Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012





Καταφύγιο

Πως με βρήκες;

ανάμεσα σε τόσα χέρια
κάτω από τόσα σώματα
πίσω απ’όλες αυτές
τις ασπρόμαυρες ημέρες…

κι όμως
με βρήκες…

και χωρίς να’χεις συντροφιά
ούτε τη σιωπή μου…

κι όμως
με βρήκες…


Ιανουάριος παγωμένος, Φλεβάρης προδομένος, Μάρτης σιωπηλός…

Κατεβαίνω στο καταφύγιο των ψυχών… Ο Aγέννητος μετράει τους μήνες… τραγουδάει… δεν θυμάται πια τίποτε, τίποτε άλλο, όμως μετράει…

Μπήκα στο υπόγειο του Ανθρώπου… Ο πρώτος μου εαυτός στη γωνιά είναι και κλαίει, ο δεύτερος δίπλα στο μικρό ψυγείο και με κοιτάει, ο έσχατος κοντά στον πατέρα, αναρωτιέται πόσο ακόμη θα ψηλώσει…


…Απρίλης αστερέωτος, Μάιος γελαστός, Ιούνης καυτός…

Είμαι στο λαβύρινθο του κόσμου… ο Αχώρητος δάνεισε τα χέρια του στην Ειμαρμένη, η Ειμαρμένη έχει πια τα χέρια του… ο Αχώρητος δεν μπορεί να κρατήσει πια τα πρωινά του, δεν έχει δάχτυλα να αγγίξει τη Νύχτα, κανείς δεν είχε ένα δάκρυ για τα χαμένα χέρια του…

Είμαι στο κάτεργο του φόβου… ο πρώτος μου αριθμός είναι το μηδέν, ο δεύτερος το ένα, ο τρίτος μου αριθμός είναι το άθροισμα όλων των ηλικιών μου… και έχω όλη την υπόλοιπη στιγμή μου για να τις μετρήσω…


…Ιούλιος ερωτικός, Αύγουστος ολόφωτος, Σεπτέμβρης μαγικός…

Ο Αγέννητος μετράει… με έχει πιάσει από το χέρι και με καλεί κοντά του να μετρήσουμε μαζί… Η ανάγκη με έκανε να τον κοιτάξω ολόισια στα μάτια, η ανάγκη με έσπρωξε να διορθώσω το κόμπο στη ρυπαρή γραβάτα του… πνίγεται χωρίς φως ο Αγέννητος κι όμως, τραγουδάει πάντοτε, κι όμως μετράει…

Είμαι στο εργαστήρι του έφηβου θεού… Κίτρινες, άσπρες, μενεξεδιές κορδέλες παντού ολόγυρα, κανείς να τις κρεμάσει στα παράθυρα, παράθυρα δεν έχει αυτός ο κόσμος, έχει ανοίγματα όμως, κάτω από τα ανοίγματα υποδέχομαι έναν ρόγχο που μοιάζει με την ατμομηχανή που μου είχε δωρίσει κάποτε ο πατέρας, κάπου εδώ γύρω κι αυτή θα ανασαίνει το δικό της πένθος, κάπου εδώ γύρω…


…Οκτώβρης πρόστυχος, Νοέμβρης χολερικός, Δεκέμβρης νεκρός…

Η Εντροπία δεν μιλάει καλά τα ανθρώπινα. Έχει να πει πολλά και θέλει να μιλήσει. Αιώνες τώρα η ανάσα δεν βγαίνει από τα στήθια της και συλλαβίζει όμορφα αλλά δειλά. Το ξέρει πως θα μιλήσει όταν οι πόλεμοι τελειώσουν, όταν οι άνθρωποι φιλιώσουν, όταν γεννηθούν παιδιά χωρίς καρκίνους. Αλλά δεν ξέρει πώς να διεκδικήσει τούτη τη κληρονομιά. Η Εντροπία στέκει στον τοίχο, όρθια, ακάματη, προσεύχεται βουβά…

Είμαι στον αργαλειό του πόνου… Έχει η μητέρα ένα πρησμένο πόδι κι ένα χέρι γερασμένο αλλά χαμογελάει ακόμα. Ορφάνεψε πριν από μένα, θα πεθάνει ένα βράδυ του Οκτώβρη πιο μόνη από το βλέμμα, πιο σιωπηλή από το δάκρυ αλλά δεν θα φοβηθεί να περπατήσει ως εκεί. Εκεί είμαι, εκεί γεννήθηκα, εκεί την περιμένω… μητέρα θα έρθεις, θα σε στηρίξω, θα σου δώσω ένα μικρό μαντήλι, ένα φιλί στο κρύο σου μέτωπο, ένα μου ποίημα αλλά δεν θα σε συνοδεύσω παρακάτω… δεν είμαι άξιος να σε πέμψω εγώ… δεν έχω τα σπλάχνα της αποστολής αυτής, συγχώρεσέ με…

…Δευτέρα κόκκινη, Τρίτη χλωμή, Τετάρτη φαιά, Πέμπτη γαλάζια, Παρασκευή σταχτιά, Σάββατο μελανό, Κυριακή κατάλευκη…

Είμαι στο γνόφο του Άμορφου…
μετράω κι εγώ
μαζί με τον εαυτό μου
ανέχομαι τον οπλισμένο πόνο μου
και ψιθυρίζω ίσα να με ακούει ο χρόνος
δεν έχω άλλα μάτια
να με ξεγελάω περισσότερο
να με προσδοκώ
να με υπόσχομαι
αλλά θα είμαι γιορτινός στην έξοδό μου
ακέραιος
φωτεινός
και θα ζυγίζω το κάθε βήμα μου
μονάχα στη ζυγαριά
της βιωμένης Αλήθειας…

Κι έτσι
θα ε ί μ α ι …

…πως με βρήκες;

ανάμεσα σε τόσους εαυτούς
πίσω από όλους τους ανθρώπους
κάτω από τα σεντόνια του θανάτου…

κι όμως
με βρήκες…


Ιαν 2010

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012







Ο ουρανός
είχε σπάσει
σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομμάτια


έβρεχε τον εαυτό του
αδιάκοπα
μέρες τώρα
μήνες τώρα
στον καινούργιο κόσμο
των ανθρώπων


σε βρήκα
κρυμμένη κάτω απ'τα χαλάσματα
της παγωμένης καρδιάς σου
το κορμί σου χαραγμένο
από γραμμές εκδίκησης
τα μαλλιά σου
κρατούσαν τη σκόνη του χτες
όμως στα μάτια σου
ανάσαινε ένας λυγμός αθανασίας


με υποδέχτηκαν
με την λαμπρότητα του αιώνιου...


ο ήλιος
κατανάλωνε αργά
το φως του
και πέθαινε


όποια ζωή
πάσχιζε να υπάρξει
στο ημίφως του θνήσκοντος άστρου
αγωνιζόταν
σε μια ύστατη διαπνοή 
να μεταβολίσει
την ήττα
σε χρόνο


με βρήκες
να ρουφάω μορφάζοντας
λίγες σταγόνες πόνου


με κοίταξες ολόισια στα μάτια


είπες
δεν έχω πια την πολυτέλεια
του άλλου βλέμματος
ένα απόλυτο δώρο
μου δίνεις
το χέρι μου κρατώντας...


αγκαλιαστήκαμε
σα να μην είχε σημασία πια
ούτε η Ειμαρμένη
ούτε το μολυσμένο πύο
της ανάγκης


χαμογελάσαμε


και περπατούμε μαζί
από τότε
κάτω απ'τον μοναχικά δικό μας


αφιλόξενο ουρανό...


ιαν2012



The flood

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012



Ονείρεμα
(Ο Γέροντας)

Μπήκα πάλι
στους κόσμους των εικόνων
και των ξεχασμένων τραγουδιών
κείνους τους κόσμους που επινόησα κάποτε
και που στοιχειώνουν πάντα τα όνειρά μου
κείνους τους κόσμους που πια έχω μισήσει
αλλά δεμένοι είναι αχώριστα με μένα

περπάτησα πολύ και λίγο
σημασία δεν έχει
ό,τι κοιτούσα μόνο ερημιά και ερείπια
όπου στεκόμουν άνυδρες χώρες
όπου ανάσαινα
μονάχα λίβας και σκόνη των αιώνων

κάποτε

βρήκα ένα γέροντα θλιμμένο
να κάθεται κάτω από ένα δέντρο χάρτινο
και τον πλησίασα δειλά
γύρισε και με κοίταξε
και είχε στο βλέμμα του
κουρνιάσει ένας λευκός θάνατος
κι είχε στο πρόσωπό του
ξεκουραστεί η αφθονία του τίποτα

"ήρθες ξανά" μου είπε
και με καλωσόρισε
"κάθισε δίπλα μου λοιπόν
γιατί είμαι μόνος αιώνες τώρα
και διψάω να μιλήσω σ'ένα επισκέπτη..."

και κάθισα κοντά του

κάτω απ'το χάρτινο κείνο δέντρο
κι ένιωσα πως ο γέροντας αυτός
ήταν εκεί για μένα από πάντα
κι ένιωσα τόσο περίεργα όταν τον αισθάνθηκα
τόσο αλλόκοτα νεκρό
τόσο γεμάτο από Τίποτα...

"μη με κοιτάζεις όσο θα σου λέω
μη με αγγίξεις
τίποτε είμαι γεμάτος
και δε θα νιώσεις παρά τίποτα
μη με ρωτήσεις πόσο έζησα
γιατί το έχω ξεχάσει
μη με φοβάσαι
η μοναξιά και η έπαρση
προξενούν μονάχα θλίψη"

άρχισε να λέει

και η φωνή του χάιδευε τ'αυτιά μου
και σκιά δεν έριχνε το ψεύτικο αυτό δέντρο...

"χρειάζεσαι ένα κόσμο αλλιώτικο
αυτός που ζεις είναι αυταπάτη
χρειάζεσαι πολέμους με άλλες μάχες
τούτες που δίνεις κιόλας σε κουράσανε
χρειάζεσαι ανθρώπους με καρδιά
αυτούς που αγάπησες
όλοι πεθάνανε..."

είπε ο γέροντας και είχα κλειστά τα μάτια
και το κεφάλι μου σκυφτό
να μην με αρπάζει η τρέλα του τοπίου

"χρειάζεσαι άλλες μουσικές
τούτες που ακούς σε ανισορροπούν
είναι κραυγές αρρώστων, είναι νυχτωδίες
άλλες χρειάζεσαι αυγές
οι ήλιοι που ανατέλλουν στη ζωή σου
κι αυτοί ψεύτικοι είναι
όπως αυτό το δέντρο..."

είπε ξανά ο γέροντας και στο μυαλό μου
σφυροκοπούσε μια φρενήρης άρνηση
να μην αλλοιώνομαι άλλο στο πουθενά
να φύγω
να επιστρέψω
να ξυπνήσω!

"εμένα σύντομα θα με ξεχάσεις
τίποτε είμαι
και δεν γεμίζω πια ούτε τον εαυτό μου
εμένα γρήγορα θα με περάσεις
αλλά, πόσο σε συμπονώ,
μ'εσένα θα εξακολουθείς να συνυπάρχεις!"

είπε ξανά και άκουσα το γέλιο του
κραυγή κι αυτό
παράφωνη οιμωγή απ'το τίποτα
και προσευχήθηκα να αδειάσω ξαφνικά
να τρέξω πίσω, να χαθώ,
να νιώσω εμένα ακέραιο,
να ξυπνήσω!

"κράτησε τούτο που σου λέω
πριν να ξυπνήσεις κει απ'όπου ήρθες
όλα είναι όπως εγώ
τίποτε
αν δεν γεμίσουν από σένα
όλα είναι όπως το δέντρο αυτό
ψεύτικα
αν δεν δονούνται από σένα
όλα είναι χαμένα
όπως ο χρόνος σου μαζί μου
αν δεν ντυθούν αγάπη
από σένα!"

τούτα είπε ο γέροντας
πριν με αφήσει
και τον αφήσω κι εγώ
και έχω μια εικόνα τελευταία
πριν πάλι ευλογηθώ
στον κόσμο των ανθρώπων να ξυπνήσω
ο γέροντας να εξαφανίζεται
το δέντρο να αφανίζεται
κι εμένα να στέκω ολομόναχος
σ'ένα απέραντο τοπίο
από περίεργο φως

και να μιλάω σε μένα...

16/7/2001

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012




Akaufaciyâ

«οι άνθρωποι που κατοικούν στα βουνά»



Είναι υπέροχο
να σ’αγνοεί η Daiva

Ως κι ο Μεγάλος Βασιλιάς
που ο ήλιος των ανθρώπων
ανατέλλει και δύει
στο πρόσωπό του
δεν έχει λέξη να προφέρει για μας

κανείς δεν ξέρει να του πει
πώς ξημερώνει κάθε αυγή
ο νέος ήλιος στο βλέμμα των μανάδων μας
και πως χαράζει τα ιερά αυλάκια του ο χρόνος
στα μέτωπα των γερόντων μας

κι ακόμη δεν ξέρει να του πει
πώς λούζουν ψιθυρίζοντας
στη βραδινή βροχή
τα όμορφα μαλλιά τους οι γυναίκες μας
πριν αφεθούν στα χάδια των αντρών τους

κι ούτε ποτέ θα μάθει ο Μέγας Βασιλέας
πώς ανασαίνουν κάθε δειλινό
αποκαμωμένα απ’το παιχνίδι
τα παιδιά μας

και τα τραγούδια των μικρών μας κοριτσιών
τις μυστικές τους ώρες
ποτέ ο Υπέρτατος Αφέντης δεν θ’ακούσει

είμαστε αόρατοι

στα πανάρχαια σπήλαια
των αδελφών μας βράχων
γεννιόμαστε
και στους γκρεμούς των κρυμμένων μας βουνών
τα πρώτα μας όνειρα
με τις σκιές των λουλουδιών
τα μοιραζόμαστε

και στα υψίπεδα που δεν ορίζει άλλος
παρά το αιώνιο βλέμμα των προγόνων
και οι κατεβασιές των αητών
χαράζουν το αδύνατο στους ορίζοντες

σε τούτα τα ιερά υψίπεδα
ερωτευόμαστε

και στα φαράγγια
που οι υλακές των λύκων τα πρωινά
μουδιάζουν τα πόδια των δειλών
εκεί ανδρωνόμαστε

κι ύστερα από το πέρασμα ημερών μεγάλων
που θηλάζουν όλα τα χρώματα του ανθρώπου
και άλλοτε στο χαμόγελο
κι άλλοτε στον πόνο
κουρνιάζουν τη σκέψη του

ύστερα από χιλιάδες νύχτες
που αγωνιούμε για τον πυρετό
στα στήθια των σεβάσμιων
ή τραγουδούμε τον έρωτα που πυρώνει τα χείλη
και μεθάει τα σκέλια

έρχεται Εκείνη η μέρα
που στις αθέατες κορυφές
των χιλιόχρονων βουνών μας
μονάχοι
λέμε στο κουρασμένο σώμα
μείνε αδελφέ μου εσύ εδώ
να σ’αγκαλιάσει η Μάνα
κι άλλους να δώσεις, πιο άξιους από μένα

και με το πνεύμα ελεύθερο πια
να απλώνεται στα ασύνορα λιβάδια τ’ουρανού
πέρα από τους ποταμούς στα βορινά
πέρα από τις στέπες και τις ανοιχτωσιές της δύσης
πέρα απ΄τα αφιλόξενα της ανατολής κάτασπρα βουνά
κι ως κάτω, στον αδελφό ωκεανό, στο νότο

στο Ταξίδι του Ανέμου αφηνόμαστε
και με το Φως του Αρχαίου Πατέρα
και την Πνοή των Ονείρων

χαμογελώντας

ένα γινόμαστε…

ιαν2012


Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012




η γλώσσα του ήλιου

τελικά 
νιώθω τυχερός

στάθηκα κοντά σου
πολύ κοντά σου
τόσο
που η ανάσα σου με περιέγραψε
τόσο
που η ματιά σου με εξερεύνησε
τόσο
που το άγγιγμά σου με άλωσε

έχω ακόμη τη γεύση σου
θα την έχω για πάντα
το ξέρω


έχω ακόμα το σχήμα σου
τούτο θα χάνεται αργά αργά
κάθε πρωινό


θα χάνεται


θα έχω το βλέμμα σου
τούτο
θα περάσει αργότερα μέσα στο καρδιακό μου σύμπαν
θα κουρνιάσει δίπλα στο μεγάλο μυ
και θα κοινωνεί
στο φλεβικό αιώνα
το ρυθμό που ξοδεύει το αίμα μου ο χρόνος
μέσα στο σώμα μου

τελικά
τυχερός είμαι αγάπη μου
έχω στα χέρια μου
όλο το πρόσωπό σου
κι όχι πως έμεινα ορφανός από νύχτες
και δεν το σπαταλάω 
αλλά, να...
είναι που το'χω ατίμητο
και ακριβό
όσο δεν φαντάζεσαι
μέσα στο πένθος μου
και το ανασαίνω

δίχως αυτό
όλα περνούν σε μια νεκρική μαρμαρυγή
και αφομοιώνονται πια
από το Γνωστό...

δίχως αυτό
όλα εκλιπαρούν να ξεδιψάσουν
από μια σταγόνα
από μια λέξη
από ένα νεύμα
από μια συλλαβή φωτός

και δεν έχω ακόμη
ανακαλύψει
τη γλώσσα του ήλιου...

δεκ10


Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012



Ήταν σοκαριστικό να τον ακούς…

Το απέραντο χυμούσε μέσα μου
Γινόταν ένα με τη σάρκα μου
Ένα με το αίμα μου
Το στερέωμα με τρυγούσε
Και δεν το αρνιόμουν
Δεν το φοβόμουν
ήθελα να γίνω αόρατος
και μαζί ορατός…

Υπήρχε η αποφορά του δέους
σε κάθε του λέξη, σε κάθε του ανάσα…

Το αδιανόητο με κατοικούσε
Γινόμουν ξενιστής του
Γινόμουν δέσμιος
Και φύλακάς του
Έπρεπε να μάθω
Να μάθω να ψελλίζω απ’την αρχή
Ως και τ’όνομά μου
Στη δική Του αρχαία γλώσσα
Έπρεπε να μάθω
Ν’ακούω την ύπαρξή μου
Μέσα απ’τη δική Του μουσική…

Τα χέρια του κρατούσαν το κεφάλι του
έσφιγγαν τα μηνίγγια του
Έκλαιγε
Αλλά δεν ήθελε το φαινόμενο να σταματήσει…

Το Υπέροχο με άλωνε
Ένα προς ένα όλα τα κύτταρά μου
Του παραδίνονταν
Γινόμουν η εταίρα του
Η πόρνη του
Με εκφύλιζε
Με εξαγόραζε
Και ήταν το μόνο που είχα τόσο πολύ ποθήσει
Από την αυγή της ζωής μου

Το Κοσμικό Διανόημα
Το Δέντρο
Ο Όφις και ο Κήπος
Η δίχως αρχή Αρχή Όλων
Με διαπερνούσε
Με έναν ασύλληπτο ρυθμό
Απλωνόταν μέσα μου
Δήωνε τις αντιστάσεις μου
Φυλάκιζε τις ενοχές μου
Με απελευθέρωνε…

Πάλευε να κρατήσει την καρδιά του
Να μην εκτοξευτεί απ΄το στήθος του

Ξέρω πως πια θα είμαι σιωπηλός
Αδελφέ μου
Αρχίζει εκείνο που δεν έχει όνομα
Να με βαφτίζει στο Ιχώρ του

Ανασαίνω το πρώτο Φως
Κι έχω τη γεύση όλων των ανήλικων ωκεανών
Της Δημιουργίας
Στα χείλη μου…

Αν θελήσω να πιω θα πεθάνω
Αν θελήσω να εισπνεύσω αναλώνομαι
Αν τολμήσω να εκπνεύσω…

Θα γεννηθώ ξανά
και δεν θα σε γνωρίζω...

Ιαν 2012

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012



Μέσα μου είσαι πάντα εκείνο το κορίτσι
Που γνώρισα πλάι στον έφηβο σχίνο
Κείνο το περίεργο γέλιο σου
Που αιχμαλώτιζε ως και το χρόνο
Κείνο το άδολο άγγιγμά σου

Μέσα μου είσαι πάντα ένα απρόσιτο ναι
Κι ένα διάπυρο όχι
Δίπλα σε κείνο το μικρό μαστιχόδεντρο
Που μοσχοβόλαγε όταν του μιλούσες
Στη παραλία που πρωτόδαμε την αυγή ενός νέου κόσμου
Που ποτέ δεν ανέτειλε…

Κι εκείνος ο ανήλικος σχίνος
Δάκρυζε κάθε φορά και πιο γοερά
Καθώς τον πλήγωνε η απληστία των ανθρώπων
Και γιατρευόταν μονάχα όταν τον άγγιζες εσύ…

Μέσα μου είσαι πάντα ένας ήλιος νικηφόρος
Ένα δροσερό σεντόνι
Στον μεσημεριάτικο καύσωνα της Οφιούσας
Κείνο το καλοκαίρι που δεν το διαδέχθηκε ποτέ
Κανείς χειμώνας
Γιατί δεν το επιτρέψαμε εμείς…

Έφυγες βέβαια
Καθώς το όφειλες στην ειμαρμένη
Στη Δύναμη και στην Ανάγκη
Ναι, τώρα το ενστερνίζομαι
Αλήθεια στο λέω…

Το σχιναράκι στέκει μόνο
Και κλαίει πάντα όταν το πληγώνουν
Κι όσο κι αν το αγγίζω εγώ
δεν λέει να συνέλθει
σε κάποιο άλλο σύμπαν μοσχοβολάει
ένας άλλος καρπός της Αρχαίας Μάνας
έχει ένας άλλος χρονομέτρης τα σταθμά σου
και ο Θεός λυπάται τον κόσμο
και δεν τον αφανίζει…


Μάης 2009