Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

 

Εδέμ



Με έναν παράδοξο αλλά αμετάκλητο τρόπο,  έχουμε ηττηθεί.
Και η ήττα καλπάζει σαν καρκίνος μέσα στο αίμα μας…
Δεν έχουμε πέσει, δεν έχουμε συντριφτεί,
τα κόκαλα της φρόνησης ακόμη στέκουν κι όμως,
έχουμε ηττηθεί.
Και δεν το βλέπει ακόμη κανείς μας…



Το τοπίο ολόγυρα, είναι ένας πανέμορφος, ολάνθιστος κήπος, μια μυθική Εδέμ.
Όλα είναι όμορφα εδώ, όλα δείχνουν όμορφα, όλα μυρίζουν όμορφα.
Μπορεί να είναι ψεύτικα, όμως μοιάζουν αληθινά.
Και τα χρώματα…
Το κόκκινο είναι ένα υπέροχο κόκκινο, απίστευτα ζωηρό, απίστευτα ζωντανό.
Το κίτρινο, σε αγγίζει τόσο λάγνα, σε χαϊδεύει, σε εμπαίζει σχεδόν με την… αληθινότητά του.
Το μπλε… δεν έχει δει κανείς τέτοιο μπλε κι ούτε πρόκειται να δει ποτέ…
Κι όμως, στο βαθύτερο στρώμα του ασυνειδήτου όλων, τούτο το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε, το μενεξεδί, το πράσινο, όλα υπάρχουν, ζωντανά, ακέραια και ακλόνητα, όλα αυτά τα χρώματα που είναι σχεδόν σαν άνθρωποι, έχουν προσωπι-κότητα, έχουν… συνείδηση της ύπαρξής τους!

Το τοπίο ολόγυρα είναι ένας θρασύς και σφριγηλός Παράδεισος.
Τα μεγέθη… δεν είναι συνηθισμένα αυτά τα μεγέθη, νομίζω πως ξέρω πια τι σημαίνει να είναι κανείς υγιής, αληθινά υγιής. Τα δέντρα, τα πουλιά, όλα όσα ζουν, το νερό, ναι, ακόμα και το νερό έχει μια άλλη… εικόνα, μια άλλη γεύση, μια ιδιαίτερη ζωηράδα λες κι είναι ένα νερό… εφηβικό, νεαρό, στην αρχή της ύπαρξής του!

Περπατώ ανάμεσα σε όλα τούτα, ανασαίνω μυρωδιές σπάνιες, πρωτόγνωρες και ο οργανισμός μου αρνείται σχεδόν να συμφιλιωθεί με αυτό το θρίαμβο σφριγηλότητας και ρώμης. Τα πνευμόνια μου ρουφούν τον αέρα και νομίζω πως θα σκάσω, θα διαλυθώ. Η καρδιά μου χτυπάει περίεργα, πρώτη φορά οι φλέβες μου γιορτάζουν με αυτό τον παγανιστικό ενθουσιασμό.
Όλη τούτη η ευφορία είναι σχεδόν ανυπόφορη!

Πόσο ψεύτικός, πόσο υπέροχα ψεύτικος είναι αυτός ο κόσμος…
Κανένας πόνος, καμιά θλίψη, καμιά αγωνία…

Σ’ αυτό τον κόσμο, βρήκα όσους αναζητούσα καιρό και τους βρήκα χαμογελαστούς, όμορφους, ισορροπημένους, αρμονικούς, εγκάρδιους. Πόσο διαφορετικοί είναι όλοι τους εδώ! Πόσο αλλαγμένη η συμπεριφορά τους, πόσο ανυπόκριτη, πόσο απλή! Μου δίνουν το χέρι χωρίς να φοβούνται, εκφράζουν τα συναισθήματά τους χωρίς να διστάζουν, είναι τόσο… ανάγλυφοι! Δεν ξέρω γιατί αλλά αισθάνομαι πως αυτό τους αντιπροσωπεύει απόλυτα. Ναι, όλοι εδώ, όλα εδώ, είναι ανάγλυφα και τρισδιάστατα, ίσως πολυδιάστατα. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως έχουμε τόσες διαστάσεις, πως είμαστε τόσο όμορφοι, πως έχουμε τόσο… φως!

Κι όμως, η 'αλήθεια' τους, η κραυγαλέα αλήθεια όλων εδώ μέσα, κάπου αρχίζει και… με ενοχλεί, με φέρνει σε αμηχανία, με κάνει να φοβάμαι. Ακόμη δεν καταλαβαίνω το γιατί. Κι όμως ξέρω. Τι είδους ζωή έχω ζήσει ως σήμερα;

Ζούμε στο σκοτάδι, ολόκληρη η δήθεν δημιουργική ζωή μας είναι μια ζοφερή, μουντή και ανηδονική αθλιότητα. Μπροστά σε τούτο το πανηγύρι φωτός στον παραδείσιο κόσμο ό,τι νόμιζα πως έχει σημασία, συντρίφτηκε, χάθηκε, σα να μην υπήρξε ποτέ!
   
Δεν μας το είπαν, δεν κάναμε το κόπο να το ανακαλύψουμε,
έσκασε σαν φωτεινό μετέωρο κάποια μελαγχολική αυγή…
ηττηθήκαμε, ο δρόμος είναι αδιέξοδος, δεν οδηγεί πουθενά, ηττηθήκαμε..
Και δεν εμπιστευόμαστε ούτε τη φωνή της ίδιας της ψυχής μας…
  
Είμαι καθισμένος στην όχθη του μικρού ποταμιού και αφήνω το βλέμμα μου να δεσμευτεί απ’τη ροή, την ασταμάτητη ροή του. Εγώ ακίνητος, εκείνο ροϊκό. Μα, από μια άλλη άποψη, εγώ πάντα ροϊκός, εκείνο στην ουσία ακίνητο, πάντα ίδιο…
Αυτό το ποτάμι όμως δεν μοιάζει με όσα ήξερα, γιατί αυτό θέλει να συμμετέχει στην κατάστασή μου, θέλει να είναι κοινωνός της δικής μου ροής. Σε τούτο το μαγεμένο κόσμο, όλα συμμετέχουν μέσα σε όλα, όλα… δια-δρούν, όλα μπλέκονται μέσα σε όλα ώστε είναι πια δύσκολο να τα ξεχωρίσεις.
Όλα μεταμορφώνονται εδώ, σκέφτομαι καθώς ακούω το ποτάμι να τρέχει.
Ναι, όλα, μου απαντά εκείνο και, δεν απορώ, δεν φοβάμαι, δεν αντιδρώ στο «παράλογο» του διαλόγου με το υγρό στοιχείο.
Πάντα επικοινωνούσες με μένα, ή μάλλον εγώ επικοινωνούσα, προσπαθούσα να επικοινωνήσω με σένα.
Κι εγώ δεν σε άκουγα.
Όχι πάντα. Κάποιες φορές με άκουγες. Ήταν οι στιγμές της καλύτερης έμπνευσής σου. Οι στιγμές που ήσουν ερωτευμένος, ανοιχτός, σε κίνηση, φιλόξενος και ουσιαστικός. Δεν τις θυμάσαι αυτές τις στιγμές;
Κοιτούσα το νερό με μάτια υγρά, το είδωλο είχε θολώσει. Δεν ξέρω… ίσως να θυμάμαι, απάντησα.
Και βέβαια θυμάσαι. Γιατί εγώ είμαι μέσα σου. Και όσο είμαι εγώ μέσα σου δε θα σε αφήνω να ξεχάσεις.
Καμιά φορά είναι τόσο λυτρωτικό να ξεχνάς. Και τόσο σκληρό να θυμάσαι…

Το νερό σιώπησε, όμως εγώ εξακολουθούσα να το ακούω, εδώ, σ’αυτό τον αλλόκοτο κόσμο, ακόμα κι όταν κάτι σιωπά, σου μιλάει, ακούς τον απόηχο, τον ψίθυρο, τη μουσική του… πως γίνεται όλα να είναι σιωπηλά και μαζί τόσο… φλύαρα; Πως μπορείς αληθινά να ηρεμείς μέσα σε μια γιορτή από φωνές, ήχους, μουσικές;

Αγκάλιασα τον εαυτό μου. Ξαφνικά κρύωνα πολύ. Ξαφνικά, ακόμη και μέσα σ’ αυτό τον παράδεισο βίωσα με μια φοβερή, καταθλιπτική ακεραιότητα την μοναξιά μου…
  
Δεν πρόκειται να μάς το αφαιρέσει κανείς.
Είναι η αλήθεια μας, είναι η δέσμευσή μας.
Τα βήματά μας, κάθε μέρα, όλο και πιο βαριά, όλο και πιο κοντά…
Τα βήματά μας, κάθε μέρα όλο και πιο γερασμένα, όλο και πιο κουρασμένα…
Κι εμείς, απλώνουμε τα χέρια μας όπως το βλέμμα μας,
σε ένα σύμπαν παχύρρευστο, δηλητηριώδες, μοχθηρό και ανόσιο…

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

 

 

Κράκεν
(Παράξενα αρχιπελάγη)

Έρχομαι εδώ
Από μακρινές
Παράξενες θάλασσες
Είδα τόσα πολλά
Που δεν ορίζονται ακόμη
Κι από το πιο φιλόδοξο στερέωμα
Ανθρώπους ‘διαφορετικούς’
Ανθρώπους άδειους
Ανθρώπους μαγικούς
Λαούς και τόπους
Συναρπαστικούς
Αν ξεκινούσα να ιστορώ
τέλος η διήγηση δε θα’χε…

Έρχομαι ξανά
Από τις βόρειες θάλασσες
Που στα άπειρά τους βάθη
Λένε
Ζουν τα θηριώδη Κράκεν
Και στο άκουσμά τους μόνο
Τρομοκρατούνται ως και οι απόγονοι
Των Βίκινγκς
Στα φοβερά πλοκάμια τους
Τσακίστηκαν πλοία περήφανα
Στις σκοτεινές σπηλιές τους
Αναπαύονται αμέτρητοι σκελετοί
Γενναίων ναυτικών…

Έρχομαι πάλι
Από τα παράξενα, ωκεάνια αρχιπελάγη
Είδα τόσα και βίωσα
Που δεν χαρτογραφούνται από Κολόμβους εκατό
και χίλιους Μαγγελάνους
Ανθρώπους όμορφους
Ανθρώπους γελαστούς
Κι είδα ακόμη
Παιδιά με βλέμμα μελαγχολικό
Γέροντες αγριεμένους από τη μοναξιά
Γυναίκες που ρήμαξε η σιωπή
Ανθρώπους είδα ‘διαφορετικούς’
Και τόσο ίδιους…

Έρχομαι πίσω
Από τις παγωμένες θάλασσες των Κράκεν
Και έχω μαζί μου ένα πλούτος
Από χρώματα
Από γέλια
Από κλάματα
Από σπαραγμό
Από αηδία…

Έρχομαι πίσω
Από τις μυθικές ακρογιαλιές
Των Υπερβορείων
Ρούφηξε η ματιά μου
Τοπία πανέμορφα
Βουνά ομιχλώδη
Και λίμνες μαγικές
Κι ακόμα είδα
Κλειστά παράθυρα
Κλειστές ψυχές
Το φόβο για το θάνατο
Το φόβο για το Άπειρο
Την τρομερή παγκόσμια δίψα
Των ανθρώπων
Για ένα άγγιγμα
Για ένα φιλί
Την σκιά στο βλέμμα του πατέρα
Που θάβει το παιδί του
Τη σιωπή, το άχρονο
Στο πρωινό ξύπνημα του ήλιου
Πάνω από το καθημερινό άδικο…

Γύρισα πίσω
Από την Θούλη των Αποκρυφιστών
Κι έχω μαζί μου ένα θησαυρό ατίμητο
Δυο λέξεις πάνω σ’ένα κίτρινο χαρτί
Καλό ταξίδι
Ένα αγχωμένο σ’αγαπώ
Πάνω στα χείλη μου
Κληρονομιά του αρχαίου ρίγους
Στα μυθικά αρχιπελάγη των μοναχικών ψυχών
Όσων ακόμη επιμένουν
Να χαράσσουν θύελλες με το στεναγμό τους
Ανέμους να πλέκουν με τον σάρκινο αργαλειό
Της νιότης που εξαγόρασαν
Για ένα χωράφι ήλιο
Της φρίκης του μοναδιαίου ανύσματος
Που πάντα δείχνει το ίδιο τέλος
Για όσους
Έχουν το βλέμμα να αντέχει ακόμα
 
Και τη ψυχή
Να το στερεώνει 
Με την υπέροχη ψευδαίσθηση της ζωής…

 

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

 

 
Ο άνθρωπος
που ήταν να φέρει τη βροχή
δεν ήταν άγγελος θανάτου
δεν είχε εκστομιστεί
από την μήτρα της Ατης
δεν είχε λύσει τα δεσμά
του Προμηθέα
από τον Καύκασο του Απείρου

υπεράνθρωπος
δεν ήταν
ούτε περπάτησε ποτέ με τους θεούς…

στα χέρια του
αναπαριστούσε
την πρώτη του ανθρώπου αγάπη
και την εμπιστοσύνη μας είχε
στη φαρέτρα του
για να ξορκίζει την αιώνια μοναξιά του

δεν είχαμε άλλο να του δώσουμε
δεν είχαμε άλλο πιο ακριβό
να του κληροδοτήσουμε
μόνος θα έπρεπε να πολεμήσει
να ηττηθεί
ή να νικήσει…

Ο άνθρωπος
που ήταν να φέρει τη βροχή
αδελφός μας ήταν
από τους πιο αγαπημένους
πατέρας
εραστής και ερωμένος ήταν
από κείνους που προικίστηκαν με αθανασία 
από όλους μας
ο πιο καταραμένος…

δεν είχαμε βλέμμα να τον ξεπροβοδίσουμε
δεν είχαμε χέρια να τον αγκαλιάσουμε
δεν είχαμε το αύριο
να τον παρηγορήσουμε…

Ο άνθρωπος που ήταν
κάποια από τις μέρες των αιώνων
να φέρει τη βροχή
έγινε βροχή
κόκκινη σαν το αίμα του
κι έπεσε στα χωράφια της καρδιάς μας

για να τον καλούμε πάντα στα όνειρά μας
και να μας χαμογελά…

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

 



Πλάνες


Η ματιά μου φτάνει
ως εκεί που πεθαίνει
το χειμέριο κύμα
κι αν εκθέσω ακόμα λίγο
το υποδόριο παρελθόν μου
στον ανεμογδάρτη φθόνο
εωθινός μύθος
και αφανίζεται
μεσημβρινή φιγούρα από ομίχλη
και διαλύεται
εσπερινός πουνέντης
μεταμορφώνει τα χαλάσματα
σε ποιητική εικόνα
νυχτερινός πυρετός
και ραγδαία εξαπλώνεται…

…μέσα από τις φλέβες
που μου χάρισες… 

τι απέγιναν τα μάτια σου;
ρωγμές γέννησαν
και χάη ολόκληρα
απορρόφησες…

Τι απέγιναν τα μάτια σου;

Χυμένα σωθικά
στο εγωικό μωσαϊκό μου
οι πλάνες μου
και τούτες
έχουν μάτια πια
και ντρέπονται να με κοιτάζουν…
 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Falling-Spirit-1

 

Ο δολιοφθορέας

 

Ο δολιοφθορέας

ήξερε το δρόμο

φοβόταν τις σκιές

την αίσθηση κέρδιζε

βήμα το βήμα

καθώς κρατούσε το χθες

στ’ απλωμένα του χέρια

[ανασαίνει βαριά

λαβωμένος

από ματωμένα σ’ αγαπώ]

 

Ο δολιοφθορέας

έκαψε τις απαιτήσεις του

ζωντάνεψε ένα μύθο ξεχασμένο

ζητιάνος έγινε

στο κόσμο των λεπρών

και αγνόησε από τα περιττά

ως και τη δύναμή του

[στην αλλαγή

θα υπάρχει ακεραιότητα

σαν κρύσταλλος αρχαίος καθαρή

σαν ελιξίριο δαιμόνων ισχυρή

αλλά καταραμένη]

 

Ο δολιοφθορέας

περπάτησε στο μνήμα του πατέρα του

χωρίς αιδώ

ζωγράφισε στο μάρμαρο

έναν γύπα που αιμορραγεί

από το βέλος ενός πολεμιστή φωτός

και οσμές θανάτου γεύτηκε

σαν μυρωδιά ζωής

[πεσμένος καταγής θρηνεί

ένα είδωλο που έγινε θεός θυσιασμένος]

 

Ο δολιοφθορέας

αρνήθηκε την ύπαρξή του

αναζητούσε τον εαυτό του

στις αναμνήσεις

στα όνειρα

στη θάλασσα των προσευχών του

σε όσα ματαιώθηκαν

και όσα ματαίωσε

[στέκεται μπρος στον εαυτό του

δεν του είναι γνωστό το είδωλό του

στο πρόσωπο που βλέπει

αναγνωρίζει

ένα φοβισμένο θάνατο

του απλώνει το χέρι στοργικά

και στου καθρέφτη το χαμόγελο

ευτυχισμένος εγκαταλείπεται]

 

Ο δολιοφθορέας

ένα μικρό παιδί

αγαπημένο

όμορφο

στεφανωμένο

από ήλιους άλικους

γυρνά αέναα

στον ίδιο πάντα κύκλο

είναι ο χρόνος που εκπυρώθηκε

κι έγινε περιδέραιο της Νύχτας

[ένας Ορφέας θλιμμένος

μια Ευρυδίκη αστόλιστη

ένας Χριστός ορφανεμένος

κι ένδοξος

και μια μοναξιά

σαν αιώνας

και σαν δάκρυ

στο πρόσωπο του κόσμου…]