Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020


Το Άλλο Εκείνο


Αν τα γυμνά ανθρώπινα κορμιά
υψώθηκαν και κρέμονται
στο σκοτεινό όργιο του σύμπαντος
κι αν φλέγονται
και ψύχονται μαζί

απ'το "ενεργεία" στο "δυνάμει"

κάτω απ'τα βλέμματα ανήλικων θεών
είναι που ακόμη ο αιώνιος οδοιπόρος
πραγματώνει αέναα
την Οδύσσειά του
και απ'την αγκαλιά της Κίρκης
κι απ'τους μηρούς της Καλυψούς
ορμάει στο φως
του έσχατου θανάτου
κι απλώνει στην επιστροφή
που τόσο πόθησε
μια επίκληση
στο μαύρο δίχτυ της Ανάγκης
για ν'αφανιστεί
όχι ως βασιλιάς
αλλά ως ζητιάνος

Κι η επίκλησή του
θα έχει λέξεις από αίμα
σύμφωνα από πέτρα
φωνήεντα από φως
και στο ουράνιο βλέμμα του
το Άλλο Εκείνο
που τον στερέωσε στο Είναι...

Και με ορθάνοιχτα τα μάτια
δικαιούσαι να ονειρεύεσαι

Και με κλεισμένους πνεύμονες
δικαιούσαι ν'ανασαίνεις

Ένα χωρίς Αυτό

χωρίς το Κάτοπτρο
χωρίς το Χάσμα



Εν εσαεί...

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020



Σηκώθηκε όλη η γη
Τα χώματα, οι ρίζες, τα κόκαλα…
Σηκώθηκε και όρθωσε το ανάστημά της…

Να είσαι θυμωμένος, να είσαι απροσπέλαστος

Έχεις ακόμη εκείνο το αρχαίο βλέμμα;
Δεν το έχασες κλέβοντας μέρες απ’τη Νύχτα;
Δεν το λησμόνησες μέσα στα μαστάρια της Κίρκης;
Έχεις ακόμα βλέμμα;

Να είσαι η πλημμύρα που έρχεται
Όχι το ρημαγμένο κοιμητήριο που απέμεινε…

Και  αν επιστρέψει ο αδελφός σου κάποτε
Από εκείνη τη νέκυια που τον στοίχειωνε από παιδί
Μην πάρεις στα χέρια σου όσα θα φέρει μαζί του
Μην τον αλλοιώσεις με τη λιπαρή σου ευωχία

Να είσαι η τρικυμία που καταστρέφει
Να είσαι υετός φωτιάς
Όχι το πρόθυμο καταφύγιο της υγρής ραστώνης…

Δες
Απ’το παράθυρό σου ο κόσμος
Άλλαξε…





The Bunker

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020


Α ν θ ρ ω π ο μ έ τ ρ η ς


Σάρκινα λουλούδια
φυτρώνουν σε μια άρρωστη γη
πάνω τους κόκκινες δροσοσταλίδες
ο χρόνος
δηλητηριάζει τα φύλλα
και τους μίσχους
ποτίζει με ιχώρ που αχνίζει

Σε είδα ξέρεις
στ’ όνειρό μου
γινόσουν χώμα
γινόσουν δέντρα
γινόσουν σύννεφα
γινόσουν αίμα…

Ο ανθρωπομέτρης
άπλωσε ένα λευκό μανδύα
πάνω στο πρόσωπό μας
το φως τρυπώνει μέσα από τη σκέψη
η αθανασία τρυπώνει από τη προσευχή
η αγάπη απόλυτη τιμή
και δεν αντέχει
ν’αργοπεθαίνει στο περίπου…

Σε είδα πάλι
ν’αγκαλιάζεις τον ήλιο
μονάχα με το χαμόγελό σου
καιγόσουν
γλώσσες φωτιάς
εξέχεαν τα σωθικά σου
και δεν ζητούσες να εξαγοράσεις
το πυρετό με τη δροσιά
αλλά το αύριο
με το τώρα
χωρίς να ξέρεις
πως ζούσες ξανά και ξανά
όλο το παρελθόν σου
σε μια εξάχνωση του απείρου
μόνο…

Ο ανθρωπομέτρης
άνοιξε ένα από τ’αναρίθμητα κελιά του
έβγαλε έναν ανήλικο ήλιο
στον λευκό σου κόρφο τον απίθωσε
άγγιξε τα πλευρά σου
τα φτερά σου άνοιξαν
σε άγγιξε στο πρόσωπο
και η λάμψη από την ομορφιά σου
απλώθηκε σε χίλια στερεώματα
άγγιξε το μυαλό σου
για να μπορέσεις να τον δεις

κι ύστερα

χαμογελώντας σαν μικρό παιδί
με μια του κίνηση
χώρισε το σώμα απ’το κεφάλι
και το ζεστό σου αίμα
που πλημμύρισε την μαύρη θάλασσα
του απείρου

έγινε γεννήσεις
έγινε θάνατοι
έγινε ρίγος
έγινε χώρος
έγινε άνθρωποι


ξανά…