Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011






Κοπτήρες

Εσύ σακάτη
γέρο εσύ…
γείρε ν’ακούσεις
το παφλασμό του αρχαίου
αρχειοθετήθηκε για σένα
από το αβυσσαλέο σκότος
κι είχε στοργικά σκεπάσει τη δολιότητά του
το Ον εκείνο
που φοβάσαι να ονειρευτείς…

δόντια
κοπτήρες φονικούς
έχει φυτέψει στο κορμί σου
ψάξε
έχεις δυο μάτια αναδευτήρες
έχεις δυο πόδια ξύλινα
έχεις δυο χέρια πρησμένα υποσχέσεις
και ανασαίνεις το ρόγχο της αποδρομής…


Ο άνθρωπος μπροστά στο θεόρατο τοίχο…
Δεν γύρισε το βλέμμα
Δεν άπλωσε τα χέρια
Δεν έκανε τον παραμικρό μορφασμό
Είχε στυλώσει το βλέμμα του στην απόλυτα –αφύσικα- επίπεδη και γυαλιστερή επιφάνεια που ορθωνόταν μπροστά του… άπειρη σε πλάτος, άπειρη σε ύψος…
Το σώμα του ευθυτενές
Τα χέρια κολλημένα στα πόδια
Η μύτη του σε απόσταση χιλιοστών από την παράξενη αυτή όρθια επιπεδότητα…
Εδώ καλούμαι να σκεφτώ
Είπε
Εδώ καλούμαι να σταθώ…
Θα απαλλοτριώσω το χρόνο
Είπε
Και ό,τι απορρίψω ως περίττωμα
Θα είναι η βεβαιότητά μου
Πως είμαι ζωντανός

… ψάξε λεπρέ
τους σάπιους σου κοπτήρες
ψάξε τρελέ
έρχεται Εκείνο
που δεν αντέχεται η μορφή Του
έρχεται Αυτό
που δεν μετριέται στο τώρα
έρχεται όμως
και είναι αληθινό…

Δεν εμπιστεύομαι το χτύπο της καρδιάς μου
Δεν εμπιστεύομαι το βουητό στ’αυτιά μου
Δεν υπάρχω ως προς εμένα
Θέλω να υπάρχω απλά
Σα να μην έχει αυτό καμιά επίδραση στο μυαλό μου…
Χάνομαι;

...γείρε να νιώσεις
το αγριεμένο αίμα σου
θέλει να σε σκοτώσει
θέλει να σε φορτώσει ενοχές ζωής
κι έτσι
ανυποψίαστο
πως βρήκες το παιδί του ανθρώπου
και το φιλοξενείς γλυκά
στο νησί της Μέδουσας
θα σε μαχαιρώσει
και θα σκορπίσει όλες σου τις πρόστυχες ματιές
στον ωκεανό της Αφροδίτης…


Είμαι άραγε πραγματικά όρθιος;
Αν με δει κανείς διαφορετικά ίσως να μην είμαι
Ίσως απλά να έχω την ψευδαίσθηση της βαρύτητας
Τα πόδια μου μεταφέρουν το φορτίο μου στο χώμα
Το κεφάλι μου δεν πρήζεται από το αίμα
Αυτό με βεβαιώνει άραγε πως είμαι όρθιος;
Τρελαίνομαι;

Ο τοίχος είναι νεκρός
Εγώ είμαι ζωντανός
Τι άποψη άραγε να έχει επ’αυτού… ο τοίχος;
Θέλω να ξεσπάσω σε τρανταχτά γέλια
Είμαι μια κουκίδα
Μπροστά σε ένα απλωμένο επίπεδο σεντόνι
Που ξεφύτρωσε μπροστά μου από το πουθενά
Και αναρωτιέμαι…
Αν σκέφτεται…
Θέλω να πεθάνω από τα γέλια
Ίσως αυτός ο ήχος
Αυτή η δόνηση
Να τον ευαισθητοποιήσει
Και να με αφήσει να περάσω… από μέσα του…
Θέλω να διπλωθώ από τα γέλια
Είμαι σίγουρος
Είμαι σίγουρος…
Μετά από αυτό το καταραμένο πράγμα
Ακολουθούν κι άλλα…
Αμέτρητα
Αμέτρητα
Αναρίθμητα!!!
Θέλω να γεμίσω το σύμπαν από τα γέλια μου!!

… ήσουν αιδοίο
κι έγινες φαλλός
επηρμένε!

δεν σε φοβίζει το Ον
ούτε η σκιά σου
εκτάθηκες στο επίπεδο
πάνω
και κάτω
δεξιά
και αριστερά
τα χρονοκύτταρά σου
των πνευμόνων οι κυψέλες σου
έγιναν ένα με το ένα
έγιναν τίποτα στο τίποτα

χαμογελάς;
δεν σε βλέπω

πονάς;
δεν είχες το δικαίωμα…

αρνήθηκες την άρνησή σου;
κάνε με υπερήφανο!

Αν δεν υπάρχεις
πώς να σε πιω ξανά;

Μαρ2010


Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011



Σκορπιός
[γραφή δεύτερης ανάσας]

Θυμάσαι εκείνο το χαμόγελο
Κάτω απ’το μεγάλο δέντρο της αυλής
Θυμάσαι;
Πόση χαρά σου είχε δώσει
Η δροσιά του…

Άργησες σήμερα
Μου είπες
Και με κοιτούσες
Καθισμένος στο στενό παγκάκι
Όχι πολύ
Σου απάντησα
Και χαμογέλασα κι εγώ…

Κι όσο σε παρατηρούσα
Αδερφέ μου
Αρπαγμένο απ’τη στιγμή
Να βιώνεις κείνο το μικρό θαύμα
Του μαγικού Σαββατιάτικου πρωινού
Αναρωτιόμουν
Αν θα έρθει και για σένα η ώρα
Ακόμα και τούτο το πρωινό
Να ξεπεράσεις
Να μην σου φτάνει
Να μην χωράς στην απόδραση
Να μην χορταίνεις
Μονάχα μ’ένα χαμόγελο…

Αχάριστος είσαι
Ψέλλισα στον εαυτό μου θυμωμένος
Κανείς δεν ξέρει
Πόσο μεγάλο βήμα
Είναι για σένα
Τούτο το χαμόγελο…
Κανείς…
Με συγχωρείς
Για λίγο μόνο
Το λησμόνησα κι εγώ…

Και με τα μαύρα μου γυαλιά πάντα στο πρόσωπο
Να μην μπορείς τα δάκρυά μου να βλέπεις
Σε συνόδευσα στη βόλτα μας

Πάμε;
Είπες και με καλούσες σαν μικρό παιδί
Πάμε
Σου αποκρίθηκα

Πάντα μαζί…
πάμε…

Μαιος2010

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011


Χορευτές

Είμαι τυφλός
όσο θυμάμαι τον εαυτό μου

έχω για μάτια δέκα δάχτυλα
και όλους του σώματος τους πόρους
ανοιχτούς
ν' απορροφώ τον κόσμο

δεν θα με πεις γυμνό
μόνο ανυπόδητο ίσως
θέλω να περπατώ στην απειρομήκη τούτη ερημιά
και να την νιώθω στο είναι μου
θέλω να περπατάει κι εκείνη μέσα
στο δικό μου απέραντο…

πάνε χρόνια
δεν θυμάμαι πόσα
που κάποια μέρα
περιπλανώμενος
η δουλειά μου είναι
έφτασα σε τούτο το Ναό
έτσι τον λέω κι ας μην είναι
χωμένος στο κόρφο του Αγνώστου
έρημο τον οσμίστηκα
να μην ανασαίνει
ούτε την αποφορά του χρόνου

δεν περιγράφεται η άφατη χαρά μου
όταν αγκάλιασα
κείνο τον χοντρό κίονα
με τις κάθετες ρυτίδες
να’ρχονται από τον ουρανό
και να μετρούν ως κάτω χαμηλά
το δέος μου
και την απαντοχή μου
έκλαιγα
σα μικρό παιδί
και αγκαλιά κοιμήθηκα κείνο το βράδυ
στη παγωνιά του Απείρου
αλλά ζεστός
στα μέσα μου
πρώτη φορά…

πέρασαν μήνες
πέρασαν λέω
χρόνια
και γύρισα τούτο τον περίπτερο ναό
ολόγυρα
μια θάλασσα από κίονες
ένας ωκεανός σκληρά ποδάρια

πιο μέσα
έλεγα
θα ρθει η στιγμή να πάω πιο μέσα
μπας κι αφουγκραστώ τα σώψυχά του
μπας και με αγγίξει η ανάσα του
κάνε το βήμα
έλεγα στον εαυτό μου
μην το φοβάσαι
το βήμα στα εντόσθιά του…

πέρασαν μήνες
λέω
και χρόνια
ποιος να μετράει το αμέτρητο
και δεν το αποφάσιζα
δειλός ο ερημίτης εαυτός μου
περίμενε την κλήση
κείνη τη μυστήρια αρχαία φωνή
που σε καλεί
που σε πέμπει
που σε ορμηνεύει…
περίμενα
γερνούσα
πέθαινα
για τούτο ζούσα…

τα πόδια μου άλλο δεν βαστούσαν
και ήρθε η ευλογημένη μέρα
που ξύπνησα σαν σε έκρηξη μιας θύελλας στο κεφάλι μου

έλα
το άκουσα ολοκάθαρα
έλα λοιπόν!

Προχώρησα
έψαξα
έβλεπαν τα κουρασμένα δάχτυλα
καλά ακόμα
το έμπα του ναού
σαν στόμα με περίμενε
ορθάνοιχτο
έστησα αυτί
άδειασα το θόρυβο από τα μέσα μου
σταμάτησα το χτύπο της καρδιάς μου
έστησα το είναι μου
και
άκουσα…

έλα
προχώρα!
και μπήκα

…με βήματα ισχνά
με πόδια βρόμικα
με τη ψυχή στο στόμα
μπήκα
και όλο το σύμπαν χόρευε γύρω μου
τούτος ο ναός
ήταν ακόμα ζωντανός!

Ένιωσα χρώματα
και μυρωδιές!
ένιωσα φωτιές
ένιωσα δίχτυα χρόνου
και ανθρώπων ιαχές
τίποτα δεν καταλάβαινα
μονάχα
τι παράξενο
τα πόδια μου αλαφρώναν
σηκώθηκαν από το πάτωμα
το σώμα μου σαν παιδιού μικρού
το ένιωσα να πλημμυρίζει ρώμη
χυνόταν μέσα μου ζωή
ζωή άγρια
με θράσος
με παφλασμό

είσαι έρωτας!
φώναξα
κι ήξερα
πρώτη μου φορά
για τι μιλούσα

τα χείλη μου
συσπάστηκαν σ’ένα μορφασμό πρωτόφαντο
που είχα ξεχάσει
χαμογελούσα
και ύστερα γελούσα
κι άρχισα να χορεύω
να στροβιλίζομαι
να πλημμυρίζω ποταμούς
στις φλέβες μου
να σκάσω πήγαινα
βούτηξα
σε χείμαρρο άστρων
και λίμνες από ασημένιες Νύχτες

οράματα από κοπέλες δροσερές
χτύπησαν τον έφηβο εαυτό μου
κι ένιωσα το μυρμήγκιασμα εκείνο
της ζωής ανάμεσα στα πόδια μου
με διαπέρασαν
καταρράκτες άπληστοι
από εικόνες
πρόσωπα
γνωστά
μα περισσότερο άγνωστα
άνθρωποι
θεοί
άγγελοι
δαίμονες

ζωές
θάνατοι
το χτες
το αύριο
το μηδέν
το ένα…

γέμιζα
ολοένα γέμιζα
χόρευα
ολοένα χόρευα…

το τελευταίο που θυμάμαι
ο δόλιος
είναι το αίμα μου
να αχνοφέγγει
να αλλάζει χρώματα
σαν Βόρειο Σέλας
και να με περιγράφει
ένα δάχτυλο
στο στερέωμα
και κάτω
στο πάτωμα
το άδειο μου κουφάρι
εγώ!

έβλεπα!

σε κλάσματα απειροστών στιγμών
σε μια φωλιά του Άχρονου
ρουφήχτηκα
σαν σκόνη στις ρωγμές των τοίχων
και έβλεπα
ξανά και ξανά
τον γέροντα εαυτό μου
στον πιο τρελό χορό
χοροπηδώντας πάνω στο περίεργο ψηφιδωτό
που στόλιζε ο αρχαίος αυτός Ναός

εμένα
και γύρω μου
χιλιάδες άνθρωποι
χορευτές ακίνητοι
ψηφίδες
κεφάλια
χαμόγελα
μάτια ορθάνοιχτα
χορευτές
όλοι μας χορευτές
κι όλοι ακίνητοι!

Είδα
και χαμογέλασα
ο Άνθρωπος
μέσα στο Είναι
ένας χορός

δεν μπόρεσα να μην αναλυθώ
σε κλάματα
σε γέλια
σε κραυγές επίγνωσης!

ο Άνθρωπος
μέσα στο Είναι
ένας χορός
ένας αέναος
τρελός
χορός…

Μαρ2010

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011


Απλώς αυτό…

Το να δεσμεύεις αχτίδες απ’τον ήλιο
Είναι η πιο σιχαμερή κλεψιά

Δεν είναι για εσένα το αμαυρωμένο παρελθόν
Αλλά έχεις ένα μέλλον να εκπορνεύσεις
Ό,τι κι αν πω
Ό,τι κι αν σου πω
Εσύ θα εκδίδεσαι
Όχι από ανάγκη πια
Από ηδονή…

Απλώς αυτό…

Σε σένα ήρθα κάποτε
Και βρήκα τη πόρτα κλειστή
Όχι το άδειο σου βλέμμα
Δεν σε κοίταξα
Δεν πρόλαβα να σε ληστέψω
Να σε χαράξω, να σε αρπάξω απ’τις ενοχές σου
Να σε σκοτώσω με τα όπλα που μου έδωσες
Τόσο γενναιόδωρα
Όσο με αγαπούσες
Όχι, δεν πρόλαβα
Τίποτα να πω
Πίσω απ’τη κλειστή σου πόρτα…

Απλώς αυτό…

Έλεγες πως δεν υπάρχεις
Όχι αληθινά
Έλεγες πως δε θα με ενοχλείς
Όχι στ’αλήθεια
Έλεγες πως δεν θα με επινοήσεις
Όχι αν δεν υπάρχει κάποιος λόγος σοβαρός

Τι άλλαξε;

Απλώς αυτό…

Παιδιά
Παιδιά παντού ολόγυρα
Ένα χαμόγελο κρεμασμένο
Σ’ένα άδειο πρόσωπο
Ένα βλέμμα σκοτωμένο
Απ’το αλκοόλ της θλίψης
Ένα μαχαίρι στο τραπέζι
Που έκοψε κάποιες φλέβες
Πριν λίγες ώρες

Μεγάλε ήλιε
Έχεις δύσει πια
Κι αν φωτίζεις ακόμη
Είναι από ελεεινή φιλαυτία

Απλώς αυτό…

Σε ξεσκεπάζω
Να αποκαλύψω θέλω
Τα κάλλη σου εμπρός μου
Κι εσύ δεν είσαι εδώ
Έχεις αφήσει
Ένα περίεργο αποτύπωμα
Στο μπεζ σεντόνι
Όχι σαν αίμα
Μοιάζει σαν σκοτωμένο χάδι
Στοιχειωμένο κιόλας
Άσαρκο ρετάλι
Ενός ωραίου γάμου

Μην μου το αφήνεις άλλο
Δίπλα μου
Σε παρακαλώ
Με ξελογιάζει
Και με έχει δέσμιο…

Απλώς αυτό…

Ένας δρόμος
Ήταν μονάχα ένας δρόμος
Είχε κόστος να τον περπατήσεις
Αλλά δεν είχε αδιέξοδα

Μονάχα λίγο μόχθο
Να αντέχεις
Να ανέχεσαι
Να προχωράς
Να σηκώνεσαι

Ένας δρόμος
Και στο πρώτο βήμα του
Έκανες πίσω

Στο πουθενά…

Απλώς αυτό…

Παντού γύρω μου
Ένα κουρασμένο τοπίο
Όμως εγώ χαμογελάω
Και θέλω τούτο να το εκτιμήσεις

Εάν μπορούσαμε λοιπόν
Να φιληθούμε ακόμη μια φορά
Στις διασταυρώσεις δρόμων με περίεργα ονόματα
Για να τους θυμόμαστε πάντα
Και μαζί τη γεύση απ΄τα ανυπόμονα χείλη

Απλώς αυτό…

Θαύμαζες κάποτε
Την απερισκεψία των ανθρώπων
Να μη μεταβολίζουν την ενέργεια σε σκέψη
Αλλά τη ζωή σε επιβίωση
Λες και η ύπαρξη είναι πράξη αντίστασης
Λες και ο θάνατος είναι κάτι που προηγείται του τέλους
Έτσι πίστευες
Και ένιωθες την ανάγκη
Στην μέγιστη συνέπειά σου
Να είσαι κι εσύ ασυνεπής
Με το θάνατό σου…

Απλώς αυτό…

Δεν τελειώνουν οι λέξεις
Δεν εξαντλούνται οι ματιές
Όσο είσαι εκεί θα σε βλέπω
Όσο είμαι εδώ θα με αγγίζεις
Όσο θα αντέχουμε θα πληρώνουμε

Δεν τελειώνουν τα απογεύματα
Τα μοναχικά πρωινά
Δεν μας προσπερνά τίποτε
Που δεν το επιτρέπουμε

Απλώς αυτό…

Έστω κι αν νόμιζες πως το ήξερες
Το όνομά μου σου έμεινε κρυφό
Κι εγώ δεν έμαθα ποτέ
Το αληθινό σου όνομα

Συναντηθήκαμε γνωστοί
Και χωρίσαμε ξένοι…

Απλώς αυτό…

Είδα χθες
Ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα
Σαν ψεύτικο ήταν
Έτσι όπως έλιωνε ο ήλιος
Πάνω στον ορίζοντα
Νόμιζες πως ήταν η αιώνια λάβα
Που ξεχύθηκε από το πουθενά
Για να σαρκώσει ένα νέο σύμπαν

Ένα καλούπι νέο
Ένας κόσμος καινός

Και είχα την αίσθηση
Πως ξαναγεννιέμαι
Από το λιωμένο παρελθόν μου
Από το διάπυρο παρόν μου

Σε κάτι που πάλι αύριο
Χθες θα είναι

Απλώς αυτό…


Δεκ 2006