Στην κόψη του ξυραφιού…
Η φωνή μέσα μου σαν αντήχηση… σαν μυστικός ψαλμός…
Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να ζεις…
Το τέλος… ποιο τέλος;
Η αρχή… ποια απ’όλες;
Φροντίδα και μέριμνες… οι εποχές… η μια μετά την άλλη…
Ένας κατεστραμμένος πίνακας κάποιου ζωγράφου που πέθανε άγνωστος…
Χειροποίητο…
Ένα μισοσβησμένο ποίημα… δεν βγάζεις νόημα… λέξεις που χύθηκαν ανάκατες πάνω στο λαδωμένο χαρτί…
Η
μοναξιά… αυτή σε σβήνει… σε ακυρώνει… σε κάνει άηχο… νιώθεις, έτσι λες…
πως νιώθεις… όμως για σκέψου ένα πρωινό που θα φορέσεις τα ρούχα σου
και δεν θα νιώθεις… φαντάσου…
Στην κόψη του ξυραφιού…
Η
φωνή επιμένει… σαν ανάσα ετοιμοθάνατου… ρόγχος… αγωνία για ύπαρξη…
αγωνία για οτιδήποτε… ακόμα και για το πέταγμα ενός πουλιού… Η φωνή
ανασαίνει…
Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να αγαπάς…
Στο
κάτω κάτω δεν ήξερες… πώς μπορούσες να ξέρεις; Τι είναι τα χέρια σου;
Τι θα κρατήσουν; Τι είναι τα μάτια σου; Τι θα δουν; Πώς μπορούσες να
ξέρεις; Τι είναι οι φλέβες σου; Ποιο αίμα τρέχει μέσα σου; Δεν θα
μπορούσες να ξέρεις…
Ξεκίνησες
κάποτε τις ανακρίσεις… ρωτάς το σώμα σου και δεν πονάει… ρωτάς το φόβο
σου και δεν ουρλιάζεις… ρωτάς τις νύχτες και δεν ξημερώνουν…
Κανείς δεν ξέρει…
Στην κόψη του ξυραφιού…
Κλείνω
τα μάτια μου… όχι για να σε κρατήσω μέσα μου… για να μην με απειλείς
άλλο πια… κουράστηκα να σε κοιτάζω όπου γυρνώ… Ναι… σε ακούω άλλα δεν
αντέχω άλλο να σε βλέπω
Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να πεθαίνεις…
Μην αγοράζεις άλλο χρόνο… δεν χρειάζεται… δεν πρέπει…
Μην αγοράζεις άλλα ψέματα...
Ήξερες!
Και βέβαια ήξερες…