Κυριακή 7 Απριλίου 2013






Ερπετό



Έγκατα
Η Μήτρα… το Αρχαίο Στόμα… οι δυο γηρασμένοι Πνεύμονες που πάλλονται από το βρώμικο φως… το Έρπον Πυρ… φυλακισμένες ιαχές στο υγρό δώμα του Άιν Σοφ… ιαχές… ιαχές… η Κλείδα των Πυροναυτών… έγκλειστοι υποχρεούμενοι σε νεκρολαγνικές τελετές… και το απόστατο Σώμα που σώθηκε από τον Ίακχο και το Ναζαρηνό…

Τόσος πόθος…
Τόση λαγνεία…
Τόση λαχτάρα αθανασίας…
Τόσο αίμα από βρέφη νεκρά…

Η Ιεριχώ…

Γοφοί… λαγόνια… πρησμένα στήθη… διχαλωτή γλώσσα… ο οφθαλμός του αδελφού… το δεδικασμένο των παλαιών πολεμιστών… οι ανάπηροι… οι ακέραιοι… οι τρωγλοδύτες… οι πόρνοι… οι σεσωσμένοι…

Και ρώτησε τον εαυτό του: είναι πιο αληθινό το Είδωλο από τον Καθρέφτη;
Και ρώτησε τον Φύλακα: είναι εμβόλιμα τα όνειρα θανάτου στους ανθρώπους;
Και ρώτησε τον Έκπτωτο: είναι η Εδέμ ένα πορνείο ψυχών;

Η Τροία…

Και ρώτησε την Αφροδίτη: είναι ο πόλεμος πιο βδελυρός από το βλέμμα;
Και ρώτησε τον Ερμαφρόδιτο: είναι ο κόσμος πιο νοσηρός από το αίμα;
Και ρώτησε τον Ιανό: είναι ο άνθρωπος πιο μόνος από την προσευχή του;

Η Ρώμη…



Αυτό(ς) που έρπει
Οι δυο άνθρωποι αναζητούσαν τα χέρια τους. Ξεκινούσαν κάθε πρωί, κάθε αυγή με την ίδια ελπίδα, με τον ίδιο σπαραγμό, με την ίδια σιωπή. Εκείνος όδευε πάντοτε στη Δύση, εκείνη στην Ανατολή. Στο τέλος της ημέρας, έπιναν νερό από τον φλογισμένο ποταμό και έκαναν έρωτα. Στο τέλος της ημέρας κλείνονταν στο Σπήλαιο και χάραζαν στο βράχο την ανάσα τους. Στο τέλος της ημέρας, σφάλιζε ο ένας τα μάτια του άλλου με ένα φιλί και κοιμόντουσαν.
Δεν είχαν όνειρα.
Ποτέ.
Δεν είχαν άγγιγμα.
Είχαν δηώσει τα σώματα.
Χωρίς το άγγιγμα.
Δεν είχαν χέρια.
Δεν είχαν βλέμμα.

Μια μέρα…

Εκείνος ανακάλυψε τα δικά της χέρια.
Περίμενε ως το τέλος της ημέρας για να της μιλήσει.
Αλλά εκείνη δεν επιτρεπόταν να τον πλησιάσει πια. Δεν επιτρεπόταν ούτε την ανάσα της να μοιράζεται μαζί του.
Εκείνος φόρεσε τα χέρια της και το επόμενο πρωί έφυγε από το Σπήλαιο.
Δεν θα έδινε ποτέ την εντολή στα χέρια του να τον υπακούσουν.
Έφυγε από το Σπήλαιο δακρυσμένος.

Έρποντας…


Στύγα
Την ώρα που βουτούσε στα νερά ο λεπρός, ένας μικρός άγγελος με αχνογάλαζα φτερά ήρθε κοντά του.
Πάρε με κοντά σου, του ψιθύρισε.
Ο λεπρός τον αγνόησε.
Βούτηξε στα σκοτεινά νερά. Και ξαναβγήκε με τη μορφή ερπετού.

Την ώρα που βουτούσε στα νερά η πόρνη, ένας μικρός άγγελος με αχνοπόρφυρα φτερά την πλησίασε.
Φίλησέ με, της είπε.
Εκείνη τον αγνόησε.
Βούτηξε στα σκοτεινά νερά. Και όταν ξαναβγήκε, ήταν ερπετό.

Την ώρα που βουτούσε στα νερά ο άγιος, ένας μικρός δαίμονας με φλογισμένη σάρκα και κατακόκκινα μάτια τον ζύγωσε.
Δώσε μου να πιω, τον παρακάλεσε.
Ο άγιος τον σπλαχνίστηκε. Έβαλε τις χούφτες του στο νερό και του προσέφερε νερό.
Ο δαίμονας ήπιε με απληστία το νερό.
Έγινε ερπετό και δάγκωσε τον άγιο στο λαιμό.


Ύψιλον
Φορούσε στο λαιμό της εκείνο το μενταγιόν.
Με την τιρκουάζ μικρή πετρούλα.
Πήγαινε κάθε απόγευμα δίπλα στη μικρή λίμνη.
Ψιθύριζε το όνομά του.
Τον καλούσε κοντά της.
Εκείνος, έβγαινε μετά από λίγο από το νερό και έρποντας, δειλά δειλά, πλησίαζε κοντά της.
Δεν τον φοβόταν.
Όχι, δεν τον φοβόταν.
Ήξερε πως ήταν απαίσιος στην όψη, πως ήταν ένα αρχαίο πλάσμα, ένα τέρας.
Tον συμπονούσε.
Η καρδιά της είχε έναν ωκεανό τρυφερότητας γι’αυτό το τέρας.
Κάθε απόγευμα του τραγουδούσε.
Κάθε απόγευμα του μιλούσε για τα όνειρά της, τις περιπέτειες της ημέρας, τα ασήμαντα που γέμιζαν τη ζωή της.
Κι εκείνος την άκουγε.
Κι εκείνος γρύλλιζε και ανάσαινε βαριά και σταθερά.

Πονούσε.
Πέθαινε…

Το είχε καταλάβει.
Κάθε απόγευμα άκουγε το ρόγχο του να γίνεται όλο και πιο ακανόνιστος, βαθύς, άρρωστος.
Κι ένα απόγευμα…
Καθώς του μιλούσε για όσα είχε περάσει στο πρωινό της, ξαφνικά, άνοιξε τα μάτια της και γύρισε και τον αντίκρισε.
Το πλάσμα αιφνιδιάστηκε, αναδιπλώθηκε, συρρικνώθηκε και τεντώθηκε ξανά μακριά της. Έβγαλε έναν σπαραχτικό ήχο και άρχισε να έρπει ξανά προς τη ρηχή λίμνη.
Εκείνη σηκώθηκε, άπλωσε το μικρό της χέρι, τον κράτησε. Ένιωσε στα δάχτυλά της τη σάρκα του. Δεν αηδίασε, δεν μόρφασε.
Τον αγαπούσε.
Έκλεισε ξανά τα μάτια της.
Το πλάσμα άρχισε να βγάζει ένα παράξενο ήχο από τα σωθικά του.
Η σάρκα του έκαιγε αλλά η εκείνη δεν τον άφηνε. Δεν θα τον εγκατέλειπε.
Ποτέ.
Άνοιξε την καρδιά της και από μέσα της ξεχύθηκε όλη της η αγάπη.
Το πλάσμα ησύχασε.
Ύστερα από λίγο δεν τον ένιωθε πια.
Ύστερα από λίγο άνοιξε τα μάτια της.
Ξανά.
Χαμογέλασε.
Δάκρυσε.

Μια μικρή πεταλούδα βρισκόταν μέσα στην παλάμη της.
Με χρυσοκίτρινα φτερά.
Κι ένα καταγάλανο Υ ζωγραφισμένο πάνω τους.
Λες και την κοιτούσε.

Την κοιτούσε…


Απρ2013

Illumination of Serpent
Mound See1,Do1,Teach1's photostream
www.flickr.com/photos/mpaulmd/

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013


OmeAeternus 

…και υπήρχαν δρόμοι σκοτεινοί
και λάμβανε την θεία κοινωνία ο άγιος
και πυρπολείτο το σώμα του

και το πνεύμα του Θεού περιφερόταν πάνω από το λερό κορμί της Γης…


…και πήρε τα παιδιά του ο Κερασφόρος
και τα έκλεισε όλα σε μια μεγάλη κιβωτό
της έβαλε φωτιά που θέριεψε με ανθρώπινο λίπος
και όταν κατέκαυσε ό,τι είχε απομείνει στην ταλαίπωρη γη
ανελήφθη στους ουρανούς

και το πνεύμα του Θεού δεν περιφερόταν πια
πάνω απ’ το λερό κορμί της Γης…
 
κατά τη διάρκεια της ημέρας
έγκυες γυναίκες απέβαλλαν δίπλα σε περιττώματα σκύλων
μοναχικοί εφιάλτες έκραζαν τους ονειρευτές τους
λεπροί  κανίβαλοι νάνοι
ιερουργούσαν στις εκκλησίες

και το πνεύμα του Θεού περιφερόταν πάνω από το λερό κορμί της Γης…


…και υπήρχαν παιδιά πρησμένα από το χτες
δημαγωγοί σάτυροι και νεκρονόμοι
κρεμασμένοι έξω από τα σπίτια τους από τσιγκέλια
στα σχολεία
οι καθηγητές ουρούσαν πάνω στα βιβλία τους

και το πνεύμα του Θεού περιφερόταν πάνω από το λερό κορμί της Γης…


…και λάμβανε την θεία κοινωνία ο μοιχός
και δεν νεκρωνόταν
και λάμβανε την θεία κοινωνία ο βλάσφημος
και δεν νεκρωνόταν
 

Απρ2012

Apocalypse
Who can save us?

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013





Απελάτες

Εδώ
στα ειναικά μου σύνορα
τους περιμένω

ακρίτης
στο φυλάκιό μου
όσο θυμάμαι τον εαυτό μου
ιεροφύλακας
το αρχαίο νεύμα προστατεύω
το φιλί της θάλασσας με το στερέωμα
ονειρεύομαι
της Μάνας τον μυστικό Γάμο με το Αιώνιο
στοχάζομαι
τραγουδώ
παλεύω να κατανοήσω

από τα σπλάχνα μου θα βγει το τέρας
μια μέρα να ορθώσει ανάστημα μπροστά τους
εκείνοι θα το τοξεύουν από μακριά
κι εκείνο θα ουρλιάζει κάτω απ’τη λάβα του εσπερινού
και θα νικιέται πάντα
και πάντα θα σηκώνεται

εδώ
στο ακροτελεύτιο σύνορο
της ιαχής μου
τους περιμένω

με την προβιά του πρώτου ανθρώπου
σκεπάζομαι τα βράδια
με την ανάσα των νεκρών συντρόφων
με παρηγορώ τα πρωινά

μόνος δεν είμαι
και ολόκληρος μαθαίνω
ένα προς ένα
όλα τα ονόματα του ήλιου
που με στεφανώνει…

μαρ2013


Kaven Hosseini
Steppenwolf

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013




Απέναντι

Μια σπουδαία ευκαιρία
να περάσουμε το ποτάμι
να πάμε απέναντι
απέναντι είναι όλα αυτά που ονειρευτήκαμε
απέναντι είναι όλα εκείνα που φανταστήκαμε
να περάσουμε τούτο το ποτάμι
το ποτάμι της θλίψης
το ποτάμι της ανάγκης

Μια μεγάλη ευκαιρία
να δούμε επιτέλους τον εαυτό μας
πώς είναι ολόκληρος
πώς είναι ακέραιος
πώς είναι «πραγματικά» ο εαυτός μας
όχι τούτος ο μικρόσωμος που μας φορτώσανε
όχι τούτος ο αναιμικός που κουβαλάμε
μα ο άλλος, ο αληθινός
ο ηρωικός εαυτός μας
απέναντι
στην απέναντι όχθη

Μια σπουδαία ευκαιρία
να γιορτάσουμε την υπέρβασή μας
επιτέλους δικαιώθηκε η ζωή μας
και περιεχόμενο έχει
αυτό που πάντα πιστεύαμε
μονάχα ένα εμπόδιο έχει απομείνει
τούτο το στενό ποτάμι να διαβούμε
δέκα, είκοσι, σαράντα βήματα
να γίνουμε ό,τι ήταν να γίνουμε
να ορθώσουμε το ανάστημά μας
μονάχα λίγα βήματα
εκατό, διακόσια, χίλια τόσα

Μια τελευταία ευκαιρία
πριν ο καιρός μας τελειώσει
στην απέναντι όχθη
ένας άλλος κόσμος
ένας άλλος εαυτός
όχι αυτός εδώ που χρόνια και αιώνες
σαν αλυσίδα σέρνουμε μαζί μας
όχι αυτή η άθλια, φτωχή σκιά
η σκοτεινιά του είναι μας
ένας άλλος άνθρωπος
ένας άλλος εαυτός
ναι, ένας άλλος
ολόφωτος, αθάνατος εαυτός!

απέναντι
στην απέναντι όχθη


07/03/2006


Solos
Mikael Lastra



Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013




Τοπογράφος

Ζητούσα επίμονα απ’το φακό
να δει
να καταγράψει
ό,τι δεν έβλεπα εγώ
με τους κοχλίες εστίασης
έφερνα πιο κοντά μου τους ανθρώπους
στεκόμουν με άνεση
πάνω στα χείλη της άγνωστης κοπέλας
πάνω στα μαλλιά του γέροντα
πάνω στο λερωμένο πουκάμισο
ενός διαβάτη

και ο φακός με υπηρετούσε σιωπηλά
αδιαμαρτύρητα
καθώς εγώ στεκόμουν στην ασφάλειά μου
παρατηρητής
ενός κόσμου που με αγνοούσε
και με παράξενη ηδύτητα
τον αγνοούσα κι εγώ…

και κάποια μέρα
ο φακός γύρισε προς το μέρος μου
εστίασε πάνω μου
και η επαφή με το απροσδόκητο
με ξάφνιασε
κι έπαψα ν’αγγίζω το ταχύμετρο

που ήταν πια κρύο
και αυστηρό
και απάνθρωπο

σαν ανακριτής…


Μαρ2013

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013






Σεντόνι αθανασίας

Σε ένιωθα δίπλα μου να ανασαίνεις
Κι ένα σεντόνι
Από ιστούς αθανασίας
Απλώθηκε στο δωμάτιο
Στη ζωή μου
Σε όλο μου το είναι

Πως θα μπορούσα να ακινητήσω τη στιγμή
Σε τούτη την ευλογία;
Μονάχα να το αισθανθώ
Και να το απολαύσω
Δεν μου αρκεί
Δεν με πληρώνει…
       
Σε έσφιξα πιο δυνατά
Να συντονίσω το παλμό σου
Με τον δικό μου
Να γίνουμε για λίγο
Ένας στεναγμός
Να έχει η φθορά
Μια μάχη επιτέλους
χαμένη…
       
Το ξέρω
Θα βλέπω τούτο τον ιστό
Να αργοπεθαίνει
Δίπλα σου
Και να διαλύεται σε χιλιάδες
Ήλιους μεταξιού
Ώσπου να αποφασίσω
Ν’ ασπαστώ το Ημαρ της Ανάγκης
Και να το φιλοξενώ
Στο πιο αθέατο μόριό μου
Για να ξεγελιέμαι
Ότι τάχα
δεν υπάρχει…

       
Μάης 2009


'Sailing'
Ursula