Παρασκευή 9 Μαΐου 2025



Λεκές…

Σηκώθηκε νωρίς
φίλησε τη γυναίκα του
αστειεύτηκε με τα παιδιά του

έριξε μια ματιά στον καθρέφτη
κάποιο σημάδι στο αριστερό μάγουλο
κοντά στον κρόταφο
να το κοιτάξω

έφαγε πλούσιο πρωινό
πολύ πλούσιο
και λίγη δίαιτα δεν βλάπτει
του είπε εκείνη
ναι, δεν βλάπτει
της είπε εκείνος

πήγε στο παράθυρο
άνοιξη
όμορφη μέρα

κοίταξε το ρολόι του
δώρο αγαπημένο
της αγαπημένης του

θ’αργήσω

μπήκε στο αυτοκίνητο
να μην ξεχάσω να το πλύνω
πήρε τους γνωστούς δρόμους
κίνηση
σκατά, κάθε μέρα τα ίδια
έφτασε στο γραφείο του αγχωμένος

κάθε μέρα τα ίδια

η γραμματέας περίμενε
με τα χαρτιά στο χέρι
με το μεταλλικό χαμόγελο
με την αγωνία στο βλέμμα

καλημέρα
ποιον έχουμε σήμερα;
εκείνους τους 3 της απεργίας για να…
ναι ξέρω… τον καφέ μου και φέρτους

στο γραφείο η φωτογραφία της γυναίκας του
αγκαλιά με τα παιδιά
η αγάπη μου και οι θησαυροί μου

είπε και υποδέχτηκε τους τρεις…

με πιέζουν…
προσπάθησα…
μακάρι να μπορούσα…
πολύ δύσκολη εποχή…
δεν έπρεπε να απεργήσετε…
τι τις θέλατε τις απεργίες
δεν κοιτάγατε τα χάλια σας;
δεν λυπηθήκατε τα παιδιά σας…
θα σας κρατούσα αλλά…
το κράτος μας πιέζει όλους…
να είχατε μυαλό…
να είχατε μυαλό…

να είχατε μυαλό…

ήρθε ο καφές
ήρθε η τυρόπιτα
ήρθε το κρουασάν

και λίγη δίαιτα δεν βλάπτει

χύθηκε ο καφές στη γραβάτα
λεκές…
ποιος την ακούει τώρα!

γαμημένη μέρα!

κι ήταν δώρο αγαπημένο
της αγαπημένης του…

Κυριακή 27 Απριλίου 2025



Η ημέρα


Ο άνθρωπος με το ανεξιχνίαστο βλέμμα ήταν υπερήφανος που είχε την ημέρα. Καμάρωνε για τούτο το έργο, το ολόδικό του. Μοιάζει με την ανάσα μου, σκεφτόταν. Η ημέρα είναι το δικό μου έργο, είναι αληθινό, είναι η δημιουργία μου. Και με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποφάσισε να αποδράσει σ’αυτήν.

Η ημέρα του θα ξεκινούσε κάπως μελαγχολικά. Θα επισκεπτόταν ένα μνήμα.

Ήρθα να σου μιλήσω πατέρα, είπε δυνατά. Ήρθα να σου μιλήσω για τον παιδικό μου ήλιο, για την εφηβική μου άνοιξη, για το χειμώνα της ενηλικίωσής μου. Τι απόγιναν εκείνα τα βράδια που μοιραστήκαμε τα όνειρά μου; Τι απόγιναν εκείνες οι βόλτες κάτω απ’τον ήλιο της ωρίμανσής μου; Τι απόγιναν εκείνα τα πρωινά στη θάλασσα του φόβου; Δεν έχω εκείνο το βλέμμα πια πατέρα. Όμως, έχω κάτι σπουδαίο και ήρθα να στο πω. Έχω πια την ημέρα. Την πρώτη αληθινή, δική μου. Και ήρθα με ένα χαμόγελο να στο πω. Στο αφήνω τούτο το χαμόγελο εδώ και φεύγω για να τη ζήσω.

Η επόμενη στάση του ήταν ένας βράχος, δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εδώ έχω ξεχάσει εκείνο το βλέμμα μου, είπε και άρχισε να ψηλαφεί το βράχο. Ύστερα από λίγα λεπτά, χαρούμενος για την επιτυχία της αναζήτησης, κάθισε στο μικρό βράχο και σιωπηλός μίλησε στη θάλασσα.

Δεν με ξεγελάς με το απέραντό σου αδελφή μου. Έχεις φωλιάσει στο γνόφο του Αγνώστου και μονάχα οι ποιητές μπορούν να σε διαβάσουν. Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι. Είσαι άγνωστη, μυστηριώδης αλλά δεν είναι εκεί η γοητεία σου. Οι ποιητές μοιάζουν με τα μικρά παιδιά, νομίζουν πως συντονίζονται με την αναπνοή του κόσμου. Εσύ όμως ξέρεις, τίποτε απ’αυτά δεν είναι αληθινό. Μονάχα τούτη η ημέρα είναι αληθινή και δεν θα μοιραστώ το βλέμμα της μαζί σου. Γιατί εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις τα βλέμματα. Όμως, εγώ βρήκα εκείνο που αναζητούσα και σε αφήνω τώρα.

Κάποια στιγμή, βρέθηκε σε μια παγωμένη περιοχή του κόσμου. Σε μια φιλόξενη, ζεστή γωνιά, επισκέφτηκε τη φωλιά δυο λύκων που προστάτευαν τα τρία μικρά τους. Ο αρσενικός αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε με ένα απαλό γρύλλισμα. Η θηλυκιά έδειξε προς στιγμή τα δόντια της αλλά σύντομα παραμέρισε και άφησε τον άνθρωπο με το ασύνορο βλέμμα, να πλησιάσει τα μικρά που είχαν κουρνιάσει δίπλα της.

Για σας ήρθα ως εδώ αδέλφια μου. Για σας. Είστε η υπόσχεση μιας υπέροχης ζωής και το ανυπότακτο και ανεξημέρωτο της φύσης σας μου ταιριάζει όσο τίποτε άλλο. Ήρθα να σας αφηγηθώ τη ζωή μου. Θα μείνω και θα μεγαλώσω μαζί σας. Όσο η ημέρα μου να φτάσει στο μεσουράνημά της, όσο η αναπνοή μου να γίνει αξεχώριστη με τη δική σας, όσο η καρδιά μου, θα αντέχει να στοχάζεται τη θνητότητά σας.
Κι ήρθε το μεσημέρι και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια των λύκων. Και μετά, έφτασε σε έναν οικισμό ψαράδων, σε κάποιο άγνωστο, απόμακρο νησί της Γης. Κάθισε να γευματίσει με μια πολυμελή οικογένεια σε μια ταπεινή καλύβα, πάνω απ’τη μελαγχολική θάλασσα. Ο πατέρας μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα και συχνά γελούσε. Η μητέρα καθόταν σιωπηλή και έτρωγε από το κοινό μεγάλο βαθύ πιάτο. Τα έξι παιδιά, καθισμένα το ένα στριμωγμένο δίπλα στο άλλο, δεν αντιδρούσαν. Μονάχα το μικρότερο, ένα όμορφο κοριτσάκι, είχε στυλώσει το βλέμμα του στον άγνωστο επισκέπτη και δεν έτρωγε.

Για σένα ήρθα μικρή μου αδελφή. Για σένα. Ήρθα λοιπόν, να ξέρεις, ως εδώ, γιατί ήθελα να συνομιλήσω με το απροσδόκητο, με το νημερτές, το αείρροο… κάποτε θα αναζητήσεις κι εσύ το δικό σου βλέμμα αδελφή μου, θα το αναζητήσεις με πάθος… σου εύχομαι να έχεις τη φωτιά από τα ηφαίστεια της Μάνας και την ευρύτητα του Ωκεανού που θρέφει την οικογένειά σου. Εσύ είσαι όλοι οι άνθρωποι, αυτό να ξέρεις κι όταν στρέψει κάποιος το σκληρό του βλέμμα πάνω στο δικό σου Αχανές, να ξέρεις, κι αυτός εσύ είσαι … και δεν θα σκληρύνει η καρδούλα σου…

Ήταν κιόλας απόγευμα. Ο άνθρωπος με το Αχανές στο βλέμμα του, βιαζόταν. Έφτασε στα πέρατα του κόσμου, σε μια απόκρημνη κατάξερη βραχοσειρά που την είχε ψήσει ο ήλιος και κάθισε έξω από τη φωλιά ενός αετού. Υπήρχε ένας νεοσσός εκεί που τον υποδέχτηκε κουνώντας τα αδύναμα φτερά του και άνοιξε το στοματάκι του. Ελάχιστα μετά, ακούστηκε το φτερούγισμα του πατέρα του που ερχόταν να το ταΐσει. Η μάνα το είχε αφήσει μόνο του για λίγο, θα το τάιζαν εναλλάξ για καιρό ακόμα. Ο πελώριος, πανέμορφος αετός κάλυψε με τις φτερούγες του τη θέα του μικρού και από το ράμφος του κρεμόταν ένα διαμελισμένο ζωάκι. Άρχισε να το κόβει σε κομματάκια και να το χώνει στο ορθάνοιχτο στόμα του μικρού που έκρωζε τρισευτυχισμένο. Ο άγνωστος με το βλέμμα του Απείρου χαμογέλασε.

Ήρθα για σένα μικρέ μου αδελφέ. Κάποτε θα ορίζεις με το πέταγμά σου όλο το στερέωμα. Μα τώρα, δεν το ξέρεις, τώρα είσαι αναπαυμένος στις φροντίδες του βασιλιά πατέρα σου. Κι όμως, μπορείς να μ’ακούσεις. Θέλω να σου αφηγηθώ τη ζωή μου και δεν έχω πια άλλο χρόνο. Όταν θα μεγαλώσεις και το ανάπτυγμα των φτερών σου καλύψει τις φαντασιώσεις των βάρδων της νύχτας, τότε θα ακούσεις τη φωνή μου… θα με καταλάβεις, θα το αφηγηθείς κι εσύ στο στερέωμα που θα δονείται από τις ιαχές σου…

Η ημέρα τελείωνε και θλίψη γέμισε την καρδιά του ανθρώπου. Πριν επιστρέψει, έπρεπε να πάει κάπου ακόμα.

Ήταν ένα συνηθισμένο, μικρό διαμέρισμα κι ένα συνηθισμένο υπνοδωμάτιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ξαπλωμένη. Κάτωχρη, σιωπηλή, έτοιμη για το ταξίδι της. Στο προσκεφάλι της ένας άντρας της κρατούσε το χέρι. Είχε την ηλικία της ίσως λίγο μεγαλύτερος και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Είχε έναν απαλό, εσωτερικό λυγμό που του έφερνε μια μικρή δύσπνοια. Το οστεώδες, μικρό χέρι της γυναίκας ήταν χωμένο στο μεγαλύτερο δικό του και εκείνος το έτριβε με άπειρη τρυφερότητα ενώ που και που το έπλενε με τα δάκρυά του.

Για σένα ήρθα αδελφή μου, είπε ο άνθρωπος με το Πρώτο Βλέμμα στα μάτια του και είχε ένα παράξενο φως στο πρόσωπό του. Για σένα και τη μοναξιά που κληροδοτείς. Τη μοναξιά που κληρονόμησες κι εσύ κάποτε. Κι όμως, δεν ήρθα να σου πάρω τον πόνο γιατί δεν το έχεις  ανάγκη. Ήρθα για να σου αφηγηθώ τις τελευταίες μου ενοράσεις για το Απόλυτο και να ζεστάνω την καρδιά εκείνου που σε λατρεύει και υιοθέτησε το λυγμό σου και τον ανασαίνει τώρα. Οι νύχτες του πια θα είναι απέραντες σαν τις ερήμους της Γης και ο ήλιος δεν θα ανατείλει ποτέ πια. Όμως, έχεις φροντίσει να μην αδικήσει το χρόνο που του απομένει με τον αιώνιο θρήνο για το μάταιο του βίου. Ετοίμασες ένα υπέροχο δείπνο αναμνήσεων για κείνον και να το ξέρεις, από τούτο το φαγητό, δεν θα χορτάσει ποτέ του.

Ήταν ώρα να επιστρέψει.

Αρπάχτηκε από το φεγγάρι που συνόδευε τα βήματά του, έκλεισε κάτω απ’τη μασχάλη του το μικρό σακίδιο με τα άχρονα όνειρά του, πήγε στο μικρό παρκάκι που είχε την πρώτη ανάμνηση της σάρκινης πορείας του στον κόσμο, ξάπλωσε σε ένα μοναχικό παγκάκι, έβαλε το σακίδιο κάτω απ΄το κεφάλι του και με το ομορφότερο χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποκοιμήθηκε.


05.05 PM

Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

 

 

Οι θεοί κοιμήθηκαν
στη μεγάλη θάλασσα
κι εμείς δεν χάσαμε την καρδιά μας

λιμοκτονούμε

λίγη τρυφερότητα είναι αρκετή
έστω και με άδειο βλέμμα
έστω και χωρίς χέρια
έστω και με κλειστό το στόμα
 
τρυφερότητα θα πει

να τρέφεις την οχιά
που κάποτε θα σε σκοτώσει

οι θεοί αποσύρθηκαν
χάθηκαν στις σπηλιές και στα ηφαίστεια
κρύφτηκαν στα βιβλία
και στις αφηγήσεις
κι εμείς δεν κλείσαμε τα παράθυρα
δεν σφαλίσαμε τις πόρτες
δεν αρνηθήκαμε το αύριο

εδώ είμαστε

στην αγκαλιά του τρόμου
και κοιμόμαστε και ξυπνάμε
και παλεύουμε
κερδίζοντας χάνουμε
όλο το χρόνο κι όλη τη λύπη

και τα βράδια 
 
για να μην είμαστε μόνοι
 
νανουρίζουμε αυτούς
που μια μέρα θα μας αφανίσουν




Haley Wilson 


Τρίτη 15 Απριλίου 2025

  

Χώνεται ο σταυρός βαθιά στο χώμα
η γη αντιδρά
ριγά
αναρωτιέται
πώς Εκείνος που δεν γνωρίζει από διαστάσεις
ειρκτές και ορισμούς
θα επιτρέψει στο αίμα Του
να την ραντίσει

και οι στοχασμοί της
γίνονται βροχή
και ορίζοντες υδροφόροι
θυμωμένοι
σπασμοί και ωδίνες

και το ανεπίτρεπτο αρνείται να δεχθεί

το αίμα του Ανθρώπου
δεν μπορεί να υποδεχθεί

και το αποβάλει

κι εκείνο γίνεται ιαχή
και χρόνος
και μαρμαρυγή
και βλέμμα

και αλλάζει
το πρόσωπο του κόσμου…

Παρασκευή 4 Απριλίου 2025



Λάμψη



Όμορφοι άνθρωποι

σπρωγμένοι
από έναν άνεμο - ουρλιαχτό
ριγμένοι κατάχαμα
που με ζήλια αστράφτει στο βλέμμα τους
η λάμψη
από το σπάσιμο της αλυσίδας
στον καρπό του αδελφού τους…

κι εκείνοι απλώς χαμογελούν
από αιώνες σιωπηλοί
κι όμως φλυαρούν
στα ρείθρα των πεζοδρομίων
στα παγκάκια των πάρκων
στα λεωφορεία με τις φθαρμένες θέσεις
στις καφετέριες με τις κρύες καλησπέρες…

όμορφοι άνθρωποι

επιτάφιοι που περιφέρονται
περήφανοι
και αλαζόνες
μοσχοβολούν
με άνθη νεκρά
στα στομάχια τους…



I still got the blues for you
© Reggy

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

 

Σέλας


Αμείλικτο
το σέλας του μεσονυχτίου

συντροφιά είχα τον άνθρωπο – μαχαίρι
και το φορτίο ακέραιο
μοιρασμένο δίκαια

στο χθες
ό,τι έμεινε αναπαλλοτρίωτο
στο σήμερα
ό,τι στέκει αγέρωχο
στο αύριο
ό,τι δεν λέρωσε η αγοραία ελπίδα…

συμβολικά πεθαίνω
είπα στον άνθρωπο – λαιμητόμο
συμβολικά αγοράζω λεπτά και ώρες από το μέλλον
μην με νομίσεις ρυπαρό τυχοδιώκτη

άλλωστε
ποιος τόλμησε να διαπραγματευτεί τον ήλιο

και δεν κάηκε;

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025



Νύχτες Βαλπούργιες


Το σώμα αντιδρούσε
Είναι ζωντανό…
Το βλέμμα απλωνόταν ολόγυρα

Έχεις πάντα μια λέξη προδοσίας
Να δροσίζει τα χείλη
Αλίμονο
Χωρίς αυτή
Φωνή δεν έχω…

Το κεφάλι αριστερά
Ερωτευμένο με την κλεμμένη Καρυάτιδα
Το κεφάλι δεξιά
καρφωμένο στον ποδήρη χιτώνα Του

Μια κούπα κώνειο
Τον χώριζε από την έξοδο
Την έξοδο απ’τη στιγμή
Κι εκείνος
Ήπιε μέσα στo δηλητήριο
Όλο το εγώ του…

Τα χέρια κολλημένα στο σώμα
Τα πόδια ανοιχτά
Ο άνθρωπός σου Λεονάρντο
Δεν έχει ορίζοντα
ανάπτυγμα δεν έχει ακόμα
Έχει μονάχα δέρμα
Και πληγώνεται απ’τις υλακές του χρόνου…

Το στόμα αφίλητο
Τα μάτια χώμα

Έχω πνοή
Απ’του Αχέροντα το στρώμα
Κι έχω δακρύσει τόσο
Φεύγοντας απ’την Εδέμ
Μόνος
Και κάποιες νύχτες Βαλπούργιες
Για το αγέννητο άστρο της γενιάς μου
Κλαίω ακόμα…

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

 


Το λάθος του Ορφέα

Εάν κάποτε επιστρέψεις
δε θα’θελα να είναι ένα ανοιξιάτικο πρωινό
με τον ήλιο χαμογελαστό
και την καρδιά μου ζεστή και έτοιμη
να σε υποδεχθεί ξανά
μα θα’θελα να είναι ένα βροχερό σούρουπο
με έρημους δρόμους
σιωπηλούς ανθρώπους
και λογισμούς θανάτου
στο μυαλό μου
και λόγια να μην ανταλλάξουμε
μονάχα να φωνάξουμε δυνατά
με τη σιωπή μας
και να ουρλιάξουμε αν το θέλεις
με τα ζεστά μας δάκρυα…

Εάν επιστρέψεις
κάποτε
δε θα’θελα να με ανταμώσεις
σε κάποιο πολύβουο σταθμό
στη πλατφόρμα του Μετρό
στη στάση κάποιου λεωφορείου
μα θα’θελα να είναι σε κάποια θλιβερή γωνιά
στη συμβολή δυο δρόμων ασήμαντων
και ερημικών
και ίσα που να διακρίνονται οι φιγούρες μας
στο σκοτεινό σοκάκι
και σκιές να μην έχουμε
καθώς οι ίσκιοι
δεν δικαιούνται σκιάς

Εάν επιστρέψεις
σε κάποια μακρινή
προβολή του χρόνου
σε κάποια αδιόρατη
μονάδα του απείρου
μην μου μιλήσεις
αν μπορείς
κι αν με κοιτάξεις
μη με δεις
καλύτερα άσε
το βλέμμα σου να με προσπεράσει
σαν φυσικό εμπόδιο να είμαι
και συνέχισε
το βλέμμα σου
κaι τάχυνε
το βήμα σου
και το λάθος του Ορφέα
να μην κάνεις

να κοιτάξεις πίσω…


Σάββατο 8 Μαρτίου 2025



Απλοϊκά…


Μου πήρε χρόνια
Μου πήρε εαυτούς
Ντροπές μου ζήτησε
Και χαμαιλέοντες φόβους
Μα προσαρμόστηκα...

Να περπατάω στον εαυτό μου
Και να μην με ανταμώνω
Φωτιές να ορθώνω στο κορμί μου
Και να τις βλέπω δροσερές πηγές
Να με αγγίζω
Και να’ναι η αίσθηση ενός άλλου…

Δύσκολο ήταν
Μονάχα στην αρχή
Μα η θυσία έγινε
Και η τελετή
Δεν είχε μεγαλείο κανένα
Το αίμα που έτρεχε
Πρόσεχα μόνο
Να μην ποτίζει τα όνειρά μου
Αλλά να πλένει από τις ενοχές
Όσες δεν καταδέχτηκαν
να γίνουν λέξεις

Το έμαθα λοιπόν
Το χάραξα
Στο μενταγιόν του πόνου
Να τρέφομαι
Μονάχα με τον ελάχιστο
Από τον ήλιο που δικαιούμαι

Να έχω δάνειες φωνές
Και να τις λέω δικές μου

Να με φονεύω ηρωικά
Και να με αθωώνω…

Δεν κάνω για ξένος εγώ
Ούτε για οικείος
Και πρόστυχα με βάφτισα ποιητή
Για να ξορκίζω το βλέμμα του οίκτου
Πάνω στην άθλια φορεσιά μου

Το σκάλισα λοιπόν κι αυτό
Στο εκκρεμές ομοίωμά μου
Να έχω πυρετούς εγωισμού
Και να τους λέω έρωτες!

Στην απέναντι όχθη να με αντικρίζω
Αλλά να μην μπορώ να φτάσω ως εκεί
Και κάποτε πια
Να μη με νοιάζει

Δεν κάνω για ξένος εγώ
Ούτε για οικείος
Δεν κάνω για ποιητής εγώ
άνθρωπος στο δρόμο του Ανθρώπου 
ίσως
Έτσι, σκανδαλωδώς απλοϊκά

Κι έχω οφειλές ακόμη…