Infinity by Domenico Petrocca
aeternum exilium
το φιλί της
εκείνη την ημέρα
που θυμάται το σώμα
κι εσύ κοντεύεις να ξεχάσεις
είχε τη δροσιά του ήρεμου
μοναχικού πρωινού
σε τόπο απόμακρο
δίχως θεούς ή ανθρώπους
και με το χρόνο να έχει σκαρφαλώσει
στη ράχη σου
και να σε γδέρνει σα μικρό γατί
αυτό ήταν το κύρος της στιγμής
κι εσύ το αγνόησες
έμεινες στο εγγύς, στο κερδισμένο άκοπα
της νεανικής γοητείας
και σου λείπει τόσο…
μα έρχεται η μέρα
που θα αποκαταστήσει τα πάντα
στην πρώτη τους δόξα
και το φως
για όσους δεν είναι τόσο τυφλωμένοι
θα κάνει διάφανο αυτό που έπεται
στυφό ή πικρό
γλυκό ή άγευστο
με το βλέμμα νιώθεις
κι όχι με το άγγιγμα
αν είναι αυτή η εξορία
ή η αιώνια που ακολουθεί
τι να σε ενδιαφέρει πλέον…
εσύ δεν ήσουν εδώ
όταν γεννιόταν
κι έτσι απαρηγόρητος
δεν συγκλονίζεσαι
δεν σπαράζεις…
τι κρίμα…