Εδέμ
Με έναν παράδοξο αλλά αμετάκλητο τρόπο, έχουμε ηττηθεί.
Και η ήττα καλπάζει σαν καρκίνος μέσα στο αίμα μας…
Δεν έχουμε πέσει, δεν έχουμε συντριφτεί,
τα κόκαλα της φρόνησης ακόμη στέκουν κι όμως,
έχουμε ηττηθεί.
Και δεν το βλέπει ακόμη κανείς μας…
Το τοπίο ολόγυρα, είναι ένας πανέμορφος, ολάνθιστος κήπος, μια μυθική Εδέμ.
Όλα είναι όμορφα εδώ, όλα δείχνουν όμορφα, όλα μυρίζουν όμορφα.
Μπορεί να είναι ψεύτικα, όμως μοιάζουν αληθινά.
Και τα χρώματα…
Το κόκκινο είναι ένα υπέροχο κόκκινο, απίστευτα ζωηρό, απίστευτα ζωντανό.
Το κίτρινο, σε αγγίζει τόσο λάγνα, σε χαϊδεύει, σε εμπαίζει σχεδόν με την… αληθινότητά του.
Το μπλε… δεν έχει δει κανείς τέτοιο μπλε κι ούτε πρόκειται να δει ποτέ…
Κι
όμως, στο βαθύτερο στρώμα του ασυνειδήτου όλων, τούτο το κόκκινο, το
κίτρινο, το μπλε, το μενεξεδί, το πράσινο, όλα υπάρχουν, ζωντανά,
ακέραια και ακλόνητα, όλα αυτά τα χρώματα που είναι σχεδόν σαν άνθρωποι,
έχουν προσωπι-κότητα, έχουν… συνείδηση της ύπαρξής τους!
Το τοπίο ολόγυρα είναι ένας θρασύς και σφριγηλός Παράδεισος.
Τα
μεγέθη… δεν είναι συνηθισμένα αυτά τα μεγέθη, νομίζω πως ξέρω πια τι
σημαίνει να είναι κανείς υγιής, αληθινά υγιής. Τα δέντρα, τα πουλιά, όλα
όσα ζουν, το νερό, ναι, ακόμα και το νερό έχει μια άλλη… εικόνα, μια
άλλη γεύση, μια ιδιαίτερη ζωηράδα λες κι είναι ένα νερό… εφηβικό, νεαρό,
στην αρχή της ύπαρξής του!
Περπατώ
ανάμεσα σε όλα τούτα, ανασαίνω μυρωδιές σπάνιες, πρωτόγνωρες και ο
οργανισμός μου αρνείται σχεδόν να συμφιλιωθεί με αυτό το θρίαμβο
σφριγηλότητας και ρώμης. Τα πνευμόνια μου ρουφούν τον αέρα και νομίζω
πως θα σκάσω, θα διαλυθώ. Η καρδιά μου χτυπάει περίεργα, πρώτη φορά οι
φλέβες μου γιορτάζουν με αυτό τον παγανιστικό ενθουσιασμό.
Όλη τούτη η ευφορία είναι σχεδόν ανυπόφορη!
Πόσο ψεύτικός, πόσο υπέροχα ψεύτικος είναι αυτός ο κόσμος…
Κανένας πόνος, καμιά θλίψη, καμιά αγωνία…
Σ’
αυτό τον κόσμο, βρήκα όσους αναζητούσα καιρό και τους βρήκα
χαμογελαστούς, όμορφους, ισορροπημένους, αρμονικούς, εγκάρδιους. Πόσο
διαφορετικοί είναι όλοι τους εδώ! Πόσο αλλαγμένη η συμπεριφορά τους,
πόσο ανυπόκριτη, πόσο απλή! Μου δίνουν το χέρι χωρίς να φοβούνται,
εκφράζουν τα συναισθήματά τους χωρίς να διστάζουν, είναι τόσο…
ανάγλυφοι! Δεν ξέρω γιατί αλλά αισθάνομαι πως αυτό τους αντιπροσωπεύει
απόλυτα. Ναι, όλοι εδώ, όλα εδώ, είναι
ανάγλυφα και τρισδιάστατα, ίσως πολυδιάστατα. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως
έχουμε τόσες διαστάσεις, πως είμαστε τόσο όμορφοι, πως έχουμε τόσο… φως!
Κι
όμως, η 'αλήθεια' τους, η κραυγαλέα αλήθεια όλων εδώ μέσα, κάπου
αρχίζει και… με ενοχλεί, με φέρνει σε αμηχανία, με κάνει να φοβάμαι.
Ακόμη δεν καταλαβαίνω το γιατί. Κι όμως ξέρω. Τι είδους ζωή έχω ζήσει ως
σήμερα;
Ζούμε
στο σκοτάδι, ολόκληρη η δήθεν δημιουργική ζωή μας είναι μια ζοφερή,
μουντή και ανηδονική αθλιότητα. Μπροστά σε τούτο το πανηγύρι φωτός στον
παραδείσιο κόσμο ό,τι νόμιζα πως έχει σημασία, συντρίφτηκε, χάθηκε, σα
να μην υπήρξε ποτέ!
Δεν μας το είπαν, δεν κάναμε το κόπο να το ανακαλύψουμε,
έσκασε σαν φωτεινό μετέωρο κάποια μελαγχολική αυγή…
ηττηθήκαμε, ο δρόμος είναι αδιέξοδος, δεν οδηγεί πουθενά, ηττηθήκαμε..
Και δεν εμπιστευόμαστε ούτε τη φωνή της ίδιας της ψυχής μας…
Είμαι
καθισμένος στην όχθη του μικρού ποταμιού και αφήνω το βλέμμα μου να
δεσμευτεί απ’τη ροή, την ασταμάτητη ροή του. Εγώ ακίνητος, εκείνο ροϊκό.
Μα, από μια άλλη άποψη, εγώ πάντα ροϊκός, εκείνο στην ουσία ακίνητο,
πάντα ίδιο…
Αυτό το ποτάμι όμως δεν μοιάζει με όσα ήξερα, γιατί αυτό θέλει να συμμετέχει στην
κατάστασή μου, θέλει να είναι κοινωνός της δικής μου ροής. Σε τούτο το
μαγεμένο κόσμο, όλα συμμετέχουν μέσα σε όλα, όλα… δια-δρούν, όλα
μπλέκονται μέσα σε όλα ώστε είναι πια δύσκολο να τα ξεχωρίσεις.
Όλα μεταμορφώνονται εδώ, σκέφτομαι καθώς ακούω το ποτάμι να τρέχει.
Ναι, όλα, μου απαντά εκείνο και, δεν απορώ, δεν φοβάμαι, δεν αντιδρώ στο «παράλογο» του διαλόγου με το υγρό στοιχείο.
Πάντα επικοινωνούσες με μένα, ή μάλλον εγώ επικοινωνούσα, προσπαθούσα να επικοινωνήσω με σένα.
Κι εγώ δεν σε άκουγα.
Όχι
πάντα. Κάποιες φορές με άκουγες. Ήταν οι στιγμές της καλύτερης
έμπνευσής σου. Οι στιγμές που ήσουν ερωτευμένος, ανοιχτός, σε κίνηση,
φιλόξενος και ουσιαστικός. Δεν τις θυμάσαι αυτές τις στιγμές;
Κοιτούσα το νερό με μάτια υγρά, το είδωλο είχε θολώσει. Δεν ξέρω… ίσως να θυμάμαι, απάντησα.
Και βέβαια θυμάσαι. Γιατί εγώ είμαι μέσα σου. Και όσο είμαι εγώ μέσα σου δε θα σε αφήνω να ξεχάσεις.
Καμιά φορά είναι τόσο λυτρωτικό να ξεχνάς. Και τόσο σκληρό να θυμάσαι…
Το
νερό σιώπησε, όμως εγώ εξακολουθούσα να το ακούω, εδώ, σ’αυτό τον
αλλόκοτο κόσμο, ακόμα κι όταν κάτι σιωπά, σου μιλάει, ακούς τον απόηχο,
τον ψίθυρο, τη μουσική του… πως γίνεται όλα να είναι σιωπηλά και μαζί
τόσο… φλύαρα; Πως μπορείς αληθινά να ηρεμείς μέσα σε μια γιορτή από
φωνές, ήχους, μουσικές;
Αγκάλιασα
τον εαυτό μου. Ξαφνικά κρύωνα πολύ. Ξαφνικά, ακόμη και μέσα σ’ αυτό τον
παράδεισο βίωσα με μια φοβερή, καταθλιπτική ακεραιότητα την μοναξιά
μου…
Δεν πρόκειται να μάς το αφαιρέσει κανείς.
Είναι η αλήθεια μας, είναι η δέσμευσή μας.
Τα βήματά μας, κάθε μέρα, όλο και πιο βαριά, όλο και πιο κοντά…
Τα βήματά μας, κάθε μέρα όλο και πιο γερασμένα, όλο και πιο κουρασμένα…
Κι εμείς, απλώνουμε τα χέρια μας όπως το βλέμμα μας,
σε ένα σύμπαν παχύρρευστο, δηλητηριώδες, μοχθηρό και ανόσιο…