Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

 

Στην κόψη του ξυραφιού…
Η φωνή μέσα μου σαν αντήχηση… σαν μυστικός ψαλμός… 

Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να ζεις…

Το τέλος… ποιο τέλος;
Η αρχή… ποια απ’όλες;
Φροντίδα και μέριμνες… οι εποχές… η μια μετά την άλλη…
Ένας κατεστραμμένος πίνακας κάποιου ζωγράφου που πέθανε άγνωστος…
Χειροποίητο…
Ένα μισοσβησμένο ποίημα… δεν βγάζεις νόημα… λέξεις που χύθηκαν ανάκατες πάνω στο λαδωμένο χαρτί…
Η μοναξιά… αυτή σε σβήνει… σε ακυρώνει… σε κάνει άηχο… νιώθεις, έτσι λες… πως νιώθεις… όμως για σκέψου ένα πρωινό που θα φορέσεις τα ρούχα σου και δεν θα νιώθεις… φαντάσου…

Στην κόψη του ξυραφιού…
Η φωνή επιμένει… σαν ανάσα ετοιμοθάνατου… ρόγχος… αγωνία για ύπαρξη… αγωνία για οτιδήποτε… ακόμα και για το πέταγμα ενός πουλιού… Η φωνή ανασαίνει…

Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να αγαπάς…

Στο κάτω κάτω δεν ήξερες… πώς μπορούσες να ξέρεις; Τι είναι τα χέρια σου; Τι θα κρατήσουν; Τι είναι τα μάτια σου; Τι θα δουν; Πώς μπορούσες να ξέρεις; Τι είναι οι φλέβες σου; Ποιο αίμα τρέχει μέσα σου; Δεν θα μπορούσες να ξέρεις…
Ξεκίνησες κάποτε τις ανακρίσεις… ρωτάς το σώμα σου και δεν πονάει… ρωτάς το φόβο σου και δεν ουρλιάζεις… ρωτάς τις νύχτες και δεν ξημερώνουν…
Κανείς δεν ξέρει…

Στην κόψη του ξυραφιού…
Κλείνω τα μάτια μου… όχι για να σε κρατήσω μέσα μου… για να μην με απειλείς άλλο πια… κουράστηκα να σε κοιτάζω όπου γυρνώ… Ναι… σε ακούω άλλα δεν αντέχω άλλο να σε βλέπω
Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να πεθαίνεις…

Μην αγοράζεις άλλο χρόνο… δεν χρειάζεται… δεν πρέπει…
Μην αγοράζεις άλλα ψέματα...
Ήξερες!

Και βέβαια ήξερες…



Hornbeam avenue

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025


Άτλαντας


Σε φθινόπωρο τόπο
θ’ αποθέσω τους νεκρούς μου
ένας προς έναν
θα φωλιάσουν στο έμψυχο χώμα
και το αίμα τους θα πιει ο πρανής
γενέθλιος ήλιος

οι ανάσες όσων κρεμάστηκαν
απ’τα σύννεφα
θα μπερδευτούν με το ιχώρ του ανέμου
οι ματιές όσων ξοδεύτηκαν στην άνιση πάλη
φυλακισμένα θα έχουν για πάντα
όσα βιώθηκαν την ύστατη ώρα
και στο στερέωμα του Άδη
τα βλέμματα του πόθου
θα μιχτούν
με τις ιαχές των προγόνων

περιμένουν
οι ώρες με δόντια που τρίζουν
περιμένουν
οι λαχτάρες των αγέννητων ανθρώπων
κι εγώ έχω το φορτίο μου ολόκληρο σύμπαν
Άτλαντας
στο σημείο που στέκομαι τώρα

Όρθιος λοιπόν
και στητός ακόμη
πασχίζω
πάνω στο κέντρο του κύκλου
τα χέρια μου
απ’το κορμί
κεραυνούς ν’απλώσω
μυαλό και σώμα ν’αρμονίσω
το μέγα Ύψιλον
αυτό να αιωνίσω… 



Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

 

Τετρακτύες


Δεν θέλουμε το αχανές
αλλά το ευρύχωρο
σε μια ρυτίδα του Αιώνιου άραγε
δε χωράμε κι εμείς;

πρώτα το Εν
έπειτα το είδωλό του
οι αλυσιδωτές αντιδράσεις στο είναι
οδήγησαν την Άτη
στο θέατρο του κόσμου

κι αν ολόγυρα
η προσαρμογή στο μηδέν
ανασαίνει δηλητήριο
το αντίδοτο δεν είναι λοιπόν
εκείνο το άγγιγμα
που φοβήθηκες τόσο πολύ
κείνο το γέλιο
που σου στοίχισε μονάχα
ένα άδολο βλέμμα;

Δεν είμαστε οχήματα του Απόλυτου
αλλά αρνούμαστε τη συστολή του εφικτού
σε μια κουκίδα
κβαντικής ανυπαρξίας

οι 32 Δρόμοι, οι ιερές Τριάδες
οι Τετρακτύες, τα πεντάκτινα
τα στέμματα φωτιάς…
αν δραπετεύσεις ρίψασπις
από το σκήνωμα του Νου
το φρόνημα της σάρκας
θα σ’ εκδικείται αιώνια

κι αν σε ό,τι μας περιβάλλει
σαν άδειο κέλυφος
έρπει και απλώνεται
βδελυρή η χυδαιότητα
δεν φέρουμε εμείς τις εσθήτες του Ακέραιου
δεν εφελκύσαμε πνοές Φωτός
στα δώματα της Περσεφόνης;

Δεν είμαστε μηχανές
που θα πάψουν να οργώνουν το χρόνο
προσδοκώντας το αεικίνητο
αλλά πύρινες ψυχές
μοναχικών πολεμιστών
μοιάζουμε λες
με αφίλητα χείλη
που διψάνε τη δροσιά της Μελανής Μητέρας
κείνη την ιερή Νύχτα
που το φθαρτό στα στήθια της
θα βυζάξει αθανασία
και την επόμενη αυγή
ο σκεδαστής της Φλόγας
ο Χρόνος
ο εμπύρετος πόρνος
θα μας ξεδιψάσει

με το αίμα του Τίποτα…

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025



Φυλακές

Αν είχες διώξει όλες τις φυλακές
κι όλα τα δεσμά είχες σπάσει
κι έμενες μονάχα με όσα ζεσταίνει ο ήλιος
στο βλέμμα σου
πάλι θ’αρνιόσουν αυτόν τον κόσμο
έτσι σ’ακούω να μου λες 
και δεν θυμάμαι τι σου είχα απαντήσει

Κι αν είχες απ’τον έναν άνθρωπο
αγαπήσει όλους τους ανθρώπους
πάλι φοβάμαι θα σπλαχνιζόσουν τη σκιά σου
και δεν θα περπατούσες πια
στην άνυδρη γη

Κι αν είχες λιποτακτήσει
από τον πόλεμο αυτό
που σκίζει το είναι σου στα δυο
πάλι θα ορκιζόσουν
πως ο εαυτός είναι το άθροισμα του ενός
με το μηδέν
και δεν θα έβρισκες ανάπαυση
ούτε στη νύχτα
ούτε στο φόβο…

έστω αν με ήσυχο το πνεύμα
σάρωνες τους ορίζοντες που απέμειναν
θα γλύκαινε η στιγμή και στο παρόν
θα’θελε να κουρνιάσει όλο το μέλλον
κι αύριο τίποτα…

ποιος δίνει περίσσεια σάρκας για ν’αγοράσει
έστω ένα γραμμάριο ψυχής;

…γιατί απ’τους κόλπους του Κόσμου
έρχεται η φωνή σου
και με ανταμώνει
πάνω στο σταυρό
και με δροσίζει…

νομίζω σου απάντησα
και την ερώτησή σου
δεν θυμάμαι πια …

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025


μην σταματάς να λαξεύεις το άγαλμά σου
Πλωτίνος

Εργαστήρι

Άρχισες δουλειά με το είναι σου
μικρός ακόμα
απαίδευτος
κι έπιασες να εργάζεσαι
πάνω στη πέτρα της ύπαρξης
με βλέμμα άδολο
με πνεύμα αμόλυντο
κι είχες για πρότυπό σου
μια αξόδευτη ψυχή
πώς να την προτυπώσεις
πώς να την αποδώσεις
ανάγλυφη
στερεωμένη
εύμορφη
απρόσμικτη

τις λέξεις έψαχνες
τα εργαλεία
διάβασες
μελέτησες
μόχθησες
ξενύχτησες πάνω
από ηρώων φωτιές
και ποιητών κραυγές
νύμφες χόρευαν
στο αρχαίο σου δάσος
και στάλαζαν οι ουρανοί
του κόσμου σου
οιμωγές Τιτάνων
και του Προμηθέα
το κοχλασμένο αίμα

απρόσιτος
θα πει κανείς
έγγλυφος
στο δώμα του εαυτού σου
όνειρος θεός
και δαιμόνων βλέμμα
αρπάχτηκες στου Χρόνου τις πόρπες
και αμάθητος που ήσουν
γκρεμίστηκες στα Τάρταρα
της ξιπασιάς σου
αλλά δεν έσβησες εκεί
ανάμεσα στις Άρπυιες
και στις Γραίες του Άδη
είχες στο νου σου
έν’άγαλμα
να φτιάξεις
με τα ίδια σου τα χέρια
ικέτεψες το Διόνυσο
κρασί ν’αρμέξει απ’τον παγκόσμιο πόνο
είχες μαζί σου την Εκάτη
κι αγνώριστος κυκλοφορούσες
νύχτες
στις ερημιές του νου…

σηκώθηκες
οι φλεγμονές σου
έχυναν πύο
τα μάτια σου
δάκρυζαν αίμα
κι όμως
σηκώθηκες

είχες ψυχή
ούρλιαζες
είχες μνήμη
και θυμήθηκες
είχες περπατησιά
και βάδισες
τη σκοτεινή ατραπό σου…

ορθώθηκες
έπιασες πάλι τη δουλειά
στο εργαστήρι του Ανθρώπου
ξανάρθες
αυτό το πρόπλασμα
σε περίμενε
ατελείωτο
λειψό
δεν είχες θάρρητα
να το κοιτάζεις
δεν είχες τόση ανάσα
για να το ζεστάνεις
κι όμως
σιγά σιγά
οι συλλαβές γυρίζαν
οι φθόγγοι
οι λέξεις
σχηματίζονταν ξανά
ερχόσουν πάλι
επέστρεφες

το φως που αρνήθηκες
εδώ είναι πάντα
δώσε στον κάθε χτύπο
του σφυριού
το χτύπο της καρδιάς σου
με το Αιώνιο συντονίσου
άλλο απ’αυτό δεν έχεις
αγάπησέ το!
Και το άγαλμα του είναι σου
ως το τέλος

Λάξευσέ το!






“the tide”