Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013




Ο άνθρωπος γεννιόταν και πέθαινε μέσα στο προφανές…
Ο άνθρωπος ανάσαινε στο στοιχειώδες…

Ο άνθρωπος τοπογραφούσε το Γνωστό…

Ο άνθρωπος άνθιζε μέσα στην μοναχική του παράσταση…

Είχε αναλωθεί στην αέναη αρχειοθέτηση
Αρχειοθετούσε τον εαυτό του
Συνεχώς
Συνεχώς
Συνεχώς
Και δεν προχωρούσε, δεν πήγαινε πουθενά
Στην πραγματικότητα
Είχε ακυρώσει κάθε βηματισμό
Είχε απαλλοτριώσει οτιδήποτε διακύβευε το έργο του
Στην πραγματικότητα
Τούτη η αέναη κυκλοτερική επανάληψη της ίδιας λειτουργίας
Τον αφομοίωνε
Τον απομυζούσε
Τον μαράζωνε

Τον κρατούσε ασφαλή…

Ο άνθρωπος ήταν αιχμάλωτος της μόνης φιλοδοξίας του
Να αποτρέψει το άγνωστο
Να αποκλείσει κάθε ξάφνιασμα
Να γίνει η τέλεια μηχανή…

Κι ήταν κοντά
Πολύ κοντά στο να το καταφέρει

Κι όταν τον χτύπησε ο ριπαίος αιφνιδιασμός
Όταν τον πλημμύρισε η θάλασσα του απείρου
Όταν έχασε τις συντεταγμένες του
Όταν οι αγκυρώσεις του στο Γνωστό
Άρχισαν να καταργούνται
Μία μία
Πανικοβλήθηκε

Κι ύστερα
Αισθάνθηκε για πρώτη φορά εντός του
Μια διαφορετική αίσθηση
Μια κίνηση
Μια ζωντανή διεργασία

Άλλαζε

Κι όταν ο αρχειοθέτης πάγωσε
Κι όταν ο δεσμοφύλακας σιώπησε
Κι όταν ο μηχανικός ακινητοποιήθηκε

Ακολούθησε τη ροή
Και άρχισε να βιώνει

Νοε2010


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013





Ο Κάρλος φορούσε τα μάτια του αετού…

η μέρα ερχόταν καταπάνω μου, είπε, η μέρα πετούσε, είχε βγάλει τα φτερά της Άρπυιας και άπλωνε πάνω μας τα καινούργια της φτερά… η μέρα είχε γίνει πια ένας ουρανόφις… ένας άγνωστος ήλιος την έκαιγε, ένας μοχθηρός χρόνος την έκλεβε… κι όμως, ερχόταν σαν πεινασμένη λύκαινα πάνω μας… να μας κατασπαράξει, να μας αλώσει…

Δεν ήσουν ανυπεράσπιστος από τη γέννησή σου κιόλας;

δεν στεκόταν, δεν στεκόταν καμιά νύχτα στο παράθυρό μου, είπε, δεν σταματούσε εκείνη η ρυπαρή βροχή, όλα μου τα πρωινά σπατάλησα να καθαρίζω τη βροχή από το σπίτι μου και τις νύχτες, τις νύχτες φίλε μου εκείνη ξεκινούσε πάλι… τι απίστευτο σκουπιδαριό γέμισε τις πόρτες μας, τι μολυσμένα ταξίδια πότισε τα όνειρά μας…

Ο Κάρλος φορούσε τώρα τη μπέρτα του θεού-γύπα… κι έσταζε λάσπη στο πάτωμα…

δεν στεκόταν σου λέω, καμιά ολοκάθαρη νύχτα δεν καταδέχτηκε το παράθυρό μου… αρπαγμένη από τα παλιόξυλα, τα σαπισμένα ξύλα της βροχής έβρισκα τη μέρα, κάθε αυγή… είπε, κάθε αυγή άρχιζα τη δουλειά, κάθε βράδυ περίμενα τη ρομφαία της βροχής να με σκοτώσει πάλι…

Ο Κάρλος γυμνός, διάβαζε τα σημάδια στο σώμα του…

πενήντα εκατομμύρια χρόνια σ’αυτό το σώμα αδελφέ μου, αρχαίες λίμνες στέρεψαν, ποταμοί θρασείς και ατίθασοι αιμάτωσαν τα βουνά, πλάσματα παράξενα γέμισαν τις φωλιές της Γης, ήλιοι γεννήθηκαν και πέθαναν… κι αυτό το σώμα, ανασαίνει ακόμα σαν το στόμα της εκδίκησης που δεν κλείνει αν δεν πλημμυρίσει με ιχώρ φωτιάς… στον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί, σ’εκείνον το υπόσχομαι τούτο το σώμα, σαν μανδύα λέπρας… είπε… και αν περάσει ο τελευταίος χειμώνας πάνω απ΄την τελευταία άνοιξη των ανθρώπων, σε κείνον που θα γεννηθεί, σε κείνον υπόσχομαι τούτο το σώμα…

Ο Κάρλος προστάτευε σαν στοργική μητέρα τον μικροσκοπικό ήλιο στη χούφτα του…

έκλεψα τούτο τον ήλιο απ’τα όνειρά μου αδελφέ μου…

Μόνον οι δειλοί, μόνον οι δειλοί Κάρλος αρνούνται το θάνατο του ήλιου… γιατί; Γιατί προσπέρασες τις αφετηρίες σου; Γιατί;

φοβόμουν ότι θα οχυρωθώ για πάντα πίσω από τις ουτοπίες μου… αδελφέ μου, είμαι ένας γέροντας Σαμάνος, ορθώνω το ανάστημά μου στο στερέωμα και δεν πληγώνομαι… ανοίγω τις φτερούγες μου πάνω απ’τους γκρεμούς και ξέρω πως Εκείνο που δεν μιλάει, με βλέπει, Εκείνο που δεν θυμάται την αρχή Του, με θωρεί, με αναστατώνει… με οργώνει… μάθε απ΄την αρχή τις λέξεις, μάθε τις σου λέω γιατί τούτες που έχεις τελειώνουν και θα ξυπνήσεις ένα πρωί και δεν θα έχεις γλώσσα να περιγράψεις τον κόσμο…

Μηχανεύεσαι πάλι μια καινούργια απόδραση, γαλάζιε πολεμιστή;

Ο Κάρλος είχε κουρνιάσει στην αθέατη γωνιά του δωματίου και έψελνε…

...είναι ακατάληπτη τούτη η γλώσσα… δεν την ξέρεις, κανείς δεν την ξέρει αδελφέ μου… Σου λέω, πρέπει να ιδρύσεις μια καινούργια γλώσσα, πάρε τον εαυτό σου και γύρνα τον τα μέσα έξω… άσε τα εντόσθια της ήττας να πέσουν στο πάτωμα, άσε τα αχνιστά, βρώμικα σπλάχνα σου να χυθούν στο πάτωμα! Δεν τα χρειάζεσαι πια…

Με σκοτώνεις!

εκείνα σε σκοτώνουν… και δεν έχεις πια γλώσσα για το θάνατο…

Ο Κάρλος ετοιμαζόταν να πετάξει…

να, κράτησε τον μικρό μου ήλιο… άνοιξε τη χούφτα σου αδελφέ μου και πάρε τον… κλείστον καλά… είναι ένα ευαίσθητο, μικρό, νεογέννητο άστρο… μην τον υποσχεθείς στον εαυτό σου, μονάχα να τον φροντίζεις όσες αιωνιότητες θα λείψω…

Φεύγεις; Πάλι;

αν δεν φύγω τώρα, δεν θα μπορέσω να δω τον εαυτό μου ποτέ ξανά… κάθε λεπτό κοντά σου η φθορά μου επιταχύνεται… όλα τρέχουν γρήγορα σε τούτο τον κόσμο, ως και η φθορά… κράτησε τον ήλιο… μην τον σπαταλάς… να τον φροντίζεις… είμαι εγώ!

Ο Κάρλος άνοιξε τα σάρκινα, υπέροχα φτερά του, μου έριξε μια παράξενη ματιά σαν να ερχόταν από τα έγκατα του αρχαίου του είναι.

και απλά πέταξε στο αύριο…

κάτι σπαρταρούσε στη χούφτα μου…

ο μικρός ήλιος είχε γίνει ένας νιογέννητος, λευκός αετός
και με κοιτούσε με δυο ήλιους – μάτια…


φεβ2012 

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013




Στην αίθουσα αυτή
τη μεγάλη
την πιο μεγάλη απ’το δικό τους στερέωμα
με τα βρώμικα καλοριφέρ να δουλεύουν στο φουλ
και με το σαπισμένο πιάνο
να έχει αρπαχτεί απ’τη λήθη τόσο δυνατά
που να μην μοιάζει πια
παρά με ένα κασόνι με παράξενο σχήμα…

τους άκουσα να συνομιλούν
-εδώ σου λέω, εδώ με βλέπω να γερνάω…
-σώπα, μην λες τέτοια λόγια…

Σ’αυτή την αίθουσα
την απέραντη
με την γεωμετρική της κανονικότητα
τόσο επί τόσο
χωρίς σπασίματα και αρχιτεκτονικές ευελιξίες
χωρίς υποστυλώματα στη μέση
χωρίς κρυφές γωνιές
αλλά με το φως να πεθαίνει στους τοίχους
και τους ανθρώπους να κοιτάζουν το φως

τους άκουσα να ανασαίνουν
-εδώ μέσα θα πεθάνουμε σου λέω… το ξέρω…
-μου μιλάς κι εγώ ακούω… πες μου όμως άλλα…
-δεν έχω άλλα… εδώ μέσα μονάχα ο θάνατος δεν παίρνει φάρμακα…

Σ’αυτή την αίθουσα
την τόσο μεγάλη
με τις φθαρμένες, άσχημες κουρτίνες
να κατεβαίνουν σα θυμωμένες Άρπυιες
και να ορμάνε στις ψυχές
και με τις ώρες

να μην περνάνε
να μην κυλάνε

τους άκουσα να σιωπούν…

εδώ μέσα
μονάχα ο θάνατος
δεν παίρνει φάρμακα…

ιαν2013

Beamer

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013




Συλλαβές αγάπης…


Το βραδινό φιλί σου
κρέμεται από το πρόσωπό μου
το αγγίζω απαλά
πονάω
στάζει έναν οργισμένο έρωτα
πάθος σταλάζει
απουσία

και νιώθω τις σταγόνες να δραπετεύουν στο πάτωμα

το βραδινό φιλί σου
γραπωμένες έχει ακόμα
μερικές λέξεις
μικρές ανάσες απ’το στόμα σου
κλεμμένες
ανάπηρες
απελπισμένες
αγκιστρωμένες στα χείλη μου
οι συλλαβές τρεμοσβήνουν στο πρωινό φως
αργοπεθαίνουν

παλεύω να τις κρατήσω ζωντανές

το βραδινό φιλί σου
δρόσισε τούτο το μοναχικό δωμάτιο
με συλλαβές αγάπης
καταλήξεις έρωτα
σύμφωνα ερεθισμένα
σερνικά
κι ερωτευμένα φωνήεντα
παιγνιδιάρικα
και θηλυκά
και μ’έναν τρόπο μαγικό
αληθινά στο λέω
μεταμορφώνονται ξανά
σε σώματα ονειρικά
όχι τεμαχισμένα πια
ολόκληρα
και φωτεινά

στο ταπεινό
δωμάτιό μου
δεν είναι υπέροχο;

εσύ κι εγώ ξανά…

Οκτ 2009


The Light Catcher
Self portrait using natural light

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013




Στρώμα  


Κυριακές στους τοίχους
γδέρναμε το φως
και γράφαμε για τη μοναξιά
χωρίς μελάνι, χωρίς μπογιά
μονάχα με ουρανό…

μια δρασκελιά χωρίζει
το δίκλινο του ζευγαρώματος
απ΄το μονόκλινο της απατηλής
αυτάρκειας

όμως για σένα
σκληρό θα έχω το στρώμα της μνήμης
πάντα
για να μην νιώσεις ποτέ επισκέπτης

κι έτσι
για να σ’εκδικούμαι

δεν θα σου επιτρέψω 
την πολυτέλεια της λησμονιάς...

ιουν2012

Headache...
© Toffeur

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012




συμπαγείς
στο χρόνο

αρηγμάτωτοι

θρασείς
στον πόνο

από αισθήματα
ξαρμάτωτοι

μελετούμε τον άνθρωπο

τι ψεύτες !

ανθρωποποιούμαστε
στο διηνεκές…

συγχώρεσέ μας Ειμαρμένη

εσύ
ιερή αλυσίδα του αιτίου και του αιτιατού
μη μας φυλακίζεις στην αθανασία άλλο
δεν το βαστάμε

σάρκινες πλάτες κληρονομήσαμε
σάρκινο πνεύμα
κληροδοτούμε…

πολεμιστές φωτός
και άθλιοι σαρκοβόροι
τεμαχισμένοι Προμηθείς
έκπτωτοι Εωσφόροι
δεν έχουμε άλλη περπατησιά

ξεμάθαμε
ως και το βλέμμα

ακατάδεχτοι;
μην πεις
ελεεινοί
πένητες πυροφόροι
έχουμε το μερτικό μας στο φθαρτό
και αλήθεια
ορφανέψαμε νωρίς

συμπόνεσέ μας Ειμαρμένη
εσύ
που έχεις τα κλειδιά της πτώσης
και της ανόδου
και της σπηλιάς την έξοδο γνωρίζεις
διώξε μας
τούτο το φορτίο μας λύγισε

δεν το βαστάμε

σάρκινες πλάτες κληρονομήσαμε
σάρκινο πνεύμα
κληροδοτούμε…


Ιαν 2010

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012





Θα έρθουν πάλι
οι φωτεινές νύχτες
τα ήρεμα πρωινά
εκείνα τα βλέμματα
θα έρθουν πάλι
που δεν υπόσχονται τίποτε
γιατί τα περιέχουν όλα

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012





Μαύρος Υδράργυρος

Ο Σ. ταράχτηκε πολύ εκείνο το απόγευμα. Όταν κατάλαβε, όταν αντιλήφθηκε, όταν ανοίχτηκε ο νους του διάπλατα και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο φως. Ένα παχύρευστο, σκοτεινό φως σαν… μαύρος υδράργυρος! Ήταν το απόγευμα που αποφάσισε να γράψει για τον Προμυθέα. Ήταν τέτοιος ο πυρετός που τον έκαιγε ώστε έπιασε το πρώτο μολύβι που βρήκε μπρος του, μάζεψε όποιο κουρελόχαρτο συνάντησε το βλέμμα του μέσα στο ακατάστατο δωμάτιο, και άρχισε να χαράζει τις λέξεις, με μανία.
Ο Σο. ολοκλήρωσε το μανιφέστο του Προμυθέα του, νωρίς το επόμενο πρωί. Σχεδόν με το αχνοχάραγμα του ήλιου, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και έπεσε λιπόθυμος… ο ήλιος που χώθηκε απ’το παράθυρο τον βρήκε ετοιμοθάνατο, κατάχλωμο και σωριασμένο στο πάτωμα. Ολόγυρά του οι σελίδες, σκόρπιες.
Λίγο πριν μεσουρανήσει, ο Σοε. είχε αναχωρήσει για μια άλλη πραγματικότητα.

Γράφω για τον Προμυθέα. Χρόνο δεν έχω, το νιώθω και ο πυρετός της ψυχής μου ανεβάζει την αγωνία μου μαζί με την θερμοκρασία αυτού του σώματος που για λίγο ακόμα θα με ανέχεται. Γράφω για τον ήρωα που δεν έγινε Άνθρωπος και την Αλήθεια που έγινε Μύθος. Γράφω για τον Δαίμονα που έκλεψε τη Φωτιά από τους Αθανάτους όχι για να την δώσει στους ανθρώπους αλλά για να την κρατήσει για τον εαυτό του. Γράφω για την αστραπή του κόσμου και την φενάκη της θυσίας. Γράφω για τον αποστερημένο από τις ηδονές και τον σκοταδισμένο πρόγονο και πατέρα μας. Είμαστε όλοι γιοι του. Είμαστε όλοι καταραμένοι, είμαστε όλοι λεροί, σάπιοι, καταδικασμένοι!
Νιώθω το αίμα να σφυροκοπάει τις αδυνατισμένες, στενεμένες φλέβες μου, νιώθω τη ψυχή μου να βροντάει κιόλας τις πόρτες του Αγνώστου, παλεύει να γυρίσει πίσω, εκεί απ’όπου κάποτε θέλησε σαν από καπρίτσιο να με ενοικήσει, να με βασανίσει, να με γεμίσει ώρες αγωνίας. Ναι, αγωνίας και τρόμου!
Είμαστε γιοι του Προμυθέα. Η κληρονομιά μας είναι η αέναη κλοπή του φωτός. Είμαστε η σκάρτη γενιά του πρώτου από τους άθλιους και του τελευταίου από τους τολμηρούς. Κάποιος έπρεπε να μας διδάξει την αποστολή μας, κάποιος έπρεπε να ξανοιχτεί πρώτος στα πελάγη του Χάους και κείνος ήταν ο Προμυθέας. Έκλεψε το αγνό Φως από τους Φύλακες και τους ξεγέλασε όλους. Δεν είχε ποτέ του σκοπό να το προσφέρει στους ανθρώπους. Είχε σκοπό να εξελιχθεί ο ίδιος. Είχε σκοπό να γίνει κι εκείνος Φως. Και Πυρ και Αθάνατη φρίκη!
Η μεγάλη, συγκλονιστική Αλήθεια έσκασε σαν τριαντάφυλλο που ανοίγει διάπλατα τα πέταλά του μέσα στα πιο κρυφά διαμερίσματα του είναι μου. Η μεγάλη, σκοτεινή, υδραργυρική αλήθεια με πλημμύρισε και πεθαίνω. Πεθαίνω από το υγρό της βάρος, από τη στυφή της γεύση, από το δηλητήριο στο αίμα της.
Και γίνεται και το δικό μου αίμα σκοτεινό σαν μαύρος υδράργυρος.
Τούτο είμαστε. Κλέφτες της φωτιάς των άλλων. Τούτο είναι να είμαστε. Κλέφτες του Πυρός των άλλων. Τούτο μπολιαστήκαμε να είμαστε. Κλέφτες του Φωτός των άλλων.
Πώς να αγαπήσουμε; Λιμοκτονούμε, πεθαίνουμε, κρυώνουμε στους παγετώνες της Ύπαρξης. Πώς να αγαπήσουμε; Πεινάμε. Είμαστε παλλόμενα σκοτάδια, είμαστε δονούμενες νύχτες, είμαστε ασημένιες κηλίδες νοσηρών φαντασιώσεων. Πώς να αφεθούμε; Είμαστε προορισμένοι να κλέψουμε, να ληστέψουμε, να αρπάξουμε.
Πώς να γελάσουμε; Ανοίγουμε τα χείλη και εκρέουμε πόνο. Πώς να μεταβολίσουμε το χρόνο σε τρυφερότητα; Κοιτάζουμε το πρόσωπο του άλλου και αυτό που βλέπουμε είναι η σπηλαιώδης ανάγκη μας. Πώς να μετασχηματίσουμε το θηριώδες σε ευγενές; Οι κυνόδοντές μας ψηλαφούν κιόλας την καρωτίδα της ψυχής του άλλου. Πώς να χαϊδέψουμε; Τα χέρια μας τρέμουν από την τυραννική επιθυμία να στραγγαλίσουν. Πώς να ανασάνουμε; Οι μαστοί μας έχουν πρηστεί από την δίψα για ιχώρ και πνεύμα.
Είμαστε τα παιδιά του Προμυθέα. Ο πατέρας μάς δίδαξε την μοναδική του Τέχνη. Και αποσαρκώθηκε, αποφλοιώθηκε, μαγαρίστηκε, εξοντώθηκε, έγινε μύθος, έγινε ήρωας, διαστρέβλωσαν την αλήθεια του, τον παραμόρφωσαν, τον λάτρεψαν με άλλο όνομα, τον κρέμασαν στον Καύκασο και τον έραναν με αθανασία.
Κι εμείς ξεχάσαμε… βυθιστήκαμε στη λήθη… μα, η αλήθεια του εργάζεται μέσα μας. Η αλήθεια του καίει τα σπλάχνα μας. Κάθε φορά που αγγίζουμε το λατρεμένο πρόσωπο, κάθε φορά που ερωτοτροπούμε, κάθε φορά που επιδιδόμαστε σε περιπτύξεις, κάθε φορά που ορκιζόμαστε στο όνομα της Αγάπης, κάθε φορά που… μηχανευόμαστε τρόπους για να κλέψουμε το φως και να χορτάσουμε την αρχέγονη πείνα μας, να κορέσουμε την προαιώνια δίψα μας…

Όταν αποχώρησε, αργά το απόγευμα, ο ήλιος από το δωμάτιο, ο Σόεθ, είχε γίνει ένα παχύρευστο, μαύρο υγρό, σε σχήμα ανθρώπου που απλωνόταν νωχελικά στο πάτωμα…

Μαρ2012

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012





 Η ημέρα  

Ο άνθρωπος με το ανεξιχνίαστο βλέμμα ήταν υπερήφανος που είχε την ημέρα. Καμάρωνε για τούτο το έργο, το ολόδικό του. Μοιάζει με την ανάσα μου, σκεφτόταν. Η ημέρα είναι το δικό μου έργο, είναι αληθινό, είναι η δημιουργία μου. Και με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποφάσισε να αποδράσει σ’αυτήν.

Η ημέρα του θα ξεκινούσε κάπως μελαγχολικά. Θα επισκεπτόταν ένα μνήμα.

Ήρθα να σου μιλήσω πατέρα, είπε δυνατά. Ήρθα να σου μιλήσω για τον παιδικό μου ήλιο, για την εφηβική μου άνοιξη, για το χειμώνα της ενηλικίωσής μου. Τι απόγιναν εκείνα τα βράδια που μοιραστήκαμε τα όνειρά μου; Τι απόγιναν εκείνες οι βόλτες κάτω απ’τον ήλιο της ωρίμανσής μου; Τι απόγιναν εκείνα τα πρωινά στη θάλασσα του φόβου; Δεν έχω εκείνο το βλέμμα πια πατέρα. Όμως, έχω κάτι σπουδαίο και ήρθα να στο πω. Έχω πια την ημέρα. Την πρώτη αληθινή, δική μου. Και ήρθα με ένα χαμόγελο να στο πω. Στο αφήνω τούτο το χαμόγελο εδώ και φεύγω για να τη ζήσω.

Η επόμενη στάση του ήταν ένας βράχος, δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εδώ έχω ξεχάσει εκείνο το βλέμμα μου, είπε και άρχισε να ψηλαφεί το βράχο. Ύστερα από λίγα λεπτά, χαρούμενος για την επιτυχία της αναζήτησης, κάθισε στο μικρό βράχο και σιωπηλός μίλησε στη θάλασσα.

Δεν με ξεγελάς με το απέραντό σου αδελφή μου. Έχεις φωλιάσει στο γνόφο του Αγνώστου και μονάχα οι ποιητές μπορούν να σε διαβάσουν. Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι. Είσαι άγνωστη, μυστηριώδης αλλά δεν είναι εκεί η γοητεία σου. Οι ποιητές μοιάζουν με τα μικρά παιδιά, νομίζουν πως συντονίζονται με την αναπνοή του κόσμου. Εσύ όμως ξέρεις, τίποτε απ’αυτά δεν είναι αληθινό. Μονάχα τούτη η ημέρα είναι αληθινή και δεν θα μοιραστώ το βλέμμα της μαζί σου. 
Γιατί εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις τα βλέμματα. Όμως, εγώ βρήκα εκείνο που αναζητούσα και σε αφήνω τώρα.

Κάποια στιγμή, βρέθηκε σε μια παγωμένη περιοχή του κόσμου. Σε μια φιλόξενη, ζεστή γωνιά, επισκέφτηκε τη φωλιά δυο λύκων που προστάτευαν τα τρία μικρά τους. Ο αρσενικός αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε με ένα απαλό γρύλλισμα. Η θηλυκιά έδειξε προς στιγμή τα δόντια της αλλά σύντομα παραμέρισε και άφησε τον άνθρωπο με το ασύνορο βλέμμα, να πλησιάσει τα μικρά που είχαν κουρνιάσει δίπλα της.

Για σας ήρθα ως εδώ αδέλφια μου. Για σας. Είστε η υπόσχεση μιας υπέροχης ζωής και το ανυπότακτο και ανεξημέρωτο της φύσης σας μου ταιριάζει όσο τίποτε άλλο. Ήρθα να σας αφηγηθώ τη ζωή μου. Θα μείνω και θα μεγαλώσω μαζί σας. Όσο η ημέρα μου να φτάσει στο μεσουράνημά της, όσο η αναπνοή μου να γίνει αξεχώριστη με τη δική σας, όσο η καρδιά μου, θα αντέχει να στοχάζεται τη θνητότητά σας.

Κι ήρθε το μεσημέρι και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια των λύκων. Και μετά, έφτασε σε έναν οικισμό ψαράδων, σε κάποιο άγνωστο, απόμακρο νησί της Γης. Κάθισε να γευματίσει με μια πολυμελή οικογένεια σε μια ταπεινή καλύβα, πάνω απ’τη μελαγχολική θάλασσα. Ο πατέρας μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα και συχνά γελούσε. Η μητέρα καθόταν σιωπηλή και έτρωγε από το κοινό μεγάλο βαθύ πιάτο. Τα έξι παιδιά, καθισμένα το ένα στριμωγμένο δίπλα στο άλλο, δεν αντιδρούσαν. Μονάχα το μικρότερο, ένα όμορφο κοριτσάκι, είχε στυλώσει το βλέμμα του στον άγνωστο επισκέπτη και δεν έτρωγε.

Για σένα ήρθα μικρή μου αδελφή. Για σένα. Ήρθα λοιπόν, να ξέρεις, ως εδώ, γιατί ήθελα να συνομιλήσω με το απροσδόκητο, με το νημερτές, το αείρροο… κάποτε θα αναζητήσεις κι εσύ το δικό σου βλέμμα αδελφή μου, θα το αναζητήσεις με πάθος… σου εύχομαι να έχεις τη φωτιά από τα ηφαίστεια της Μάνας και την ευρύτητα του Ωκεανού που θρέφει την οικογένειά σου. Εσύ είσαι όλοι οι άνθρωποι, αυτό να ξέρεις κι όταν στρέψει κάποιος το σκληρό του βλέμμα πάνω στο δικό σου Αχανές, να ξέρεις, κι αυτός εσύ είσαι … και δεν θα σκληρύνει η καρδούλα σου…

Ήταν κιόλας απόγευμα. Ο άνθρωπος με το Αχανές στο βλέμμα του, βιαζόταν. Έφτασε στα πέρατα του κόσμου, σε μια απόκρημνη κατάξερη βραχοσειρά που την είχε ψήσει ο ήλιος και κάθισε έξω από τη φωλιά ενός αετού. Υπήρχε ένας νεοσσός εκεί που τον υποδέχτηκε κουνώντας τα αδύναμα φτερά του και άνοιξε το στοματάκι του. Ελάχιστα μετά, ακούστηκε το φτερούγισμα του πατέρα του που ερχόταν να το ταΐσει. Η μάνα το είχε αφήσει μόνο του για λίγο, θα το τάιζαν εναλλάξ για καιρό ακόμα. Ο πελώριος, πανέμορφος αετός κάλυψε με τις φτερούγες του τη θέα του μικρού και από το ράμφος του κρεμόταν ένα διαμελισμένο ζωάκι. Άρχισε να το κόβει σε κομματάκια και να το χώνει στο ορθάνοιχτο στόμα του μικρού που έκρωζε τρισευτυχισμένο. 

Ο άγνωστος με το βλέμμα του Απείρου χαμογέλασε.

Ήρθα για σένα μικρέ μου αδελφέ. Κάποτε θα ορίζεις με το πέταγμά σου όλο το στερέωμα. Μα τώρα, δεν το ξέρεις, τώρα είσαι αναπαυμένος στις φροντίδες του βασιλιά πατέρα σου. Κι όμως, μπορείς να μ’ακούσεις. Θέλω να σου αφηγηθώ τη ζωή μου και δεν έχω πια άλλο χρόνο. Όταν θα μεγαλώσεις και το ανάπτυγμα των φτερών σου καλύψει τις φαντασιώσεις των βάρδων της νύχτας, τότε θα ακούσεις τη φωνή μου… θα με καταλάβεις, θα το αφηγηθείς κι εσύ στο στερέωμα που θα δονείται από τις ιαχές σου…

Η ημέρα τελείωνε και θλίψη γέμισε την καρδιά του ανθρώπου. Πριν επιστρέψει, έπρεπε να πάει κάπου ακόμα.

Ήταν ένα συνηθισμένο, μικρό διαμέρισμα κι ένα συνηθισμένο υπνοδωμάτιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη. Κάτωχρη, σιωπηλή, έτοιμη για το ταξίδι της. Στο προσκεφάλι της ένας άντρας καθόταν και της κρατούσε το χέρι. Είχε την ηλικία της ίσως λίγο μεγαλύτερος και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Είχε έναν απαλό, εσωτερικό λυγμό που του έφερνε μια μικρή δύσπνοια. Το οστεώδες, μικρό χέρι της γυναίκας ήταν χωμένο στο μεγαλύτερο δικό του και εκείνος το έτριβε με άπειρη τρυφερότητα ενώ που και που το έπλενε με τα δάκρυά του.

Για σένα ήρθα αδελφή μου, είπε ο άνθρωπος με το Πρώτο Βλέμμα στα μάτια του και είχε ένα παράξενο φως στο πρόσωπό του. Για σένα και τη μοναξιά που κληροδοτείς. Τη μοναξιά που κληρονόμησες κι εσύ κάποτε. Κι όμως, δεν ήρθα να σου πάρω τον πόνο γιατί δεν το έχεις ανάγκη. Ήρθα για να σου αφηγηθώ τις τελευταίες μου ενοράσεις για το Απόλυτο και να ζεστάνω την καρδιά εκείνου που σε λατρεύει και υιοθέτησε το λυγμό σου και τον ανασαίνει τώρα. Οι νύχτες του πια θα είναι απέραντες σαν τις ερήμους της Γης και ο ήλιος δεν θα ανατείλει ποτέ πια. Όμως, έχεις φροντίσει να μην αδικήσει το χρόνο που του απομένει με τον αιώνιο θρήνο για το μάταιο του βίου. Ετοίμασες ένα υπέροχο δείπνο αναμνήσεων για κείνον και να το ξέρεις, από τούτο το φαγητό, δεν θα χορτάσει ποτέ του.

Ήταν ώρα να επιστρέψει.

Αρπάχτηκε από το φεγγάρι που συνόδευε τα βήματά του, έκλεισε κάτω απ’τη μασχάλη του το μικρό σακίδιο με τα άχρονα όνειρά του, πήγε στο μικρό παρκάκι που είχε την πρώτη ανάμνηση της σάρκινης πορείας του στον κόσμο, ξάπλωσε σε ένα μοναχικό παγκάκι, έβαλε το σακίδιο κάτω απ΄το κεφάλι του και με το ομορφότερο χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποκοιμήθηκε.

Φεβρ. 2012



05.05 PM

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012





δεν ήταν άνθρωποι αυτοί

είδαμε τα πρόσωπά τους
είχαν για ρυτίδες
υλακές του χρόνου
είχαν για βλέμμα
το φως του Σείριου
κι είχαν για φωνή
ήχους ακατάληπτους
φθόγγους πυρός
και άδειες συλλαβές

δεν ήταν άνθρωποι αυτοί
ήταν αρχαίες λίμνες
με απολιθωμένα όνειρα
και πετρωμένα ηλιοβασιλέματα
σε αλλόκοτους πλανήτες

κι ήταν αδελφοί μας

μας έδωσαν τα χέρια
και μαζί
μας έδιναν τον γαλάζιο θάνατό τους
μας χαμογέλασαν δειλά
και μαζί
παράξενες μορφές σχηματοποιήθηκαν
ολόγυρα
σαν σκιές
σαν εφιάλτες από μάγμα και θλίψη
σαν ουρανός που απομακρύνει το αγκάλιασμα του ήλιου
και αποζητά μονάχα τη βροχή…

δεν ήταν άνθρωποι αυτοί
ήταν σκεπτομορφές του αχανούς
ήταν αθύρματα από προσευχές
και στεναγμούς
κερματισμένοι πόθοι
από βαθιές
ακατανόητες εποχές

δεν ήταν άνθρωποι αυτοί

και ήταν αδελφοί μας

και ήμασταν εμείς…


δεκ 2012



Humans