Είχε δυο μάτια
Ν’ατενίζουν πρώτα το εσωτερικό κενό
Κι ύστερα το αφιλόξενο του κόσμου
Κορίτσι
Όχι πάνω από τα εικοσιδύο
Κορμί που δεν φιλοτεχνήθηκε
Να αντέχει στο ψύχος της αδράστειας
Το ανεξήγητο
Μιας άφιλης νιότης
Που αναζωντάνευε νυχθημερόν
Στα ξυλιασμένα χέρια της…
Γερασμένη κιόλα
Από τη φορμόλη της συμπόνιας
Που αναμετριέται πάντοτε γενναία
Με το ευρώ που βγαίνει από τη τσέπη
Για μια τυρόπιτα
Για ένα καφέ
Για μια ρυτίδα μαύρου ήλιου
Στο στερέωμα…
Απόστατος και βολεμένος
Πάντα από τα σωθικά του ‘πρέπει’
Δεν πρόλαβα να την γνωρίσω
Δυο ματιές ανταλλάξαμε θολές
Δυο βήματα
Δυο λέξεις
Στο σπασμένο παγκάκι
Και δεν την ξανάδα
Κορίτσι
Όχι πάνω απ΄τα εικοσιδύο
Αιώνες έζησε
Στο απεριχώρητό μας
Στο στενόχωρο υπερ-εγώ μας
Μιλούσε
Και δεν την ακούγαμε
Μας έβλεπε
Και δεν είχαμε καλημέρα
Μας αποχαιρετούσε
Και δεν καταδεχτήκαμε
Ούτε το ξεπροβόδισμα…