Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025



Απελάτες


Εδώ
στα ειναικά μου σύνορα
τους περιμένω

ακρίτης
στο φυλάκιό μου
όσο θυμάμαι τον εαυτό μου
το αρχαίο νεύμα προστατεύω
το φιλί της θάλασσας με το στερέωμα
ονειρεύομαι
της Μάνας τον μυστικό Γάμο με το Αιώνιο
στοχάζομαι
τραγουδώ
παλεύω να κατανοήσω

από τα σπλάχνα μου θα βγει το τέρας
μια μέρα να ορθώσει ανάστημα μπροστά τους
εκείνοι θα το τοξεύουν από μακριά
κι εκείνο θα ουρλιάζει κάτω απ’τη λάβα του εσπερινού
και θα νικιέται πάντα
και πάντα θα σηκώνεται

εδώ
στο ακροτελεύτιο σύνορο
της ιαχής μου
τους περιμένω

με την προβιά του πρώτου ανθρώπου
σκεπάζομαι τα βράδια
με την ανάσα των νεκρών συντρόφων
με παρηγορώ τα πρωινά

μόνος δεν είμαι
και ολόκληρος μαθαίνω
ένα προς ένα
όλα τα ονόματα του ήλιου
που με στεφανώνει…




Kaven Hosseini

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025


Α ν θ ρ ω π ο μ έ τ ρ η ς


Σάρκινα λουλούδια
φυτρώνουν σε μια άρρωστη γη
πάνω τους κόκκινες δροσοσταλίδες
ο χρόνος
δηλητηριάζει τα φύλλα
και τους μίσχους
ποτίζει με ιχώρ που αχνίζει

Σε είδα ξέρεις
στ’ όνειρό μου
γινόσουν χώμα
γινόσουν δέντρα
γινόσουν σύννεφα
γινόσουν αίμα…

Ο ανθρωπομέτρης
άπλωσε ένα λευκό μανδύα
πάνω στο πρόσωπό μας
το φως τρυπώνει μέσα από τη σκέψη
η αθανασία τρυπώνει από τη προσευχή
η αγάπη απόλυτη τιμή
και δεν αντέχει
ν’αργοπεθαίνει στο περίπου…

Σε είδα πάλι
ν’αγκαλιάζεις τον ήλιο
μονάχα με το χαμόγελό σου
καιγόσουν
γλώσσες φωτιάς
εξέχεαν τα σωθικά σου
και δεν ζητούσες να εξαγοράσεις
το πυρετό με τη δροσιά
αλλά το αύριο
με το τώρα
χωρίς να ξέρεις
πως ζούσες ξανά και ξανά
όλο το παρελθόν σου
σε μια εξάχνωση του απείρου
μόνο…

Ο ανθρωπομέτρης
άνοιξε ένα από τ’αναρίθμητα κελιά του
έβγαλε έναν ανήλικο ήλιο
στον λευκό σου κόρφο τον απίθωσε
άγγιξε τα πλευρά σου
τα φτερά σου άνοιξαν
σε άγγιξε στο πρόσωπο
και η λάμψη από την ομορφιά σου
απλώθηκε σε χίλια στερεώματα
άγγιξε το μυαλό σου
για να μπορέσεις να τον δεις

κι ύστερα

χαμογελώντας σαν μικρό παιδί
με μια του κίνηση
χώρισε το σώμα απ’το κεφάλι
και το ζεστό σου αίμα
που πλημμύρισε την μαύρη θάλασσα
του απείρου

έγινε γεννήσεις
έγινε θάνατοι
έγινε ρίγος
έγινε χώρος
έγινε άνθρωποι



ξανά…

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025


Advocatus Sancti Sepulchri


Γιατί ήρθες ως εδώ
ταπεινέ ιππότη της Λωραίννης
χωρικέ της Προβηγκίας
ανώνυμε άνθρωπε της Εσπερίας;
συντρίμμια είναι τα ιδανικά σου
πριν καν ξεκινήσεις από τη μακρινή σου εστία
στα σάπια δόντια σου
κρατούσες έναν εφιάλτη
απ'τα οράματά σου
δεν ερμήνευσες σωστά κανένα
η καρδιά σου είχε ένα παλμό αλλόκοτο
η ματιά σου έχει ερωτευτεί την αρπαγή
την απληστία


στο δρόμο προς την Αγία Πόλη
δήωσες
βίασες
έκλεψες
σταύρωσες το Χριστό ξανά
άπειρες φορές
κάρφωσες το σώμα Του
έφτυσες στο τάφο Του
και ήρθες απόψε να τον λευτερώσεις…



ιερέ πολεμιστή
με το κόκκινο σταυρό στο στήθος
είσαι ακόμη ρυπαρός
χαμερπής και ανόητος
χάραξες το σύμβολο της ζωής
και έγινες κιόλας ο ίδιος
θάνατος και καταστροφή


γύρισε πίσω!
άδραξε την ευκαιρία που σου δίνω
γύρισε στη πατρίδα σου
εκεί να ανακαλύψεις το βασίλειο
της καρδιάς σου
γίνε της ζωής σου σταυροφόρος
γίνε των παιδιών σου ήρωας
με την απαντοχή σου
με το άδολο χαμόγελό σου
με το ζεστό σου χάδι
και μέρεψε επιτέλους
για μια αιωνιότητα
την καταιγίδα της ψυχής σου…



θωρακοφόρε μαχητή του Χριστού
σε απεχθάνομαι!
ήρθες να ιδρύσεις ένα μυθικό Βασίλειο
ήρθες να στοιχειώσεις τα βήματα Εκείνου
στο βρώμικό σου χνώτο
το αίμα όσων έσφαξες
στη Νίκαια
στο Δορύλαιο
στην Αντιόχεια
πηχτό το άλικο ιερό ποτάμι
ακόμα ζέχνει
πίσω από τούτη τη γυαλισμένη πανοπλία
χτυπάει του σταυρωτή η καρδιά
κι όμως
ακόμη δεν τελειώσαν όλα
γίνε ξανά παιδί!
και τότε έλα πάλι
να σε υποδεχθώ όπως σου πρέπει
γίνε ξανά παιδί
πέτα τις πανοπλίες
χαμογέλασε στον άνεμο
στη θάλασσα
στο χώμα
κι έλα ξανά
να σου ανοίξω την Πύλη για το μοναδικό Βασίλειο
του αληθινού εαυτού σου!



τολμητία πολεμιστή
με το μικρό σου ανάστημα
και τα μεγάλα όνειρα
τους κόκκινους μανδύες
τους πορφυρούς χιτώνες
σε αποδιώχνω!
τα χέρια σου στάζουν θάνατο
τα μάτια σου στάζουν λάγνα φρίκη
και σηώδεις σκέψεις
κλωθογυρίζουν στο κεφάλι σου
γύρισε πίσω!
ψάξε ξανά
βαθιά
αν θέλεις τείχη να γκρεμίσεις
γκρέμισε τα δικά σου
κι αν δεν σου κάνει ο ουρανός που άφησες
στη Νορμανδία
στη Βουλώνη
στις ακτές της Ιταλίας
φτιάξε λοιπόν ένα καινούργιο
κι αν δεν ξεδίψασες
απ’το νερό που έπινες
άντλησε απ’τα φρέατα της ψυχής σου
όση αθανασία σου απέμεινε
που να μην σε σκοτώνει!



ξανθομάλλη πορθητή του Ωραίου
φυλακισμένε ελεύθερε
γοργά βαδίζει η νύχτα σε τούτη τη γη
πρέπει να φύγω
πάνω απ΄τα θεόκτιστα τείχη
που ονειρεύεσαι να πάρεις
ξημερώνει ένας ήλιος άρρωστος
ξημερώνουν ατσάλινες ώρες
και μέρες οργής
οιμωγές αθώων
νεκρών αποφορές
ράκη ιδεών
αποστάγματα φωτιάς
του Εσταυρωμένου ο βηματισμός
του Ανθρώπου ο ρόγχος


κι έχω για αιώνες
τόσα βλέμματα να ορθώσω
κι έχω για νύχτες αναρίθμητες
τόση ελπίδα να στερεώσω…

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

 



Ο πατέρας δεν ήξερε
να φυλάγεται απ’τις κακοτοπιές
ήρθαν μέρες ιδρωμένες 
και τον άρπαξαν απ’το λαιμό

ήρθαν οι λεηλάτες του ονείρου
και του έσπασαν τις φλέβες

λοιπόν ο άντρας αυτός
αγνοούσε τις ειδοποιήσεις
τα λεκιασμένα πουκάμισα
τις ψεύτικες ασφάλειες
και περπατούσε
 
όρθιος

και όταν κρύωσε ο χρόνος
και ένιωσε την αύρα του θανάτου
στους καρπούς του

φίλησε τη γυναίκα του στο στόμα
χωρίς να της χαμογελάσει
ήπιε έναν ελληνικό καφέ
 
σκέτο

και αποχώρησε…



The Veil Redux

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

  

Ένας παρατημένος κόσμος

μεθοκοπάει στη γύμνια του

μπροστά από οθόνες που χαμογελούν

σαρκαστικά

σαν μονομάχοι σε αρένες

που δεν έχουν πια αντιπάλους

και στα μεγάλα βάθη του είναι

άηχος πόλεμος

σιωπή και θάνατος

 

ακόμα δεν βιώθηκε

όλη η απουσία

κι όλο το σάπιο

δεν χωνεύτηκε

όλο το σκότος

δεν μεταβολίστηκε σε χρόνο

όχι ακόμα…

 

Ένας παραιτημένος κόσμος

γλεντοκοπάει τη φτήνια του

σε ανταμώματα του σπέρματος

και κάποτε

του χυδαίου πνεύματος

και στα έγκατα

η λαχτάρα για το αείποτε

κάθε πηγή νοήματος υψηλού

και το Ωραίο

φωλιάζουν ανυπεράσπιστα 

αβοήθητα

και αχνίζουν το αιώνιο

 

Ένας ηττημένος κόσμος

 

και η αυγή

του νέου ανθρώπου

αργεί ακόμα…

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025



Ξεκούτης


Κάποτε συνάντησα
εκείνον τον ξεκούτη
καθισμένο
στον κορμό ενός πανάρχαιου δέντρου
να καθαρίζει ένα μήλο
μόλις με είδε να πλησιάζω
έκανε νεύμα με την παλάμη του
να σταματήσω
χαμογέλασε νομίζω
και μου είπε
«είμαι ένας αμαρτωλός ξεκούτης
ταξιδευτή
και βγήκα απ’το σπίτι μου
για να σε ανταμώσω…»

είπε και ξαφνικά
το μήλο ήταν πια στην εντέλεια καθαρισμένο

«…σ’εξορκίζω
μη δένεσαι πολύ με τους ανθρώπους
όταν αγαπάς πολύ
είναι σα να ρίχνεις μια θεόρατη άγκυρα στη πιο βαθιά θάλασσα
μονάχα που είναι η αλυσίδα της
δεμένη στο λαιμό σου»
μου είπε ο άθλιος και στύλωσε το βλέμμα του
στο πουθενά
το μήλο του έπεσε απ’τα χέρια
κι ύστερα από λίγο
έπεσε και το κεφάλι του
κι άρχισε να κυλάει προς τα μένα!

μονάχα
που το στόμα του δεν έλεγε να κλείσει

«να εμπιστεύεσαι μονάχα
ό,τι μπορεί να σε κάνει να θυμώσεις
να αποφεύγεις όλα εκείνα
που υπόσχονται την ακεραιότητα
και πιο πολύ, αληθινά στο λέω
πάρε το βλέμμα σου απ'το Άπειρο
ό,τι χωράει στη χούφτα σου
τούτο σου αρκεί
κι ό,τι καλπάζει στα όνειρά σου
να μην το επικαλείσαι»

και να, πως έγινε
που το κεφάλι γύρισε προς τα πίσω
ανέβηκε ξανά στο σώμα
κάθισε στη θέση του

το βλέμμα έφυγε απ΄το Απέραντο
και γύρισε σε μένα

«που είναι το μήλο μου;»
με ρώτησε ο Ξεκούτης

έσκυψα παγωμένος
το έπιασα
και του το έδωσα…

τα μάτια του γέμισαν συμπόνια
και μου είπε
«πάρε την καρδιά σου απ'το Ανεκδήλωτο
αδελφέ μου
και μην σηκώνεσαι τις νύχτες ρημαγμένος
όσο έχεις ακόμα ένα δάκρυ
για το Μάταιο
να ελπίζεις
πιο ακριβό από τούτον τον καρπό
δεν αξιώθηκα να γευτώ ποτέ
πιο σπάνιο
 ακόμη και οι λέξεις
ναι
ακόμη και οι λέξεις
δεν έχουν την αιώνια θλίψη
αλλά αν ακούς τη μουσική μου μέσα τους
αυτό αρκεί…»

είπε

και το μεγάλο δέντρο
άνοιξε την αρχαία του αγκαλιά
και τον έκλεισε μέσα του…