στο περίπου…
Σε είδα πάλι
ν’αγκαλιάζεις τον ήλιο
μονάχα με το χαμόγελό σου
καιγόσουν
γλώσσες φωτιάς
εξέχεαν τα σωθικά σου
και δεν ζητούσες να εξαγοράσεις
το πυρετό με τη δροσιά
αλλά το αύριο
με το τώρα
χωρίς να ξέρεις
πως ζούσες ξανά και ξανά
όλο το παρελθόν σου
σε μια εξάχνωση του απείρου
μόνο…

Ο ανθρωπομέτρης
άνοιξε ένα από τ’αναρίθμητα κελιά του
έβγαλε έναν ανήλικο ήλιο
στον λευκό σου κόρφο τον απίθωσε
άγγιξε τα πλευρά σου
τα φτερά σου άνοιξαν
σε άγγιξε στο πρόσωπο
και η λάμψη από την ομορφιά σου
απλώθηκε σε χίλια στερεώματα
άγγιξε το μυαλό σου
για να μπορέσεις να τον δεις
κι ύστερα
χαμογελώντας σαν μικρό παιδί
με μια του κίνηση
χώρισε το σώμα απ’το κεφάλι
και το ζεστό σου αίμα
που πλημμύρισε την μαύρη θάλασσα
του απείρου
έγινε γεννήσεις
έγινε θάνατοι
έγινε ρίγος
έγινε χώρος
έγινε άνθρωποι
ξανά…

Νοε 2009

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010


Οικέτης

Στο σπίτι αυτό που μεγάλωσα
που μεγάλωσε μαζί μου και ο χρόνος
στερεώνω τα μάτια μου
σε τοίχους σάρκινους
φθαρτούς
κι εκείνα αρνούνται τη ψεύτικη ανάπαυση
και πέφτουν

Κόλακας έγινα
του χειμέριου εγώ μου
έτσι ώστε ασφαλής
στις θερινές μου αποδράσεις
να θωπεύω όση έπαρση αποθησαύρισα
στους σκοτεινούς
εαυτικούς μου αιώνες
αλλά απ’την άλλη
ακόμα κι αν έχω τις πρώτες μου συντεταγμένες
κρυμμένες κάπου
κάπου κρυφές
για να εκκαλώ την ήττα μου
δεν επέστρεψε κανείς
από την προκεχωρημένη γραμμή του πυρός
για να μ’εδοφιάσει με ζωτικές
και σφριγηλές
ελπίδες νίκης

κι έτσι

στο σπίτι αυτό
που μεγάλωσα οικέτης
και τόσο καλά γνώρισα
ως και τις υγρές ανάσες στις κόχες
δεν απαντά κανείς
στις ιαχές μου
ούτε κι εγώ πια
απαντώ
στην ηχώ του μυαλού μου

έγινα
ίσως πει κανείς
τόσο πιστό
και θαυμαστό
αντίγραφό μου

δεκ2010

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010


Cesset superstitio, sacrificiorum aboleatur insania…
[Ας σταματήσει η ψευδής πίστη
και ας καταργηθεί η τρέλα των θυσιών…]

Codex Theodosius XVI, [10,2...] - 341μ.Χ.




Pagano superstitio crimen publicum

«Επειδή τινες εύρηνται
τη των ανοσίων και μυσαρών Ελλήνων
κατεχόμενοι πλάνη…»

Ο Ιεροφάντης σήκωσε
το γερασμένο βλέμμα του
στον ουρανό
τρεμάμενες λέξεις
παιδιά θανάτου κιόλας
βγαίναν στο φως της μέρας
έπεα πτερόεντα…

‘που ενοικείτε πια
αν μας εγκαταλείψατε;
αν από τα ιερά σας απέχετε
αν στις καρδιές μας
αρνείστε πια
να εδράζεστε;
Απέπτη θλίψις
και κει που είστε
μακάριοι όντες
θ’ ανταμώσουμε…’

και λίγο πριν
σβήσει για πάντα
το ιερό πυρ
στον πανάρχαιο βωμό
το δηλητήριο γεύτηκε
που είχε αποσώσει ο Σωκράτης
χίλια χρόνια πριν
για τους αδελφούς της Αλύσου
να μην ακούσει
βαρβαρικές ιαχές
το τελεστήριο να ρυπαίνουν
να μολύνουν το είναι του
και μελανειμονούντων το μαχαίρι
να μην του σκοτεινιάσει
τον ήλιο…

σπαρτάρισαν τα μέλη
ελαφρά μειδίασαν τα χείλη
και η φτερωτή ψυχή
στα Ηλύσια απεδήμησε
των Ηρώων ομοτράπεζη
συγκαθήμενη των φιλοσόφων
των αθανάτων όντων λατρευτή…

‘Το Εν
Το Άχρονο
Το Αδιάστατο
μας γέννησε από τις φτερούγες της Νύχτας
ήρθαμε
δειλοί
σαρκωμένοι το Όλο
πώς να το ξέρουμε
άνθρωποι
γιοι ανθρώπων
εντούτοις ήρθαμε
να περπατήσουμε σε μια κουκίδα γης
να ψηλαφήσουμε το άπειρο
με τα μικρά μας χέρια
και δεν αντέξαμε
να πεθαίνουμε διαρκώς
στης άγνοιας την άβυσσο…

…δεν αρνηθήκαμε το σώμα
δεν αφυδατώσαμε το πνεύμα
δεν στερηθήκαμε τους ωκεανούς
για μια σταλιά ησυχίας
στο διψασμένο στόμα
έχουμε βλέμμα
έχουμε αίμα
σάρκα έχει και η ψυχή
και γραπώνεται στο τώρα
σπουδάζουμε διαρκώς
του ανθρώπου το φθαρτό
του βροτού το εφήμερο
της μητέρας φύσης
το μέγιστο κάλλος
της Νέμεσης
το σκληρό μαχαίρι
της Αδράστειας
το λευκό χαμόγελο
και της Ανάγκης
το απέριττο δραν…

…Μητέρα Μεγάλη
Κόρη αγαπημένη
Χρυσό μου Ρόδο
δεκαεξαπέταλο
αν με ακούει κάποιος
από των όλβιων τα δώματα
ας κόψει με το δρέπανο
τον μίσχο του είναι μου
και ας με παραδώσει στην αχλύ του χρόνου
να κυκλωθώ ειρηνικά
από όλα που αγάπησα
ν’αναχωρήσω
ευγενικά
εναγκαλισμένος
το Ιερό Μηδέν
που με περιέχει…

αγαπώντας ήρθα
αγαπώντας φεύγω…’


Στον Ιλάριο
τελευταίο (; )εν Ελευσίνι ιεροφάντη
των ιερών Μυστηρίων της Κόρης

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010




ΤΟ ΑΔΡΑΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗΣ

Στέκω εδώ, γονατιστός, ευλαβικός προσκυνητής θεών που δεν γνώρισα, που δεν έμαθα να τους λατρεύω, που δεν μου μίλησαν ποτέ, όπως ποτέ δεν μου μίλησε κανείς θεός. Κι όμως, ήρθα γεμάτος με προσδοκία, με μια ψυχή φορτωμένη από ενοχές αλλά και μια καρδιά σταθερή και σίγουρη για αυτό που θέλω να γίνει.
            Άλλος δρόμος δεν μου έχει απομείνει. Από τότε που ήμουν παιδί, πρώτη φορά ένιωσα τη μέγγενη της φριχτής απελπισίας, της ιερής απόγνωσης να με περισφίγγει, να θέλει να με σκοτώσει και σχεδόν να το καταφέρνει.
            Άλλος δρόμος δεν μου έχει απομείνει γιατί, πολύ απλά, δεν υπάρχει.
            Βρίσκομαι εδώ, γονατιστός, μπροστά από τούτο το πανάρχαιο βωμό, θεότητας που δεν καταλαβαίνω, που ίσως να μιλάει κάποια ξεχασμένη, ακατάληπτη γλώσσα, που, είμαι σίγουρος, δεν με περίμενε, όπως κι εγώ δεν περίμενα ποτέ να κάμψω το γόνυ μπροστά σε ένα βωμό που είναι γεμάτος από άγνωστα σύμβολα, πανάρχαια σύμβολα που δεν καταλαβαίνω και που με φοβίζουν λίγο. Κι όμως, τούτοι οι φόβοι, λίγη σημασία έχουν πια, είμαι αποφασισμένος, για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι αποφασισμένος κι όταν ένας άνθρωπος είναι αληθινά αποφασισμένος, δεν γνωρίζει το φόβο κι ούτε που του δίνει σημασία.
            Γιατί όταν είσαι αποφασισμένος, είσαι έτοιμος.
            Κι όταν είσαι έτοιμος, είσαι αληθινά Ακέραιος.
            Είμαι εδώ, γονατιστός και προσεύχομαι, σε κάποιους θεούς που έχουν από αμέτρητους αιώνες λησμονηθεί, αλλά, το ξέρω καλά, δεν έχουν πεθάνει. Υπάρχουν, υπάρχετε, το ξέρω, το νιώθω, είστε ζωντανοί. Ξεχασμένοι, κρυμμένοι σε σπηλιές του χρόνου που σας έκλεισαν κάποτε, παραγκωνισμένοι και αθέατοι, κι όμως το ξέρω καλά, υπάρχετε κι έρχομαι να προστρέξω σε εσάς. Σε εσάς που ίσως μπορείτε να με ακούσετε. Σε εσάς που, ελπίζω να θέλετε να με ακούσετε. Σε εσάς που...

Είμαστε η φωνή του Απόλυτου
Είσαι μέρος του Σχετικού
Δεν μπορείς να μετέχεις σε κοινωνία μαζί Μας...

            Στέκω εδώ και τόση ώρα, μπροστά στο πέτρινο αυτό, σκονισμένο από τους αιώνες και τη λήθη βωμό και το σώμα αρνείται να πονέσει, το μυαλό αρνείται να διαφύγει, η ψυχή αρνείται να υπακούσει. Και δεν δίνω σημασία στο χτυποκάρδι που τραντάζει εδώ και ώρα το σάρκινο στήθος. Και δεν ακούω τη φωνή της σύνεσης που εδώ και ώρα ουρλιάζει από κάποιο βαθύ πηγάδι της λογικής. Και δεν με ενδιαφέρει να μπολιάσω τη δειλία μου με την ηθική μου.
            Τούτο μονάχα με νοιάζει.
            Να με ακούσετε που σας μιλώ. Που σας ικετεύω.
            Να με ακούσετε και να σας ακούσω κι εγώ...

Είμαστε οι γιοι του Απροσδιόριστου
Είμαστε οι λάμψεις του Ασχημάτιστου
Έχεις μορφή
Είσαι πεπερασμένος
Πως θα καταφέρεις να Μας χωρέσεις
χωρίς να συντριφτείς;

             Ξέρω τι είναι εκείνο που σας κάνει να διστάζετε. Αλήθεια σας λέω, το ξέρω. Είμαι βλάσφημος. Πάντοτε ήμουν. Βλάσφημος και οπορτουνιστής. Ένας τυχοδιώκτης της πίστης, ένα άθλιο ον με δυο λόγια. Σας χρειάζομαι και θέλω να σας μεταχειριστώ. Κι αν αυτή τη στιγμή, είναι μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας στην ασήμαντη ζωή μου, τούτο δεν αναιρεί όσα έκανα κι όσα δεν τόλμησα να κάνω σε όλο μου το βίο. Κι αν τώρα είναι που ανακάλυψα μέσα από τον πόνο και την απόρριψη τι είναι η ευλάβεια, το δόσιμο, το κομμάτιασμα σε κάτι ανώτερο, σε κάτι πραγματικά μεγάλο, τούτο δεν με απαλλάσσει από δεκαετίες χλεύης και ταΐσματος του Εγώ μου, υπερδιόγκωσης της ματαιοδοξίας μου, παραφουσκώματος της μικρότητάς μου που πίστευα πως είναι τόσο διαφορετική από των άλλων! Πόσο ντρέπομαι τώρα για όλα τα ανόητα πράγματα που πίστευα σαν μοναδικά, άξια και μεγάλα. Πόσο αισχύνομαι για το τι νόμιζα ότι ήμουν, για το ότι είχα κάνει ιδεολογία τον εαυτό μου...

Είμαστε χτισμένοι από υλικά που δεν γνωρίζεις
Είμαστε πλασμένοι κι Εμείς
μα τόσο διάφανοι
και τόσο σκοτεινοί
που εσύ θα τυφλωθείς
νομίζοντας πως Είμαστε Φως!
Θα τ'αντέξεις;

             Στέκω εδώ, και τόση ώρα που προσεύχομαι σε Εσάς, ταυτόχρονα δεν μπορώ να σταματήσω μια άλλη, παράλληλη και υπόγεια λειτουργία του νου μου. Σκέφτομαι, σκέφτομαι συνέχεια, σαν σε πυρετό. Εικόνες και σκέψεις, μια διαδοχή και μια αλληλουχία σαν σουρεαλιστική κινηματογραφική ταινία για άσυλο παρανοϊκών! Μια ψυχοπάθεια, μια σχιζοφρένεια ήταν όλη μου η ζωή. Μια προσπάθεια να μην ουρλιάζω, να μην λυπάμαι, να μην αυτοκτονήσω, να μην πεθάνω κι έτσι να φαίνομαι παντού και πάντα υγιής και ισορροπημένος! Μια ανακύκληση τρέλας που την αποδέχτηκα σαν την μόνη λογική και που με σκότωνε μέρα τη μέρα, όπως σκοτώνει ο καρκίνος, λιώνοντας όχι το σώμα μου αλλά το πνεύμα μου.
            Το πνεύμα μου... Δεν ξέρω πια αν έχω πνεύμα, τι σημαίνει αυτό, για την ακρίβεια, δεν ξέρω πια τι σημαίνει οτιδήποτε.
            Και μέχρι χτες, ούτε που με ενδιέφερε πια.
            Γιατί χτες, αποφάσισα να παίξω το τελευταίο μου χαρτί, να δώσω στον κουρασμένο μου εαυτό την τελευταία του ευκαιρία.
            Χτες αποφάσισα να προσπέσω στα δικά σας πόδια...

Είμαστε κύματα
Είμαστε ύλη
Είμαστε θεωρήματα
Είμαστε μύθοι
Είμαστε ποίηση
Τι ξέρεις εσύ απ'αυτά;

             Έχω αγκαλιάσει εδώ και τόση ώρα, τούτο το παγωμένο βωμό και ανατριχιάζει το κορμί μου μα η ψυχή μου είναι ολοκαύτωμα και ολόκληρος δονούμαι απ'την ανάγκη να σας μιλήσω, να μου μιλήσετε και θα περιμένω. Σας το υπόσχομαι. Ακόμη κι αν παραδώσω εδώ ένα σάπιο κουφάρι, μια χούφτα κόκαλα, θα είναι το ελάχιστο που αξίζετε, το ελάχιστο και το μόνο μαζί που έχω δικό μου και σας το προσφέρω. Άλλο τίποτα δεν μπόρεσα να αποθηκεύσω στην άχρηστη ζωή μου. Κι ο,τι μου απόμεινε, κι αυτό πάλι δεν είναι δικό μου. Τι απέραντη βλακεία! Τούτο που πεθαίνει δεν είναι δικό μου κι εγώ που νόμιζα πως μπορώ να το προσφέρω όπου κι όποτε ήθελα. Δείξτε έλεος και οίκτο σε έναν τσακισμένο νου, σε μια χλωμή ανταύγεια της δημιουργίας σας. Δεν έφταιξε η αμετροέπειά μου, η έπαρση, η φροντίδα της σάρκας, αλήθεια σας το λέω. Έφταιξε μονάχα το ότι είμαι τόσο μικρός και νόμιζα πως είμαι τόσο μεγάλος.
            Θα μπορέσω άραγε να σας ακούσω ποτέ;
            Θα μπορέσω να αγγίξω τον οίκτο σας;
            Θα μπορέσω να κρυφτώ στις δονήσεις σας;

Κάποτε αγκαλιάσαμε τις μεγαλύτερες προσδοκίες σας
Κάποτε ονειρευτήκαμε το μεγαλύτερο όνειρό σας
Κάποτε ταξιδέψαμε το πιο τολμηρό σας ταξίδι
Κάποτε γαλουχήσαμε την πιο όμορφη ουτοπία σας
Κι Είμαστε εξόριστοι από την πλάνη μας
Κι Είμαστε αφρόντιστοι και περιφρονημένοι
Κι Είμαστε σιωπηλοί και άκαμπτοι
Γιατί σώθηκε ως κι η οργή
Γιατί σιώπησε ως και η λαχτάρα
Γιατί κοιμήθηκε ως και η ενέργεια
Γιατί κουραστήκαμε να σας περιμένουμε
Όλος ο χρόνος σε μια προσευχή
Μα που θα χωρέσεις όλο τούτο το χρέος;

             Είμαι από ώρες, ημέρες και χρόνια εδώ, σ'αυτό το βωμό, γονατιστός και προσεύχομαι, προσεύχομαι συνέχεια και δακρύζω και σπαράζω από την αγωνία να με αγγίξετε, να με ακούσετε, να με λυπηθείτε.
            Είμαι από μήνες και χρόνια αμέτρητα τώρα που σας υμνώ και σας καλώ, σε μια προσπάθεια, απέλπιδα, το ξέρω, να αιχμαλωτίσω λίγη απ'τη δύναμή σας, λίγη απ'τη πνοή σας, μια αχτίδα από το ανέσπερο φως σας.
            Είμαι από χρόνια και αιώνες τώρα εδώ, προσκυνητής και σπασμένος, ένα δέμα από σάρκες και οστά, λίγες σκέψεις και ολόκληρη την μαρτυρική αγωνία να σας δω, να σας κάνω να καταλάβετε, να σας πλημμυρίσω από το τίποτε που είμαι γεμάτος.
            Είμαι από αιώνες εδώ, λυγισμένος, ανήμπορος πια να αρθρώσω λέξεις, φράσεις, να σας ανοίξω άλλο την καρδιά μου, κι ό,τι απόμεινε από την αλαζονεία μου που μαγάρισε τον ιερό βωμό σας που λέω πως θα γίνει το στερνό μου κρεβάτι.
            Και θέλω να σας ευχαριστήσω για τούτη τη σιωπή σας.
            Και θέλω να σας πω ότι είμαι ευγνώμων για τούτη την απουσία σας.
            Και είμαι έτοιμος να παραδώσω ό,τι κάποτε μου εμπιστευτήκατε κι εγώ το λέρωσα, το πρόδωσα και το σκότωσα.
            Κι είμαι έτοιμος να προσευχηθώ ξανά και ξανά, και τα τελευταία μου δάκρυα να γίνουν ένα με το ποτάμι της τιμωρίας ή της λύτρωσης που μου ετοιμάσατε.
            Κι είμαι γι'αυτό ευτυχισμένος που δεν ακούω πια ούτε τον εαυτό μου.
            Κι είμαι περίεργος που τούτη την ώρα δεν ακούω ουράνιες μουσικές ούτε συμφωνίες αγγέλων.
            Κι είναι παράξενο πως ξαφνικά είμαι ένα εντεκάχρονο παιδί ξανά που σκοντάφτει στο κήπο του σπιτιού του, ένα Κυριακάτικο πρωινό και κλαίει γιατί ο πόνος είναι οξύς και του πριονίζει το μυαλό και το αίμα πλένει το χορτάρι και όλα μπλέκονται σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που δεν μπορώ να πιαστώ απ'την άκρη του γιατί η άκρη του είστε εσείς κι εσάς δεν σας γνώρισα ποτέ.
            Ήρθα αργά
            Κι έτρεξε περισσότερο αίμα σ'εκείνο το χορτάρι απ'όσο δάκρυ σε τούτο το βωμό...

Δεν υπήρξε ποτέ το Ένα ερώτημα
Δεν υπήρξε ποτέ το Ένα αγκάλιασμα
Δεν υπήρξε ποτέ η Μία Αγάπη
Δεν υπήρξε ποτέ η Μία Αυγή
Και δεν υπήρξε ποτέ Ένας βωμός
Ένας άνθρωπος
Μία σωτηρία
Το ξεκίνημα προς κάτι Άγνωστο
Η επιστροφή στην αφετηρία
Δεν υπήρξε ποτέ ο Χρόνος
Ο στοχασμός που να έγινε Έρωτας
Το παθιασμένο σμίξιμο του έρωτα που να έγινε στοχασμός
Δεν υπήρξε ποτέ Ένας Θεός
Προσευχή στον Εαυτό
και στο Αδρανές της Δικαίωσης
μονάχα υπήρξε...

2/1/2000