Το Νέρωνα είδα
ναι, τον Κλαύδιο
Αύγουστο τον ίδιο
να κατεβαίνει
στην αρένα
για να μου σφίξει
το χέρι
‘μπράβο σου, τα
κατάφερες’
μου είπε και δεν
τον κοίταζα στα μάτια
μα ερχόταν στ’αυτιά
μου η θεϊκή
μελωδική φωνή του
και έτσι γεμάτος
αίματα, λερός και άθλιος
καθώς ήμουν
από τη σφαγή που επί
ώρες
είχε προηγηθεί
ένιωσα ντροπή
που λέρωσα το
απαλό του χέρι
με το δικό μου
που έσταζε ακόμα
μα δεν τον
ένοιαξε στιγμή
και άρχισε σε
λίγο να γελάει
κάπως παράξενα
σαν να’βλεπε
μπροστά του
το πιο αστείο απ’όλα
ένας θεός μπορεί
να αντικρίσει
‘μα ήσουν
καταπληκτικός!
δυο, τρεις φορές
την ώρα που ρευόμουν
αλήθεια στο λέω
διέκοψα το
φαγοπότι μου
και στύλωσα το
βλέμμα μου σε σένα
καθώς έκοβες τους
λαιμούς
και άνοιγες
στομάχια
με πόση δεξιότητα
με πόση χάρη!
Ποιητής εγώ, το
ξέρεις
μπορώ να εκτιμήσω
τη λεπτότητα,
την ομορφιά, την
αρμονία,
σε κάθε τι…’
Είχε το κέφι του
ανέβει και φλυαρούσε
Αυτός, ο άρχοντας
του κόσμου
μ’έναν απλό
πολεμιστή της άμμου
που διεκδικούσε
μια ώρα ακόμα
κάτω απ’το θεό
Ήλιο.
Κι ύστερα είδα
τον άνθρωπο με τη
μαύρη μάσκα
και το ξιφίδιο
στο χέρι
να έρχεται κοντά μας
‘…κι άλλο,
πιστεύω, σαν εσένα
αδύνατο τώρα
κοντά να βρούμε
το πιστεύω
όλοι το έλεγαν
από τους καλεσμένους
μου στο θεωρείο
άλλος καθώς
έφτυνε τα κουκούτσια
απ’τα σταφύλια
κι άλλος καθώς
ξέσκιζε σάρκες ψημένες
ρόδινες στο
πλούσιο γεύμα
βλέπεις
η ώρα πέρασε
και πείνασαν οι
αυλικοί μου
λοιπόν να ξέρεις…’
άκουγα τον αυτοκράτορα
να εκστομίζει τη
μια λέξη πίσω απ’την άλλη
ενώ η ανάσα του
μύριζε κόκκινο κρασί
από την όμορφη Ετρουρία
πιστεύω
που στις πλαγιές της
ξαπλωμένα είναι μαγικό να βλέπεις
τα μυθικά αμπέλια
της
και ο μασκοφόρος
με τη μπέρτα που ανέμιζε
ερχόταν πιο γοργά
τώρα κοντά μας
και το ξιφίδιο
σήκωσε και η λάμα γυάλισε
στον ήλιο
ενώ από τις κερκίδες
μια ιαχή ακούστηκε
και ο
αυτοκράτορας
ίσα που πρόλαβε
να κάνει ένα μορφασμό
πολύ χαριτωμένο
και ώσπου να
στρίψει το σώμα του να δει
τι ερχόταν στην
καρδιά του
ήταν αργά
και ο άγνωστος
δολοφόνος
εν μέσω ιαχών και
αλαλαγμών του όχλου
βύθιζε το ξιφίδιο
στην ευγενική καρδιά του
θόλωσε από
έκπληξη και αγωνία το βλέμμα του άρχοντά μου
και από τα χείλη
του έβγαιναν μαύροι αφροί
θέαμα φρικώδες κι
ελεεινό
για ένα θεό!
Το τελευταίο που
θυμάμαι
είναι να βγάζω
μια κραυγή ουρανομήκη
για το χαμό του
αγαπημένου Αυγούστου
και δίπλα του να
γονατίζω
όταν η σκιά
εμφανίστηκε
ενός χεριού που
ανέβαινε ξανά
για να κατέβει
πάλι
κι έπεσα ευθύς
χωρίς να το
σκεφτώ
το σώμα του
αθανάτου που έθνησκε
ν’αγκαλιάσω…
με σκέψη
τελευταία
τα αμπέλια της Ετρουρίας
κατάφορτα από τις
πρησμένες ρώγες
να με μεθούν με
το άρωμά τους
και να χαμογελώ
νεκρός και
ζωντανός μαζί
πάνω απ’το άψυχο κιόλας
μαύρο βλέμμα
του ποιητή –
αυτοκράτορα…
Colosseum