Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009




Καλημέρα!

Ήταν μια ημέρα ζωντανή
είχε έναν ήλιο σύμμαχο
σου επέτρεπε
ν’ανοίξεις τα χέρια σου
και να τον αγκαλιάσεις
μπορούσες να χαμογελάς
χωρίς να σε διορθώνει
η φλέβα της νύχτας
χωρίς να σε αποθαρρύνει
το κρύο των δρόμων

έκλεισα τα μάτια μου
και σε επικαλέστηκα!
τα κύτταρά μου υποδέχονταν
κομμάτια πρωινού
μυρωδιές κι ανάσες
από καρδιές
από στόματα
από ερωτευμένα σώματα

και ψέλλιζα
ξανά και ξανά
τ’όνομά σου…

άνοιξα τα μάτια
κι ήσουν δίπλα μου!
φορούσες τον ήλιο
στο στήθος
και το χαμόγελό σου
μου κρατούσε το χέρι
σφιχτά

συντονίσαμε το βήμα μας
στην αυγινή αθανασία
και είπαμε απλά
καλημέρα!

Παραμονή Χριστουγέννων 2009

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009



4000…


Έτρεξε αίμα αθώων
σε τούτη τη κοιλάδα
ανάμεσα στους κουρασμένους Μήδες
και στους ορεσίβιους της Βακτριανής
πρώτοι αφανίστηκαν 
όσοι κλειστήκαν
σε μια χούφτα δόξας

το βλέμμα μου φτωχό
να κλέψει αθανασία
απ΄τα βότσαλα του Ευρώτα
απ’το νερό του Γρανικού
απ’τις γαλάζιες πέτρες
της Πύλης της Ιστάρ
αλλά δεν έχω μισθοφόρους στοχασμούς
και ισορροπώ αδέξια
ανάμεσα στο εκεί
που νικήθηκε
και στο εδώ
που ακόμα ξεχρεώνει τη νίκη…

κακώς το αρνούνται
τα ορφανά της τυχαιότητας
ο Μακεδόνας στρατηλάτης
δεν πέθανε ποτέ
ρέει στα βιβλία το πύο
απ’τις πληγές της σάρισας
και ασθμαίνει το γίγνεσθαι
καθώς
ό,τι κι αν λέμε
ο Κλείτος δεν σημάδεψε το κρανίο του βασιλιά
τη καρδιά
ή τη μελαγχολία του
να σκοτώσει θέλησε τον εαυτό του
που φιλοτέχνησε αλαζονικά
ανδρείους όνειρους
στην γη της Σαμαρκάνδης
και στην αποτυχία του
η μοίρα όλων μας
γράφτηκε για πάντα…

έτρεξε αίμα αθώων
σε τούτη την πλευρά του ήλιου
στέκομαι όρθιος
αναπνέω ακόμη
βλάσφημα επικαλούμαι από τους πρωτόπλαστους ήρωες
εγκώμια για τον Πάρη και την Τροία
λες και δικαιούμαι
να πλυθώ στον Σκάμανδρο
και να απαιτώ να γυρίσω στην πατρίδα
που πρώτος εγώ έχω προδώσει
ακέραιος
και διαφανής!

Μου χάρισε η Α-λήθεια
μια αιωνιότητα σιωπής
να δω
να κατανοήσω
να κλάψω
κι εγώ
ο γελοίος βανδοφόρος
του ερωτευμένου
ηρωικού
απόντα χρόνου
ακόμη νοσταλγώ
ακόμη περιμένω
θρηνώ ακόμη
και προσδοκώ
γυρνώντας άξαφνα
να δω στη πλάτη μου να ορθώνεται
όλη μου η αθωότητα
και τέσσερις χιλιετίες
να ξεσπάσουν
σαν βροχή
καταρρακτώδης
κι επιτέλους
να με ξεδιψάσουν!!



Foggy and Sunny Weather

Art Print by Nic Keller








Πλάνες

ξεκοιλιασμένη
άλλη μια λέξη
ατενίζει την διαταραχή της συνέπειας
όπως και την αιτία
έντερα που αχνίζουν ακόμη
όλες οι συλλαβές μου
ανίκανες πια
να μου ζεσταίνουν τα χέρια…

Η ματιά μου φτάνει
ως εκεί που πεθαίνει
το χειμέριο κύμα
κι αν εκθέσω ακόμα λίγο
το υποδόριο παρελθόν μου
στον ανεμογδάρτη φθόνο
εωθινός μύθος
και αφανίζεται
μεσημβρινή φιγούρα από ομίχλη
και διαλύεται
εσπερινός πουνέντης
μεταμορφώνει τα χαλάσματα
σε ποιητική εικόνα
νυχτερινός πυρετός
και ραγδαία εξαπλώνεται…

…μέσα από τις φλέβες
που μου χάρισες…

αρνούμαι όμως
άλλο να αιμοδοτώ
φαντασιώσεις
εκχερσώσεις άνυδρων βλεμμάτων
εκβραχισμούς
απρόσιτων νευμάτων…

τι απέγιναν τα μάτια σου;
ρωγμές γέννησαν
και χάη ολόκληρα
απορρόφησες…

Τι απέγιναν τα μάτια σου;

Χυμένα σωθικά
στο εγωικό μωσαϊκό μου
οι πλάνες μου
και τούτες
έχουν μάτια πια
και ντρέπονται να με κοιτάζουν…

Δεκ 2009

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009





Ιερότητα…

Κοίταξέ τους!

Τι κάνουν;
αναρωτιέσαι…
χτίζουν
και γκρεμίζουν…
με τα στήθια τους
με τα μάτια τους
με τις λέξεις
και με τις σιωπές τους!

Κλέψε το ρυθμό τους
μην τον ακούς μονάχα
νιώσε τον!
πόση φροντίδα έχει τούτος ο ρυθμός!
δεν θα τον συναντήσεις
παρά μονάχα
στη μουσική των πλανητών
στο βροντερό σφυροκόπημα της ζωής
μέσα στις αρτηρίες
στην ανάσα όσων αληθινά
ερωτεύτηκαν
στην αλήτικη διάθεση του μαΐστρου
όταν σε αλλοπαίρνει στο πέλαγος…

Κοίταξέ τους!
Αιώνες τώρα
χτίζουν
και γκρεμίζουν
αιχμαλώτισε τούτο το ρυθμό
στο λέω αληθινά
πουθενά δεν θα τον ανταμώσεις…

Έχεις γευτεί την πρωινή δροσιά
ενός καινούργιου κόσμου;
έχεις γείρει το κεφάλι σου
στο στήθος της
πλήρης που αφήνεται
μετά τον έρωτά σας;
έχεις χαθεί στο βλέμμα ενός παιδιού
όταν σου εμπιστεύεται
όλη την ύπαρξή του;

Κοίταξέ τους!
μην στέκεσαι στη κίνηση
μην δραπετεύεις απ’ τον ιδρώτα του μόχθου
την ιερότητα πλύσου!
την ιερότητα
καθώς ο θάνατος γίνεται ζωή
και άγια
πληγωμένα χέρια
της αθανασίας!

Δεκ 2009


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009




Μαίανδροι

Μ’ έφερε η περπατησιά μου
στους δρόμους τούτης της πόλης
με τους ακίνητους ανθρώπους
με τον άδειο χρόνο στα πεζοδρόμια
με τις πληγές όλων όσων δεν γνώρισα ποτέ
να στάζουν αλήθεια


και μοιάζει
να είναι το σπίτι μου

περπάτησα πολύ
χαμένος σε λαβυρίνθους ήχων
σε μαιάνδρους χρόνου
πέρασα πύλες αθέατες
και διάβηκα πόρτες μυστικές
κάποτε
έξω από κείνο το γνώριμο σπίτι
διέκρινα τη φιγούρα ενός νέου
αναμαλλιασμένου
νευρικού
να περιμένει κάτι
έτσι μου φάνηκε

κάτι να περιμένει…

θέλω να δω το βλέμμα του
μου μοιάζει οικείος
θέλω να δω τα χέρια του
το πώς φυσάει ο άνεμος
στα άναρχα μαλλιά του
έχει στα μάτια του
ένα περίεργο φως
φτιαγμένο από σκοτάδι
κι ένα χαμόγελο πικρό
φτιαγμένο από ανάσες
άλλων εποχών

και ύστερα τον βλέπω πάλι
στις φαρδιές σκάλες
μαζί με φοιτητές
σκιές ονείρων
άσαρκες, θαμπές

μα τώρα θέλω
της καρδιάς του το βλέμμα να δω
το χτύπο από τις αρτηρίες του
που αιματώνουν ένα ψυχισμό
από λέξεις σκέλεθρα
και οράματα φωτιάς
τον ξέρω καλά αυτό τον νέο
φοράει τα νιάτα του
σαν πανωφόρι δανεικό
και η δροσιά του πρωινού
ίσα που φτάνει στη ψυχή του
μα έχει στα χείλη ακόμη κείνη τη γεύση
της αναμονής
έτσι θυμάμαι
περιμένει

πάντοτε
κάτι περιμένει…

τον βλέπω πάλι
έξω από κείνο το δωμάτιο νοσοκομείου
με το νεκρό βηματισμό
ενός ανθρώπου σε αγωνία
το τσιγάρο δεν φεύγει από τα δάχτυλα
ο καπνός δεν φεύγει από τα στήθια

νομίζω πως ξέρω τι θέλω να του πω
όμως δεν θα μ’ακούσει
αυτή η νύχτα
δεν θα ξημερώσει
αναίμακτα
μα είμαι αρπαγμένος
απ΄την ασφάλεια του χτες
και τον αφήνω
στη σιωπή του
να σκέφτεται πως θα κυλήσει άλλο ένα λεπτό
αιωνιότητας
να περιμένει


πάντοτε
να περιμένει…

κι είμαι ξαφνικά εδώ
τον ανταμώνω πάλι
πίσω από κείνο το γραφείο
γκριζάραν κιόλας τα μαλλιά του
σκάφτηκε το μέτωπο 
από φλύκταινες ελπίδες
ρημάχτηκε το ευγενικό του πρόσωπο
από φωνές αιώνων
από ουρλιαχτά φρενών
και κλείνει βλέπω
τ’ αυτιά του
παλεύει
προσπαθεί
να κλέψει την ελάχιστη ακεραιότητα
που δεν θα απορρίψει σαν ξένο μόσχευμα
το είναι του

μην τους ακούς!
κλείσε τ’αυτιά σου


μην τους ακούς!
αυτό που περιμένεις
σαρκώθηκε στο σήμερα
και πέθανε στο χθες!

αυτό που περιμένεις
ένα χαμόγελο ορφανό

αυτό που περιμένεις
ένας σβώλος χώμα
μια χούφτα προσευχές
και το φιλί της
όταν σ’ αποχαιρετούσε!

Μην τους ακούς!

Φυλάξου!
Πρόσεξε!
έχιδνες τύψεις
πόρνες ενοχές
σφάλισ’τα μάτια σου
τυφλώσου!

Άντεξε
ανάσανε
πάρε τις λέξεις
ήλιο αρματώσου!
κι ένα λευκό χαμόγελο

και κοίτα με ξανά…

Δεκ 2009

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009





Απλοϊκά…

Μου πήρε χρόνια
Μου πήρε εαυτούς
Ντροπές μου ζήτησε
Και χαμαιλέοντες φόβους
Μα προσαρμόστηκα...

Να περπατάω στον εαυτό μου
Και να μην με ανταμώνω
Φωτιές να ορθώνω στο κορμί μου
Και να τις βλέπω δροσερές πηγές
Να με αγγίζω
Και να’ναι η αίσθηση ενός άλλου…

Δύσκολο ήταν
Μονάχα στην αρχή
Μα η θυσία έγινε
Και η τελετή
Δεν είχε μεγαλείο κανένα
Το αίμα που έτρεχε
Πρόσεχα μόνο
Να μην ποτίζει τα όνειρά μου
Αλλά να πλένει από τις ενοχές
Όσες δεν καταδέχτηκαν
να γίνουν λέξεις

Το έμαθα λοιπόν
Το χάραξα
Στο μενταγιόν του πόνου
Να τρέφομαι
Μονάχα με τον ελάχιστο
Από τον ήλιο που δικαιούμαι

Να έχω δάνειες φωνές
Και να τις λέω δικές μου

Να με φονεύω ηρωικά
Και να με αθωώνω…

Δεν κάνω για ξένος εγώ
Ούτε για οικείος
Και πρόστυχα με βάφτισα ποιητή
Για να ξορκίζω το βλέμμα του οίκτου
Πάνω στην άθλια φορεσιά μου

Το σκάλισα λοιπόν κι αυτό
Στο εκκρεμές ομοίωμά μου
Να έχω πυρετούς εγωισμού
Και να τους λέω έρωτες!

Στην απέναντι όχθη να με αντικρίζω
Αλλά να μην μπορώ να φτάσω ως εκεί
Και κάποτε πια
Να μη με νοιάζει

Δεν κάνω για ξένος εγώ
Ούτε για οικείος
Δεν κάνω για ποιητής εγώ
άνθρωπος στο δρόμο του Ανθρώπου
ίσως
Έτσι, σκανδαλωδώς απλοϊκά
Κι έχω οφειλές ακόμη…

Δεκ 2009